«Πρωταγωνιστές στις νέες
επενδύσεις σε υποδομές θα είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις. Το μόνο που ζητούν
είναι ισότιμη αντιμετώπιση», τόνισε στην παρέμβασή του στο «1ο Συνέδριο
Υποδομών & Μεταφορών – Προοπτικές Ανάπτυξης», ο διευθύνων σύμβουλος της ΓΕΚ
ΤΕΡΝΑ κ. Γιώργος Περιστέρης.
Επικαλούμενος το παράδειγμα της ΓΕΚ
ΤΕΡΝΑ και τη μεγάλη επένδυση στο αεροδρόμιο στο Καστέλι, ο κ. Περιστέρης
επισημαίνει ότι «πρωταγωνιστές στις νέες μεγάλες επενδύσεις υποδομών είναι οι
μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις. Όσες είναι σήμερα ζωντανές έχουν άλλωστε
επιδείξει απίστευτη αντοχή. Άντεξαν στην μακρότερη και πιο βίαιη ύφεση σε
οικονομία της Δύσης μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Άντεξαν capital controls, ραγδαία αύξηση της φορολογίας,
πανάκριβα επιτόκια. Έχουν βαθιά γνώση των συγκεκριμένων επενδύσεων σε υποδομές και
γνωρίζουν πώς να πλοηγήσουν τις επενδύσεις τους στους μαιάνδρους της δύσκολης
και βαλτωμένης ελληνικής γραφειοκρατίας».
Όπως επισημαίνει, οι ελληνικές επιχειρήσεις ζητούν
κάτι πολύ απλό: « Ισότιμη μεταχείριση. Ισότιμη μεταχείριση τουλάχιστον σε ό,τι
αφορά την φορολογία και την πληρωμή των υποχρεώσεων του κράτους, όπως π.χ.
επιστροφές ΦΠΑ».
Αναφερόμενος, στη συνέχεια, στις αναπτυξιακές
προοπτικές που θα φέρουν στη χώρα οι ενεργειακές επενδύσεις, ο διευθύνων
σύμβουλος της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι αν προχωρήσει η πλήρης
διασύνδεση των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης με το Ελληνικό και Ευρωπαϊκό
δίκτυο, θα δημιουργηθεί η δυνατότητα για μια μόνιμη μείωση στην τιμή του
ρεύματος, που είναι καθοριστική για την συνολική ανταγωνιστικότητα της
οικονομίας.
Τέλος, επικαλέστηκε την έννοια του «επενδυτικού
πατριωτισμού», η οποία, όπως διευκρίνισε, έχει δύο όψεις: «Η μια είναι να
δείχνουν οι ελληνικές επιχειρήσεις εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία, ακόμα
και στις πιο δύσκολες στιγμές της. Η άλλη, εξ ίσου σημαντική, είναι να δείχνει
και το ελληνικό κράτος εμπιστοσύνη στις ελληνικές επιχειρήσεις».
Αναλυτικά τα βασικά σημεία της παρέμβασης
του κ. Περιστέρη στο 1ο Συνέδριο Υποδομών & Μεταφορών – Προοπτικές
Ανάπτυξης»:
1.
Ερώτηση
: Έχετε πει εδώ και πολύ καιρό ότι η μόνη λύση για τη χώρα είναι ένα
επενδυτικό σοκ. Τώρα μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης όλοι μιλούν πλέον για
επενδύσεις. Οι υποδομές κατά τη γνώμη σας τι ρόλο μπορούν να παίξουν σ’ αυτό το
επενδυτικό σοκ;
Απάντηση
Οι επενδύσεις στις υποδομές είναι ο μόνος τρόπος για να μπει άμεσα
φρέσκο χρήμα στην ελληνική οικονομία
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της
PWC
(Μάρτιος
2017), τα 69 έργα υποδομών, που βρίσκονται σε εξέλιξη ή σχεδιασμό αφορούν
επενδυτική δαπάνη €21 δισ. Ευρώ. Οι επενδύσεις αυτές προβλέπεται να προχωρήσουν
κυρίως με ιδιωτική χρηματοδότηση μια που το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων,
είναι σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα για μια χώρα σε ύφεση και δυστυχώς δεν
προβλέπεται να αυξηθεί.
