Το COP29 πέρασε αισίως στη δεύτερη εβδομάδα του, με τη σκιά του Ντόναλντ Τραμπ να πλανάται πάνω από το Μπακού και τους ακτιβιστές για το κλίμα να κατακρίνουν μία σειρά παρελκόμενων της διοργάνωσης. Για όλους εκείνους που ασχολούνται με την επιστήμη της κλιματικής αλλαγής όμως

ο ελέφαντας στο δωμάτιο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό: Η ουσιαστική αποτυχία του στόχου του 1,5℃.

Η συγκράτηση της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5℃ είχε αναδειχθεί στην προμετωπίδα των διεθνών αγώνων για τη δράση κατά της κλιματικής αλλαγής, με αποκορύφωμα την υπογραφή της Συμφωνίας των Παρισίων το 2015. Ο αριθμός δεν ήταν τυχαίος με βάση τα επιστημονικά δεδομένα, αλλά είχε και έναν συμβολικό χαρακτήρα που αναδείκνυε την ευρύτερη αισιοδοξία που κυριαρχούσε μετά τις διπλωματικές εκείνες επιτυχίες. Η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας στους 2℃ θα σημάνει δραματικές αλλαγές στα φυσικά και τα ανθρώπινα συστήματα, ενώ μία αύξηση κάτω του 1,5℃ θεωρούταν υπεραισιόδοξη. Ο 1,5℃ αποτελούσε έναν αισιόδοξο αλλά εφικτό στόχο που θα γλίτωνε την ανθρωπότητα από «τα χειρότερα».

Δυστυχώς όμως, η πλειοψηφία των επιστημονικών ευρημάτων το 2024 συμφωνεί πως ο περιορισμός στον 1,5℃ είναι σχεδόν απίθανος. Ο ρυθμός απανθρακοποίησης είναι υπερβολικά βραδύς για την απαραίτητη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ενώ η τεχνολογία δέσμευσης άνθρακα δεν έχει ωριμάσει αρκετά ώστε να απορροφήσει σημαντικές ποσότητες διοξειδίου από την ατμόσφαιρα. Εντούτοις, παρά την επιστημονική συναίνεση ότι ο 1,5℃ αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας είναι πλέον μη ρεαλιστικός, οι περισσότερες προσωπικότητες στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής διστάζουν να παραδεχτούν δημοσίως τη νέα πραγματικότητα. Και αυτό διότι η αποδοχή αυτής της αποτυχίας θα αποτελέσει ίσως το τελευταίο πλήγμα στο διεθνές κλιματικό κίνημα.

Ακόμα και πριν την επανεκλογή Τραμπ— η οποία σίγουρα θα προκαλέσει νέα προβλήματα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής— οι διεθνείς προσπάθειες αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσκολίες. Ένα βασικό είναι οι πολύ μετριοπαθείς ή ασαφείς στόχοι πολλών κρατών και επιχειρήσεων που αποφεύγουν να δεσμευτούν για σχετικά σύντομη (σε επίπεδο δεκαετιών) απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα ή έστω μείωση των εκπομπών. Παράλληλα, όπως αποδεικνύουν πολλές εκθέσεις διεθνών οργανισμών και αναλυτών, οι επενδύσεις για την πράσινη μετάβαση υποχρηματοδοτούνται, ενώ η χρηματοδότηση για τα ορυκτά καύσιμα παραμένει σε ανησυχητικά υψηλά επίπεδα. Φυσικά, δεν πρέπει κανείς να υποτιμά και τις κοινωνικές αντιδράσεις έναντι των δράσεων για την κλιματική αλλαγή, με ένα αυξανόμενο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού να πιστεύει ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι καν ένα υπαρκτό πρόβλημα. Σε όλα αυτά προστίθενται σωρεία άλλων θεμάτων, όπως το ποιος ευθύνεται για την υπερθέρμανση του πλανήτη διαχρονικά και σήμερα.

Ως εκ τούτου, η παραδοχή πως η άνοδος της παγκόσμιας θερμοκρασίας θα ξεπεράσει τον 1,5℃ θα λειτουργήσει σαν τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Αλλά αυτό δεν την καθιστά λιγότερο πραγματική. Ποιος πρέπει να είναι ο επόμενος στόχος λοιπόν; Για ορισμένους, η εμφανής λύση είναι η άνοδος στους 2℃, ενώ κάποιοι πιο απαισιόδοξοι έχουν ήδη μετακινηθεί στους 3℃, μία αύξηση θερμοκρασίας που θα άλλαζε ριζικά την εικόνα του πλανήτη, καθιστώντας πολλά εκτάσεις μη κατοικήσιμες και καταστρέφοντας τα περισσότερα οικοσυστήματα. Για κάποιος άλλους, αντί για τα θερμοκρασιακά όρια, ο στόχος θα πρέπει να αφορά τους ρύπους του CO2, με έμφαση μάλιστα στο πραγματικό μηδέν— δηλαδή την ολική διακοπή χρήσης ορυκτών καυσίμων— αντί για το καθαρό μηδέν— δηλαδή την ύπαρξη εκπομπών που εξισορροπούνται από μέτρα αντιμετώπισής τους.

Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που δεν είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τον 1,5℃, όχι λόγω της συμβολικής του αξίας αλλά επειδή η περαιτέρω άνοδος της θερμοκρασίας συνεπάγεται την αλλαγή του τρόπου ζωής τους. Για παράδειγμα, τα νησιωτικά κράτη του Ειρηνικού, πολλά από τα οποία κινδυνεύουν να εξαφανιστούν εξαιτίας της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, συνεχίζουν να υποστηρίζουν πως ο στόχος του 1,5℃ είναι εφικτός αν υλοποιηθούν οι απαραίτητες αλλαγές. Εκ των πραγμάτων, οι χώρες αυτές είναι εκείνες που έχουν τα περισσότερα να χάσουν αν η υπερθέρμανση του πλανήτη συνεχίσει ως έχει, εξού και αποτελούν τους πιο αποφασισμένους μαχητές στον αγώνα εναντίον της κλιματικής αλλαγής.