Τα νούμερα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας για τις επιπτώσεις που θα έχει για τη ΔΕΗ η κατολίσθηση στο ορυχείο, στο Αμύνταιο, είναι τουλάχιστον υπερβολικά και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως τόνισε ο επικεφαλής της Επιχείρησης Μανώλης Παναγιωτάκης στην έκτακτη Γενική Συνέλευση της ΔΕΗ για τη ΛΑΡΚΟ την περασμένη Δευτέρα. Ποια είναι τα αίτια για το συμβάν και τα επόμενα βήματα που θα ακολουθήσει η ΔΕΗ.
Κατά την τοποθέτηση του, ο κ. Παναγιωτάκης υπογράμμισε:
«Καταρχάς, πρέπει να γνωρίζετε ότι η πλήρης αποτίμηση της οικονομικής ζημιάς δεν μπορεί να γίνει. Θα περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα, διότι θα πρέπει να δούμε πόσος εξοπλισμός, από αυτόν που έχει καταπλακωθεί, θα διασωθεί. Αυτό θα διαπιστωθεί στους επόμενους δύο μήνες. Πάντως, ένα σημαντικό μέρος θα διασωθεί, όπως και ένα σημαντικό μέρος δε θα διασωθεί. Επίσης, μετά από αρκετό διάστημα και αφού απομακρυνθούν τα χώματα θα φανεί πόσο μέρος του εναπομείναντος κοιτάσματος θα είναι απολήψιμο. Υπενθυμίζω ότι ήταν περίπου 30 εκατ. τόνοι το κοίτασμα, που είχε απομείνει στο ορυχείο Αμυνταίου. Ένα μεγάλο μέρος κατέρρευσε μαζί με τα άγονα και επομένως έχει ανακατευθεί. Δε γνωρίζουμε πόσο από αυτό το μέρος που έχει αποκολληθεί και καταρρεύσει θα είναι απολήψιμο. Αυτό θα φανεί το επόμενο διάστημα, όπως επίσης και το υπόλοιπο που έχει μείνει στα μέτωπα. Εξαρτάται από το βάθος της αποκόλλησης. Αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε αυτή τη στιγμή.
Εκείνο που πρέπει να ξέρετε είναι ότι υπάρχει ένα κοίτασμα περίπου 4,5 εκατ. τόνοι, το οποίο θα μπορούμε να το παίρνουμε μετά από λίγους μήνες και κυρίως τη χειμερινή περίοδο, εφόσον είναι η κρίσιμη περίοδος που λειτουργούν οι μονάδες του ΑΗΣ Αμυνταίου αλλά και για λόγους ενεργειακού προγραμματισμού, διότι όπως γνωρίζετε έχουν τεθεί σε καθεστώς περιορισμένης λειτουργίας, 17.000 ώρες. Οπότε τις μονάδες αυτές δεν τις λειτουργούμε το καλοκαίρι ή τις περιόδους που δεν υπάρχει ανάγκη και το συνδυάζουμε βέβαια και με την τηλεθέρμανση της πόλης του Αμυνταίου. Δε θα υπάρξει, λοιπόν τέτοιο πρόβλημα. Αυτό μπορούμε να το διαβεβαιώσουμε, έστω και αν οι Υπηρεσίες μας είπαν στους κατοίκους του Αμυνταίου και στο Δήμαρχο ότι «αυτό θα μπορούμε να σας το πούμε 100% μετά από δέκα ημέρες περίπου. Εν πάση περιπτώσει, όμως, νομίζω ότι μπορούμε να το πούμε.»
Αναφορά με την οικονομική ζημία για τη ΔΕΗ, ο κ. Παναγιωτάκης επισήμανε:
«Θα έλεγα, επίσης ότι τα νούμερα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας είναι τουλάχιστον υπερβολικά. Δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η ζημιά δεν είναι μικρή. Είναι μεγάλη. Είναι σημαντική ζημιά. Θα κάνω μια πρώτη ανακοίνωση με βάση τις μέχρι σήμερα εκτιμήσεις, αλλά οι πλήρεις εκτιμήσεις θα προκύψουν μετά από εξέταση του φαινομένου από επιστημονική επιτροπή, μετά από 15 περίπου ημέρες. Ήδη σήμερα συστήνεται αυτή η επιτροπή, από καθηγητές και εξωυπηρεσιακούς παράγοντες. Παράλληλα, κάνει την εκτίμησή της η Επιθεώρηση Μεταλλείων και όπως ανακοίνωσε και ο Υπουργός θα γίνει και εκτίμηση του θέματος από επιτροπή της Πολιτείας.
