Το τελευταίο διάστημα προκύπτουν ελπιδοφόρες
ενδείξεις για την αξιοποίηση υδρογονανθράκων εκ μέρους της χώρας μας. Εν
αρχή, καταλύτη των εξελίξεων αποτέλεσε η ανακάλυψη του αιγυπτιακού
κοιτάσματος Ζορ, η οποία κινητοποίησε την ενεργειακή κοινότητα, καθώς
τροποποιήθηκε το γεωλογικό μοντέλο για ένα κομμάτι της ανατολικής
Μεσογείου. Εφόσον διαπιστώθηκε πως τα ασβεστολιθικά πετρώματα δεν είχαν
χαμηλό πορώδες ώστε να απαιτούνται πολλές γεωτρήσεις σε βαθιά νερά, η
νέα φόρμουλα αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για γειτονικές περιοχές.
Ταυτόχρονα, συνέβαλε και η αλλαγή στάσης από μεριάς της ελληνικής
κυβέρνησης, η οποία το τελευταίο διάστημα αποφάσισε να πιάσει το νήμα
από το 2012, όταν ξεκίνησαν οι πρώτες παραχωρήσεις, και ενώ μεταξύ
Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2015 (αν όχι και αργότερα) είχε τοποθετήσει
στο ράφι αυτή την προοπτική. Εξίσου θετικά επέδρασε η αίσθηση σταδιακής
σταθεροποίησης της κατάστασης στο εσωτερικό. Μάλιστα, η διάθεση να μην
απολεσθεί η ευκαιρία καταδεικνύεται τόσο από τη σύμπραξη των Ελληνικών
Πετρελαίων με ξένους ομίλους που διαθέτουν κεφάλαια και τεχνογνωσία όσο
και από την επανενεργοποίηση της σύμβασης της Ελληνικής Διαχειριστικής
Εταιρείας Υδρογονανθράκων με τη νορβηγική PGS για την πύκνωση των
σεισμικών ερευνών σε επιλεγμένες περιοχές, ακόμη και σε τρισδιάστατο
επίπεδο.
Ως προς τις χαμηλές τιμές πετρελαίου, αυτές ασφαλώς επηρεάζουν τους
σχεδιασμούς των εταιρειών. Αρκετά υποσχόμενα πεδία άλλαξαν χέρια λόγω
του ότι μεσαίου μεγέθους επιχειρηματικά σχήματα δεν μπορούσαν να τα
συντηρήσουν. Οι δαπάνες εξορθολογίστηκαν και τα ρίσκα περιορίστηκαν,
κυρίως με την περιστολή νέων επενδύσεων. Ωστόσο, στην περίπτωση της
Ελλάδας, η προοπτική εκμετάλλευσης είναι σε βάθος δεκαετίας (έως και 15
χρόνια για το φυσικό αέριο), οπότε, δεδομένων των διαφαινόμενων
«δυνατοτήτων» του ελληνικού υπεδάφους, δεν αναμένεται να επηρεαστούν
αρνητικά οι αποφάσεις. Αλλωστε, Exxon-Mobil και Total έχουν συγκριτικά
με άλλες επιχειρήσεις του κλάδου μεγαλύτερη ευχέρεια να επενδύσουν
κεφάλαια στην εξερεύνηση, λαμβάνοντας το ανάλογο ρίσκο.