Οι υποδομές αυτές είναι
καθοριστικές για την οικονομική
ανάκαμψη:
1.
Γιατί οι επενδύσεις σε υποδομές έχουν
πολύ μεγάλο πολλαπλασιαστή. Η
PWC
μιλά
για
1,8 που πάει να πει ότι
θα μας προσφέρουν 20 μονάδες στο ΑΕΠ στην επόμενη πενταετία, ενώ για κάθε ευρώ
που επενδύεται στις υποδομές, σχεδόν το μισό επιστρέφει άμεσα – από την πρώτη
μέρα – στα κρατικά ταμεία.
2.
Γιατί
προσελκύουν
ακόμα και σήμερα -παρά τις τεράστιες δυσκολίες της ελληνικής οικονομίας-
σοβαρό επιχειρηματικό ενδιαφέρον, αλλά και
ενδιαφέρον μεγάλων επενδυτικών τραπεζών. Αυτό συμβαίνει γιατί η απόδοσή
τους εκτείνεται σε διάστημα δεκαετιών και δεν επηρεάζονται τόσο από την
τρέχουσα συγκυρία. Συνεπώς, με δεδομένη την κατάσταση της ελληνικής αγοράς, την
κατάσταση των ελληνικών τραπεζών και την δυσκολία ανάκαμψης του καταναλωτικού
τομέα της οικονομίας,
οι επενδύσεις στις
υποδομές είναι ρεαλιστικά μιλώντας ο μόνος τρόπος για να μπει άμεσα φρέσκο
χρήμα στην ελληνική οικονομία.
Πρωταγωνιστές στις νέες επενδύσεις σε υποδομές θα είναι οι ελληνικές
επιχειρήσεις. Το μόνο που ζητούν είναι ισότιμη αντιμετώπιση
Όπως έμπρακτα αποδείξαμε στην
περίπτωση της μεγάλης επένδυσης στο Καστέλι,
πρωταγωνιστές στις νέες μεγάλες επενδύσεις υποδομών είναι οι μεγάλες
ελληνικές επιχειρήσεις. Όσες είναι σήμερα ζωντανές έχουν άλλωστε
επιδείξει απίστευτη αντοχή. Άντεξαν στην μακρότερη και πιο βίαιη ύφεση σε
οικονομία της Δύσης μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Άντεξαν capital controls, ραγδαία αύξηση της φορολογίας,
πανάκριβα επιτόκια. Έχουν βαθιά γνώση των συγκεκριμένων επενδύσεων σε υποδομές και
γνωρίζουν πώς να πλοηγήσουν τις επενδύσεις τους στους μαιάνδρους της δύσκολης
και βαλτωμένης ελληνικής γραφειοκρατίας.
Τι ζητούν; Κάτι πολύ απλό.
Ισότιμη μεταχείριση. Ισότιμη
μεταχείριση τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την φορολογία και την πληρωμή των
υποχρεώσεων του κράτους, όπως π.χ. επιστροφές ΦΠΑ. Το ελληνικό κράτος ίσως δεν
μπορεί να κάνει πολλά για το ύψος των επιτοκίων και την ευκολία πρόσβασης των
εταιρειών σε κεφάλαια, αλλά ας κάνει τουλάχιστον αυτά που μπορεί.
2.
Ερώτηση:
Από την οπτική γωνία του δικού σας ομίλου, που ήδη από την δεκαετία του
1990 με τις επενδύσεις στο χώρο της ενέργειας ξεκινήσατε τη διαφοροποίησή σας από
το αμιγώς κατασκευαστικό αντικείμενο, ποιοι είναι οι τομείς προτεραιότητας από
πλευράς ενεργειακών υποδομών που μπορούν να πρωταγωνιστήσουν στην οικονομική
ανάκαμψη;
Απάντηση
Οι
ενεργειακές υποδομές είναι καθοριστικές για την ανταγωνιστικότητα και την
γεωστρατηγική μας θέση
Από τα 21 δις ευρώ δυνητικές επενδύσεις
σε υποδομές μέχρι το 2022, το 42% αφορά την ενέργεια. Πρόκειται για επενδύσεις
καθοριστικές και για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και για την
γεωστρατηγική μας θέση.