Φαίνεται, ότι εκτός από ένα γνωστό ρήγμα, που διαπερνούσε ένα μέρος του ορυχείου και κατέληγε στο παρακείμενο χωριό, ενεργοποιήθηκε και ένα άλλο ρήγμα, το οποίο δεν είχε δώσει καθόλου τέτοια σήματα. Το πρώτο ρήγμα το παρακολουθούσαμε και μάλιστα είχε αρχίσει πλέον να δείχνει ότι θα υπάρξει κατολίσθηση, η οποία αν περιοριζόταν σε αυτό, θα ήταν πολύ περιορισμένη. Οι εργασίες του ορυχείου είχαν σταματήσει, προφανώς για λόγους ασφάλειας του προσωπικού. Ο εξοπλισμός είχε απομακρυνθεί, ο οποίος ήταν δυνατόν να απομακρυνθεί. Αντιλαμβάνεσθε ότι για να απομακρυνθεί ένας εκσκαφέας χιλιάδων τόνων πρέπει να ξεμονταριστεί και να μονταριστεί σε άλλο σημείο, διότι αυτός ο εξοπλισμός δεν είναι κινούμενος. Έγινε πραγματική σοβαρή δουλειά από τους εκεί τεχνικούς μας και το προσωπικό. Απομακρύνθηκαν σε σημεία, που είχαν θεωρηθεί ασφαλή, εκ των οποίων κάποια επαληθεύτηκαν, αλλά κάποια σημεία, που οφείλονταν στην ενεργοποίηση του δεύτερου ρήγματος, αποδείχθηκαν μη ασφαλή, με αποτέλεσμα να καταπλακωθούν με χώματα, μετατοπίζοντας τον εξοπλισμό κατά 100 και πλέον μέτρα.»
Σχετικά με το κόστος της μετεγκατάστασης των κατοίκων από τους Ανάργυρους και τις αποζημιώσεις, ανέφερε τα εξής:
«Σε ότι αφορά στο χωριό, θέλω να διευκρινιστούν δυο πράγματα. Υπήρχε, όπως και ένα άλλο χωριό, την Ακρινή, ένας νόμος από το 2011, που έλεγε ότι εντός δεκαετίας θα γίνει μετεγκατάσταση του χωριού. Το εντός δεκαετίας σημαίνει ότι δεν υπήρχε κίνδυνος αλλά υπήρχε όχληση και μάλιστα έτσι είχε τεθεί. Αυτή ήταν και η δική μας αντίληψη.
Σήμερα η Πολιτεία πήρε μια απόφαση υπό το κράτος και του συμβάντος και ανακοινώθηκε στο χωριό ότι θα γίνει αναγκαστική απαλλοτρίωση με τις πλέον ταχύρρυθμες διαδικασίες, ώστε να αποζημιωθούν οι κάτοικοι και να μετεγκατασταθούν σε άλλη τοποθεσία, την οποία ήδη έχουν βρει εδώ και δυο χρόνια. Η ΔΕΗ σε αυτές τις περιπτώσεις επωμίζεται το 50% της σχετικής δαπάνης και φυσικά θα την επωμισθεί. Επίσης, ανακοινώσαμε στους κατοίκους ότι για οποιεσδήποτε ταλαιπωρίες υποστούν αυτό το διάστημα και φυσικά αυτή την προληπτική απομάκρυνσή τους από το χωριό τις δαπάνες θα αναλάβει η Επιχείρηση. Μένουν σε ξενοδοχεία σε παρακείμενες περιοχές. Θέλω να τονίσω ότι δεν είναι όλες οι κατοικίες ακατοίκητες. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό, όπως και ο σεισμός έχει τους μετασεισμούς, έχει δευτερογενείς δραστηριότητες. Μικρά κομμάτια αποκολλώνται από του χείλος του γκρεμού, που έχει δημιουργηθεί, μέχρις ότου ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Αυτό θα διαρκέσει δυο-τρεις ημέρες. Αυτές είναι οι εκτιμήσεις των ειδικών ανθρώπων μας εκεί. Μέχρι τότε, λοιπόν μπορεί να υπάρξουν και κάποιες δονήσεις. Εν πάση περιπτώσει, μέχρι να σταθεροποιηθεί το φαινόμενο, θα υπάρχει αυτή η ταλαιπωρία των ανθρώπων και για προληπτικούς λόγους απομακρύνονται από τα σπίτια τους τουλάχιστον το βράδυ. Έχουν διάφορες δραστηριότητες του χωριού, που σε συνεργασία με τη διεύθυνση του ορυχείου θα τις αντιμετωπίζουμε. Για παράδειγμα, ένας θέλει να πάει στα πρόβατά του, αλλά υπάρχει μια γενική απαγόρευση, που αφορά την προσπέλαση προς τα εκεί. Όμως, σε συνεννόηση με τη διεύθυνση του ορυχείου θα πηγαίνει. Δεν υπάρχει κίνδυνος, αλλά είναι ένα γενικό μέτρο ασφάλειας. Τέλος, όσον αφορά τους εργαζομένους, είναι 600 εργαζόμενοι στο ορυχείο. Ήδη η κατεύθυνση που δώσαμε από το Σάββατο, που επισκέφθηκα την περιοχή, είναι ότι θα παραμείνουν οι απολύτως απαραίτητοι για τις εργασίες, που θα λάβουν χώρα αυτό το διάστημα και οι υπόλοιποι θα μεταφερθούν και θα εργασθούν στα άλλα ορυχεία. Δηλαδή δε θα υπάρχουν εργαζόμενοι, οι οποίοι θα πηγαίνουν στο ορυχείο και δε θα ξέρουν τι να κάνουν. Υπάρχουν πολλές εργασίες και στα άλλα ορυχεία και έτσι θα ενισχύσουν το εκεί δυναμικό μας.»