Οι δύο ρόλοι
Το ενδιαφέρον των δύο (μαζί με τα ΕΛΠΕ) εστιάζεται στην περιοχή που
εκτείνεται από τη νότια Πελοπόννησο μέχρι τη Γαύδο, με την κατάσταση να
ξεκαθαρίζει μέχρι το φθινόπωρο του 2017. Εν συνεχεία, θα υπάρξουν τρεις
φάσεις, με την καθεμία να διαρκεί 2 με 3 έτη. Η πρώτη είναι διερευνητική
και επεξεργασίας των στοιχείων που θα συλλεγούν. Στη δεύτερη
εντείνονται οι έρευνες και εκκινούν οι γεωτρήσεις. Στην τελευταία,
εφόσον όλα κυλήσουν ομαλά, εισερχόμαστε στο στάδιο της αξιοποίησης. Οι
δεσμεύσεις εκ μέρους των συμμετεχόντων γίνονται σταδιακά, ανάλογα το
επίπεδο ωριμότητας της κάθε φάσης. Στόχος της ελληνικής πολιτείας θα
πρέπει να είναι η άρση των διαχειριστικών και άλλων εμποδίων ώστε να
απομείνει μόνο το τεχνικό ρίσκο που σχετίζεται με γεωλογικούς και μόνο
λόγους. Σημειώνεται πως τα ενθαρρυντικά σημάδια που διαπιστώνονται
σήμερα επ’ ουδενί δεν συνεπάγονται βέβαιη επιτυχία ούτε εξασφαλίζουν την
άντληση μεγάλων ποσοτήτων. Εντούτοις, σήμερα βάσιμα υπάρχει
συγκρατημένη αισιοδοξία.
Η Ελλάδα έτσι ανακάμπτει στον ενεργειακό χάρτη με ένα δυνητικά
επιπρόσθετο αβαντάζ, αυτό του παραγωγού. Προσώρας, περιοριζόμαστε σε
διαμετακομιστικό ρόλο σχετικά μικρών ποσοτήτων φυσικού αερίου από την
Κασπία (ειδικότερα το Αζερμπαϊτζάν), αργότερα ίσως και από την ανατολική
Μεσόγειο, με το συγκριτικό μας πλεονέκτημα να εντοπίζεται στις
εγκαταστάσεις υγροποίησης της Ρεβυθούσας (οι μοναδικές στη ΝΑ Ευρώπη).
Πλέον, με την αναβάθμιση αυτών, τη δημιουργία πλωτής πλατφόρμας
υγροποίησης στην Αλεξανδρούπολη, η οποία προσδίδει βάθος στον
ελληνοβουλγαρικό αγωγό, IGB, που με τη σειρά του δημιουργεί μία κάθετη
διασύνδεση/άξονα με την ανατολική Ευρώπη, η θέση μας στο ενεργειακό
γίγνεσθαι αναβαθμίζεται. Ομως, σε μεγάλο βαθμό η τύχη των παραπάνω
εξαρτάται από άλλους δρώντες (κρατικούς και επιχειρηματικούς).
Ενδέχεται, δηλαδή, στο τέλος της διαδρομής, να μην είμαστε κάτι παραπάνω
από ένας κρίκος στην αλυσίδα διάθεσης της ευρωπαϊκής αγοράς.
Τυχόν, όμως, μετεξέλιξή μας σε παραγωγό και δη με δυνατότητες
τροφοδότησης της Ευρώπης τροποποιεί θεαματικά τα δεδομένα. Η Αθήνα, σε
αυτή την περίπτωση, όχι μόνο θα μπορεί να υποστηρίξει με δικές της
ποσότητες έργα όπως ο East Med (υποθαλάσσιος αγωγός προερχόμενος από
Ισραήλ και Κύπρο), αλλά ανάλογα τις παραγωγικές της δυνατότητες, να
συνεισφέρει στη διαφοροποίηση προμηθευτών (στρατηγική προτεραιότητα της
Ε.Ε.), διασφαλίζοντας στις Βρυξέλλες τις πολυπόθητες «εγχώριες» πηγές
προκειμένου να μειωθεί η τεράστια εξάρτηση από τις εισαγωγές
υδρογονανθράκων. Τότε, το διπλωματικό μας εκτόπισμα θα αποκτήσει άλλη
ισχύ, θωρακίζοντάς μας σε κάποιο βαθμό και έναντι εθνικών κινδύνων.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Το βιβλίο του «Ευρώπη, Πρόσφυγες, Ανασφάλεια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")