·
Αν προχωρήσει η πλήρης διασύνδεση των νησιών του
Αιγαίου και της Κρήτης με το Ελληνικό και Ευρωπαϊκό δίκτυο, θα δημιουργηθεί η
δυνατότητα για
μια μόνιμη μείωση στην
τιμή του ρεύματος, που είναι καθοριστική για την συνολική ανταγωνιστικότητα
της οικονομίας. Κάθε χρόνο, οι καταναλωτές ρεύματος πληρώνουν περίπου 700 εκατ.
ευρώ ΥΚΩ, δηλαδή το κόστος του μαζούτ για την ρευματοδότηση των νησιών, τα
οποία γίνονται καπνός και ρύποι. Με ένα κόστος που αντιστοιχεί σε αυτό μιας
τετραετίας ΥΚΩ, θα μπορούσαν να έχουν διασυνδεθεί τα νησιά με τις μεγαλύτερες
καταναλώσεις. Ταυτόχρονα θα δημιουργούνταν
οι δυνατότητες για την στρατηγική εκμετάλλευση του πολύ μεγάλου δυναμικού ηλεκτροπαραγωγής
από ΑΠΕ στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου (χερσαίο & υπεράκτιο), που ξεπερνά
τα 10.000 MW και το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει το πεδίο για τ
ην επόμενη γενιά μεγάλων επενδύσεων στη
χώρα.
·
Σ’ αυτά μπορούν να προστεθούν και οι επενδύσεις
σε αντλησιοταμιεύσεις,– εμείς προωθούμε ήδη δύο τέτοιες μεγάλες επενδύσεις στην
Αιτωλοακαρνανία και την Κρήτη. Πρόκειται για ευρωπαϊκή προτεραιότητα, καθώς η
αποθήκευση ενέργειας επιτρέπει την πλήρη αξιοποίηση της ενεργειακής επανάστασης
που συντελείται παγκοσμίως από την ραγδαία άνοδο των ΑΠΕ. Θα ήταν παρανοϊκό να
μην επενδύσουμε σε αυτά τα έργα και να προχωρήσουμε σε εισαγωγές μπαταριών από
διάφορες χώρες του εξωτερικού.
Όπως και
η διέλευση των αγωγών, έτσι και η αποθήκευση ενέργειας, δεν έχει μόνο
οικονομική αλλά και γεωστρατηγική σημασία.
3.
Ερώτηση:
Γιατί επιλέξατε σε μια περίοδο αποεπένδυσης
και την ώρα που πολλοί έφευγαν από την Ελλάδα, να συνεχίσετε να επενδύετε στην
Ελλάδα και ποια είναι τώρα τα σχέδιά σας καθώς η οικονομία πλέον αρχίζει να
σταθεροποιείται;
Θέλουμε
να είμαστε πρωταγωνιστές στην επενδυτική ανάκαμψη της Ελλάδας
Πριν αναφερθώ στις δικές μας πρωτοβουλίες,
θα ήθελα να αναφέρω δύο παραδείγματα για το πώς αντιδρούν αλλοδαπές εταιρείες
σε περιόδους κρίσης, σε αντίθεση με αρκετές ελληνικές. Την διετία 2009 – 2010
που τα έργα στους αυτοκινητοδρόμους βρέθηκαν λόγω της κρίσης στον «αέρα», οι
ξένες εταιρείες που συμμετείχαν στα έργα ζητούσαν επίμονα να βγουν τα λεφτά των
συμβάσεων στο εξωτερικό και να σταματήσουν τα έργα με την καταγγελία των
συμβάσεων. Εμείς δεν το δεχθήκαμε ποτέ, δεν βγάλαμε ούτε ένα ευρώ εκτός Ελλάδας
κι ολοκληρώσαμε μόνοι μας τα έργα. Δεύτερο παράδειγμα, οι ξένες εταιρείες που
δραστηριοποιούνταν στην αγορά της ενέργειας στη χώρα μας, σταμάτησαν με το
ξέσπασμα της κρίσης κάθε επενδυτική δραστηριότητα στην Ελλάδα.