Ερωτηθείς αν τα μηχανήματα ήταν ασφαλισμένα, ο κ. Παναγιωτάκης σημείωσε ότι «στη ΔΕΗ έχουμε ένα καθεστώς αυτασφάλισης, διότι όπως αντιλαμβάνεσθε η ασφάλιση όλου αυτού του εξοπλισμού κοστίζει τεράστια ποσά. Τα μηχανήματα έχουν αποσβεσθεί, εφόσον το ορυχείο είναι παλιό. Δεν έχουν λογιστική αξία, αλλά έχουν αξία χρήσης και αντικατάστασης. Το λογιστικό μέρος είναι αυτό που γράφεται στα βιβλία. Είναι ένας κλυδωνισμός, τον οποίον νομίζω ότι θα απορροφήσουμε.»
Βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις
Σε δηλώσεις του στον τηλεοπτικό σταθμό Skai ο κ. Παναγιωτάκης είπε ότι «η οικονομική επίπτωση στη ΔΕΗ χωρίζεται σε βραχυπρόθεσμη και σε μακροπρόθεσμη. Η βραχυπρόθεσμη έχει να κάνει με την αξία του εξοπλισμού, ο οποίος θα αποδειχθεί στο τέλος ότι καταστράφηκε, διότι ένα μέρος του μπορεί να επισκευαστεί. Αυτό θα αποδεχθεί μετά από ένα διάστημα ολίγων εβδομάδων όταν θα είναι δυνατή η επανάληψη εργασιών στα σημεία στα οποία υπήρξε κατολίσθηση. Και πιστεύουμε ότι θα διασωθεί ένα μεγάλο μέρος του εξοπλισμού.
Αυτός ο εξοπλισμός ναι μεν έχει αποσβεστεί, προφανώς όμως έχει αξία, γιατί μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για μεγάλο διάστημα ακόμη. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να πάρουμε καινούργιο εξοπλισμό διότι θα μεταφέρουμε εξοπλισμό από άλλα ορυχεία, όταν χρειαστεί να επαναλάβουμε τις εργασίες.
Οι μακροπρόθεσμες οικονομικές επιπτώσεις έχουν να κάνουν με το κοίτασμα το οποίο χάθηκε μετά την κατολίσθηση, και το οποίο θα το εξορύσσαμε μετά από 10 – 15 χρόνια. Σε συνάρτηση με την λειτουργία του σταθμού, η ακριβής αποτίμηση της αξίας αυτού του κοιτάσματος δεν μπορεί να γίνει τώρα, μπορεί να είναι σχετικά μικρή αλλά, μπορεί να είναι και μεγαλύτερη. Θα το μάθουμε αφού γίνουν οι εργασίες, η απομάκρυνση των μαζών οι οποίες έχουν καταρρεύσει και δούμε μέσα από αυτές τις μάζες πόσο κοίτασμα μπορούμε να πάρουμε.»
Σχετικά με τη λειτουργία του ΑΗΣ Αμυνταίου, είπε: «Εκείνο όμως που θέλω να πω είναι ότι για την λειτουργία του σταθμού, για τις 17.000 ώρες που μας έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση ότι πρέπει να λειτουργήσει μέχρι το 2020, για να δίνει και Τηλεθέρμανση στο Αμύνταιο, υπάρχει μέρος του κοιτάσματος το οποίο δεν έχει θιγεί και θα αρχίσουμε να το εξορύσσουμε από τον Οκτώβριο.»
«Λόγω των έκτακτων τελευταίων γεγονότων πήρε απόφαση η κυβέρνηση να κάνει άμεσα την μετεγκατάσταση, παρακάμπτοντας και διάφορες άλλες διαδικασίες με αναγκαστική απαλλοτρίωση. Στις περιπτώσεις αυτές η δαπάνη είναι 50% της ΔΕΗ και 50% η Πολιτεία και πιστεύω θα γίνουν άμεσα οι διαδικασίες» προισέθεσε.
Σε ότι αφορά τέλος το προσωπικό του ΑΗΣ, ο κ. Παναγιωτάκης ανέφερε ότι στο Αμύνταιο εργάζονται 600 άτομα περίπου. «Μεγάλο μέρος από αυτό το προσωπικό θα πάει σε άλλα ορυχεία ανάλογα με τις ανάγκες. Εχουμε ανάγκες και εκεί. Μέχρι να αποκατασταθούν οι πρώτες βλάβες για επεκταθεί το ορυχείο, σε όποιο βαθμό μπορέσουμε να επεκτείνουμε τη λειτουργία του, οπότε και θα επαναφέρουμε το προσωπικό» κατέληξε.