Από τη μία πλευρά, η ενεργοβόρος βιομηχανία (παραγωγής χάλυβα, αλουμινίου κ.ά.) θεωρεί ότι αυτό το σύστημα ουσιαστικά συνιστά ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι των ομοειδών κλάδων σε άλλες περιοχές του κόσμου και κυρίως στην Ασία.
Επίσης, ορισμένες τουλάχιστον εταιρείες κοινής ωφέλειας, κυρίως αυτές που διατηρούν στο ενεργειακό τους χαρτοφυλάκιο μεγάλο μερίδιο μονάδων λιθάνθρακα και λιγνίτη, αντιδρούν σε προτάσεις που ενδεχομένως οδηγήσουν σε μεγάλη αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων (EU Allowances) και συνεπώς θα επιβαρύνουν τους ισολογισμούς τους.
Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς καθαρής ενέργειας υποστηρίζουν ότι με τη σημερινή του μορφή το σύστημα εμπορίας εκπομπών είναι αναποτελεσματικό, καθώς δεν δίνει τα σωστά σήματα ώστε να ενισχυθούν οι επενδύσεις σε τεχνολογίες χαμηλού άνθρακα, τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και την εξοικονόμηση ενέργειας, ενώ υπονομεύει και τους φιλόδοξους στόχους της ΕΕ για μείωση των εκπομπών CO2 κατά 43% ως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, στο πλαίσιο των προσπαθειών για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Επιπλέον, σε πολιτικό επίπεδο υπάρχουν έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, η στάση των οποίων στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων εξαρτάται από το εθνικό ενεργειακό μίγμα και τις προτεραιότητες που έχουν σε ό,τι αφορά τη βιομηχανική και γενικότερα την αναπτυξιακή τους πολιτική. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ένας ορθολογικός σχεδιασμός με σαφείς δεσμεύσεις και επιλογές, καθώς, όπως διδάσκει η εμπειρία, ο συμβιβασμός ως αυτοσκοπός μπορεί να έχει ακόμα και τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών, αν και ξεκίνησαν να διαπραγματεύονται κοντά στα 30 ευρώ/τόνος CO2, τώρα πλέον έχουν καταρρεύσει στα 6 ευρώ/τόνος περίπου, γεγονός που οφείλεται κυρίως στη μεγάλη προσφορά δωρεάν δικαιωμάτων κατά την πρώτη φάση του EU ETS, καθώς και στην οικονομική στασιμότητα των τελευταίων ετών.
Την τελευταία τριετία έχουν γίνει ορισμένες αλλαγές στο σύστημα εμπορίας εκπομπών, που θα τεθούν σε εφαρμογή προς το τέλος αυτής της δεκαετίας, με στόχο να περιορισθεί η υπερπροσφορά δικαιωμάτων που έχει οδηγήσει τις τιμές στα τρέχοντα πολύ χαμηλά επίπεδα, τα οποία δεν δίνουν σοβαρό οικονομικό κίνητρο για την προώθηση της απανθρακοποίησης.
Αυτή την περίοδο έχει ξεκινήσει η συζήτηση στους κόλπους της ΕΕ για τη μεταρρύθμιση του συστήματος κατά την περίοδο 2021 - 2030 (τέταρτη φάση) και οι προσδοκίες είναι περιορισμένες, αν και είναι ακόμα πολύ νωρίς για να βγάλει κανείς ασφαλή συμπεράσματα, καθώς οι σχετικές διαδικασίες δεν προβλέπεται να ολοκληρωθούν νωρίτερα από το 2018.
Οι
προτάσεις που παρουσίασε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ο ευρωβουλευτής Ίαν Ντάνκαν, αρμόδιος εισηγητής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη μεταρρύθμιση του EU ETS κατά την περίοδο 2021 - 2030 είναι, με μικρές τροποποιήσεις, σε αρμονία με το
πακέτο αλλαγών που έχει παρουσιάσει η Κομισιόν. Σημειώνεται ότι τόσο οι «υπέρμαχοι« όσο και οι «πολέμιοι» του EU ETS απορρίπτουν, από διαφορετική σκοπιά προφανώς, τις θέσεις της Κομισιόν.
Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, προτείνει να παραμείνει ο στόχος που προτείνει η Κομισιόν για τη μείωση των δικαιωμάτων κατά 2,2% ετησίως (από 1,74% στην παρούσα, τρίτη φάση του συστήματος, 2013-2020), με την διαφορά ότι προβλέπεται η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων εφαρμογής των μέτρων το 2023, ώστε αν χρειαστεί να αυξηθεί ο ρυθμός μείωσης.
Επίσης, παρέχεται η δυνατότητα στις εθνικές κυβερνήσεις να αποσύρουν δικαιώματα τα οποία συνδέονται με το κλείσιμο μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να αποφευχθεί η υπερπροσφορά, καθώς και η λήψη έκτακτων μέτρων από την Κομισιόν για τη μείωση των δικαιωμάτων που κυκλοφορούν στην αγορά, εφόσον οι κοινοτικές πολιτικές στους τομείς της κλιματικής αλλαγής, της ενεργειακής απόδοσης και των ΑΠΕ υπονομεύουν το EU ETS.
Ακόμα, ενώ η Κομισιόν επιθυμεί το 57% των συνολικών δικαιωμάτων για την τέταρτη φάση να δημοπρατηθεί και το υπόλοιπο 43% να παραχωρηθεί ελεύθερα από τα κράτη - μέλη (όπως ισχύει και στην παρούσα φάση), ο Ίαν Ντάνκαν υποστηρίζει ότι πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα το 2% των δικαιωμάτων που θα πωληθεί μέσω δημοπρασιών να διατεθεί δωρεάν, εάν διαπιστωθεί ο λεγόμενος κίνδυνος διαρροής άνθρακα (carbon leakage), δηλαδή να επηρεαστούν αρνητικά συγκεκριμένοι κλάδοι από την κλιματική πολιτική και να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε άλλες χώρες με πιο «χαλαρούς» στόχους. οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο τελικά σε αύξηση των εκπομπών CO2.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, με τις προτάσεις της Κομισιόν οι τιμές των δικαιωμάτων θα διαμορφωθούν περί τα 12 ευρώ/τόνος την περίοδο μετά το 2020, ενώ αν υιοθετηθούν τα μέτρα της έκθεσης Ντάνκαν θα ανέλθουν λίγο υψηλότερα, στα 14 ευρώ. Η ίδια η Κομισιόν εκτιμά ότι εφόσον υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις που έχει παρουσιάσει, τα δικαιώματα θα ανέλθουν στα 25 ευρώ/τόνος/περίπου.
Η έκθεση Ντάνκαν θα συζητηθεί στην Επιτροπή Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 21 Ιουνίου και οι ευρωβουλευτές θα μπορούν να καταθέσουν τροποποιήσεις ως τις 28 του μηνός, οι οποίες θα συζητηθούν στις 8 Σεπτεμβρίου. Η ψηφοφορία των μελών της Επιτροπής επί των οριστικών προτάσεων θα γίνει στις 8 Δεκεμβρίου.
Για να εγκριθεί το τελικό νομοθετικό πακέτο, θα χρειαστεί η κατά πλειοψηφία έγκριση των 751 μελών του Ευρωκοινοβουλίου και των κυβερνήσεων των κρατών - μελών της ΕΕ, διαδικασίες που εκτιμάται ότι μπορεί να διαρκέσουν ως και ένα έτος περίπου.