Η Κρατική Γραφειοκρατία Είναι η «Αχίλλειος Πτέρνα» στην Πάταξη του Λαθρεμπορίου Καυσίμων

Η Κρατική Γραφειοκρατία Είναι η «Αχίλλειος Πτέρνα» στην Πάταξη του Λαθρεμπορίου Καυσίμων
του Γιώργου Κωστούλα
Τρι, 11 Οκτωβρίου 2016 - 07:53
Η χώρα μας δεν πάσχει από την έλλειψη θεσμικού πλαισίου για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου στην αγορά καυσίμων, αλλά από την έλλειψη εφαρμογής του: Αυτό το ήταν το κεντρικό μήνυμα της συνέντευξης Τύπου του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών για ένα φαινόμενο που στοιχίζει ετησίως σε χαμένα έσοδα περί τα 250 - 300 εκατ. ευρώ. Αυξάνεται ο αριθμός των «πειραγμένων» αντλιών στα πρατήρια
Η χώρα μας δεν πάσχει από την έλλειψη θεσμικού πλαισίου για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου στην αγορά καυσίμων, αλλά από την έλλειψη εφαρμογής του.

Αυτό το ήταν το κεντρικό μήνυμα της συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε χθες ο Σύνδεσμος Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών για ένα φαινόμενο που στοιχίζει ετησίως σε χαμένα έσοδα περί τα 250 - 300 εκατ. ευρώ.

Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε όλο το φάσμα της εφοδιαστικής αλυσίδας έχουν κάνει σημαντικές επενδύσεις τα τελευταία χρόνια, εν μέσω κρίσης και μειωμένης ζήτησης, ωστόσο από την πλευρά του κράτους εκκρεμούν ακόμα πολλές αποφάσεις για την αποτελεσματική λειτουργία του πλαισίου μέτρων για την πάταξη του λαθρεμπορίου και του παρεμπορίου.

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι είτε, καλοπροαίρετα μιλώντας, «το κράτος θέλει αλλά δεν μπορεί» να αντιμετωπίσει την παρανομία είτε ότι, με μία μεγάλη δόση καχυποψίας, ότι «ούτε μπορεί ούτε θέλει» να λάβει δραστικά μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση.

Απ' αυτή την άποψη είναι πράγματι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, σύμφωνα με την έρευνα του ΕΜΠ που παρουσιάστηκε στην εκδήλωση του ΣΕΕΠΕ, το 85% των αντλιών που ελέγχθηκαν σε 150 πρατήρια δεν εμφανίζουν αποκλίσεις ως προς τις ποσότητες που έχει αγοράσει ο οδηγός. 

Από την άλλη πλευρά, όμως, μια  στις έξι αντλίες παραδίδουν λιγότερο καύσιμο από αυτό που πληρώνουν οι καταναλωτές, με τις αποκλίσεις να φθάνουν έως και το 9,5%.

Μάλιστα, η κατάσταση εμφανίζεται επιδεινωμένη σε σχέση με όσα είχαν καταγραφεί σε αντίστοιχη έρευνα που είχε γίνει πριν από τέσσερα χρόνια, όταν το ποσοστό των προβληματικών αντλιών ήταν 4% έναντι 14,5% που είναι σήμερα.

Η έρευνα έγινε το προηγούμενο τρίμηνο σε 150 πρατήρια στην Αττική με τη χρήση «μυστικού» αυτοκινήτου, ειδικά διασκευασμένου ώστε να είναι δυνατή εκ των υστέρων η μέτρηση πραγματική ποσότητα που παρελήφθη στο ρεζερβουάρ.

Με βάση τη νομοθεσία είναι ανεκτές αποκλίσεις μέχρι 0,5%.

Οι παραβάσεις, σύμφωνα με τα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν, εντοπίζονται κυρίως αλλά όχι μόνο στα πρατήρια με τις χαμηλότερες τιμές, ενώ σημειώνεται ότι τα δυο μεγαλύτερα ποσοστά αποκλίσεων (8,5% και 9,5% αντίστοιχα) εντοπίστηκαν σε πρατήρια της ίδιας εταιρίας. Κατά μέσο όρο, οι αποκλίσεις ήταν της τάξεως του 2% με 3%.

Όλες οι αποκλίσεις καταγράφονται από το συστήματα ελέγχου εισροών - εκροών όγκου καυσίμων τα οποία έχουν εγκατασταθεί στο 99% των πρατηρίων αλλά δεν αξιοποιούνται από το υπουργείο Οικονομικών, καθώς εκκρεμεί η έκδοση μιας σειράς υπουργικών αποφάσεων.

Ο πρόεδρος του ΣΕΕΠΕ, Γιάννης Αλυγιζάκης, είπε ότι έχουν πραγματοποιηθεί επενδύσεις ύψους 90 εκατ. ευρώ για την εγκατάσταση αυτών των συστημάτων, ωστόσο ακόμα δεν έχουν καν πιστοποιηθεί τα λογισμικά τους ώστε να αξιοποιηθούν.

Επιπλέον το σύστημα δεν λειτουργεί στις φορολογικές αποθήκες των εταιριών, αν και η εγκατάστασή του έχει εγκατασταθεί από τον περασμένο Μάιο, ενώ εκκρεμούν οι αποφάσεις για τους σταθμούς αεροπορικών καυσίμων.

Εκκρεμεί επίσης η έκδοση Κοινής Υπουργικής Απόφασης για μαρίνες, εργοτάξια, χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων ΚΤΕΛ και ελεύθερες αποθήκες καυσίμων, όπως επίσης για τις προδιαγραφές και τη διαδικασία εγκατάστασης των συστημάτων GPS στα βυτιοφόρα.

Ο ΣΕΕΠΕ ζήτησε να επανεξεταστεί η φορολογία στα καύσιμα, τονίζοντας ότι οποιαδήποτε νέα αύξηση φόρων, όπως αυτές που έχουν εξαγγελθεί, δεν θα φέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα, λόγω της μείωσης της κατανάλωσης και της επιδείνωσης της παραβατικότητας στην αγορά καυσίμων.

Επίσης, τόνισε ότι χρειάζεται η εντατικοποίηση των ελέγχων και η συμπλήρωση του θεσμικού πλαισίου για τα συστήματα εισροών - εκροών, ώστε να παταχθεί ή τουλάχιστον να περιοριστεί σημαντικά το φαινόμενο της λαθρεμπορίας.