Με ορθολογικά κριτήρια, και στα δύο
παραδείγματα οι ξένες εταιρείες φαίνεται να λειτούργησαν για την διασφάλιση των
συμφερόντων τους. Ωστόσο, εμείς κι άλλες ελληνικές εταιρείες δεν πράξαμε
ανάλογα, αλλά υπερασπιστήκαμε την εγχώρια οικονομία και τους χιλιάδες
εργαζόμενούς μας, τους οποίους θέλαμε να συνεχίσουμε να τους κοιτάμε κάθε μέρα
στα μάτια.
Ακόμα και με όρους οικονομικούς, όμως,
διεθνείς μελέτες, όπως π.χ. της
World
Bank
έχουν δείξει ότι σε περιόδους κρίσης, οι πρώτοι που εμπιστεύονται
τη χώρα είναι οι ντόπιοι επενδυτές και μετά ακολουθούν οι ξένοι.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ελληνικές εταιρείες
οφείλουν να επιδείξουν έναν
νέο επενδυτικό
πατριωτισμό, όπως έχω ξαναπεί, με κυρίαρχο στόχο την καταπολέμηση της
μάστιγας της ανεργίας.
Εμείς, στα χρόνια της κρίσης ήμασταν πράγματι από
τους ελάχιστους στην Ελλάδα που
αποδείξαμε
έμπρακτα την εμπιστοσύνη μας στη χώρα, επενδύοντας πάνω από 1,5 δις ευρώ. Ο
επενδυτικός πατριωτισμός που δείξαμε είχε και στέρεη οικονομική λογική.
Με τον τρόπο αυτό θεωρούμε ότι
βρισκόμαστε στην κατάλληλη θέση για να είμαστε
πρωταγωνιστές στην επενδυτική ανάκαμψη που
πιστεύουμε ότι θα έρθει στα επόμενα χρόνια. Διαθέτουμε το αναγκαίο
μέγεθος, εξαιρετική αποτελεσματικότητα στις δραστηριότητές μας και μια μεγάλη
βεντάλια δραστηριοτήτων και συμμαχιών, που μας επιτρέπουν να επενδύσουμε
ταυτόχρονα σε πολλούς διαφορετικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Είμαστε ο
μεγαλύτερος ελληνικός όμιλος στις
ανανεώσιμες πηγές, όπου μέχρι τα τέλη του 2017 θα φτάσουμε τα 1000 MW
εγκατεστημένης ισχύος, έχουμε αναλάβει ή πρόκειται να αναλάβουμε πολύ μεγάλα
έργα και παραχωρήσεις στην ενέργεια (Πτολεμαΐδα), στους αυτοκινητοδρόμους, στα
αεροδρόμια (Καστέλι), στα έργα διαχείρισης απορριμμάτων, ενώ διαθέτουμε
αυξημένη εξωστρέφεια με παρουσία σε 15 χώρες στο εξωτερικό. Το σημαντικότερο είναι
ότι έχουμε οικοδομήσει σημαντικές συμμαχίες τόσο στη μετοχική μας σύνθεση (York Capital Ma
nagement), όσο κι από πλευράς
στρατηγικών εταίρων (
ENGIE
και Qatar Petroleum στα θερμοηλεκτρικά, αλλά και η ινδική
GMR, στο αεροδρόμιο του Καστελίου).
Είμαστε λοιπόν αισιόδοξοι για το μέλλον, με
την αναγκαία προϋπόθεση που είπα στην αρχή. Να έχουν οι ελληνικές επιχειρήσεις
ισότιμη μεταχείριση με τις ξένες.
Ο
επενδυτικός πατριωτισμός, για τον οποίο μίλησα έχει δύο όψεις. Η μια είναι να
δείχνουν οι ελληνικές επιχειρήσεις εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία, ακόμα
και στις πιο δύσκολες στιγμές της. Η άλλη, εξ ίσου σημαντική, είναι να δείχνει
και το ελληνικό κράτος εμπιστοσύνη στις ελληνικές επιχειρήσεις.