Οι χώρες
με μεγαλύτερο εθνικό εισόδημα στην Ευρώπη έχουν και μεγαλύτερη χρήση φορτηγών
βαρέως φορτίου (Heavy-freight trucks - HFTs). Κι αυτό γιατί
το μεικτό βάρος των
οχημάτων αυξάνεται με την αύξηση του ΑΕΠ μιας χώρας. Αυτό δείχνει η νέα μελέτη
του ΙΕΑ για το μέλλον των φορτηγών στις μεταφορές και την επίδρασή τους στους τομείς της ενέργειας και του
περιβάλλοντος, η οποία επικαλείται σχετικά στοιχεία της Eurostat και του ΟΟΣΑ
για το 2016.
Στη συγκεκριμένη κατηγορία οχημάτων (για φορτία βάρους 12 έως 16 τόνων)
η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως φαίνεται στο δεξί
τμήμα του παρακάτω διαγράμματος της
μελέτης:
Αντίθετα,
όπως φαίνεται στο αριστερό τμήμα του ως άνω διαγράμματος, η έκθεση του Διεθνούς
Οργανισμού Ενέργειας, με τίτλο «
The Future of Trucks: Implications for energy and the
environment»
(βλ.
εδώ ολόκληρη τη μελέτη),
σημειώνει ότι η χρήση οχημάτων µέσου φορτίου (Medium-freight trucks - MFTs),
που αφορούν φορτία βάρους μεταξύ 4 έως 10 τόνους, μειώνεται με την αύξηση του
εισοδήματος της χώρας. Έτσι, η Ελλάδα, όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία
οχημάτων, βρίσκεται κοντά στο μέσο όρο της Ευρώπης.
Η
διαφοροποίηση στη χρήση των οχημάτων των δύο κατηγοριών αποδίδεται από τον
Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας στο ότι σε χώρες υψηλού εισοδήματος παρατηρείται
μεγαλύτερη χρήση ρυμουλκούμενων και συνδυασμένων φορτηγών, σε σύγκριση με τα
άκαμπτα φορτηγά, καθώς και χαλάρωση των περιορισμών για τα μεγαλύτερα και
βαρύτερα οχήματα, αλλά και βελτιώσεις στο οδικό δίκτυο.
Γενικότερα,
η έκθεση τονίζει ότι
ο τομέας των φορτηγών αποτελεί έναν από τους πιο μεγάλους
παράγοντες στην αύξηση της κατανάλωσης καυσίμων στον κλάδο των μεταφορών, αλλά
και στην αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και λοιπών ρυπογόνων
αερίων. Για το λόγο αυτό η αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας στις οδικές
μεταφορές φορτίων έχει κρίσιμη σημασία
για τον περιορισμό της αύξησης στη ζήτηση του πετρελαίου, των εκπομπών
διοξειδίου του άνθρακα και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης την επόμενη δεκαετία.
Παρ’
όλ’ αυτά, όπως σημειώνει ο ΙΕΑ, δεν προσελκύει επαρκώς την προσοχή που θα
έπρεπε, σε επίπεδο πολιτικής, σε σχέση με τα επιβατηγά οχήματα. Έτσι, μόλις
τέσσερεις χώρες έχουν υιοθετήσει στάνταρ ενεργειακής αποδοτικότητας για τα
φορτηγά βαρέως φορτίου, ενώ για τα επιβατηγά ανάλογα μέτρα έχουν υιοθετηθεί από
40 χώρες σε όλο τον κόσμο.
Κι αυτό παρ’ ότι, όπως τονίζει ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας,
η αύξηση
ζήτησης πετρελαίου από φορτηγά ήδη από το 2000 έχει ξεπεράσει όλους τους άλλους
τομείς – αερομεταφορές, επιβατηγά οχήματα, βιομηχανία και πετροχημικά –
και
αναλογεί σε αυτόν το 40% της παγκόσμιας αύξησης στην πετρελαϊκή ζήτηση (περίπου
όσο και στα επιβατηγά). Σήμερα,
αναλογεί συνολικά στον κλάδο των φορτηγών το ένα
πέμπτο της παγκόσμιας πετρελαϊκής ζήτησης, ή περίπου 17 εκατ. βαρέλια την ημέρα,
ποσότητα που ισούται με το άθροισμα της παραγωγής αργού σε ΗΠΑ και Καναδά,
καθώς και
το μισό της χρήσης ντήζελ σε όλο τον κόσμο, αλλά και το ένα τρίτο
όλων των εκπομπών άνθρακα που σχετίζονται με τις μεταφορές και το ένα πέμπτο
των εκπομπών οξειδίων του αζώτου, που αποτελεί έναν από τους βασικούς ρυπαντές
της ατμόσφαιρας.
Όπως
δείχνει ο παραπάνω πίνακας της μελέτης του ΙΕΑ
«
The Future of Trucks:
Implications for energy and the environment
»,
στον τομέα των οδικών μεταφορών φορτίων το 2015 αναλογούσε το
32% της παγκόσμιας χρήσης πετρελαίου αλλά και της παγκόσμιας ενεργειακής
κατανάλωσης, ενώ οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αντιστοιχούσαν στο 33% συνολικά του κλάδου των μεταφορών.
Επίσης, ο αριθμός των φορτηγών ήταν των 16% των οχημάτων στις παγκόσμιες μεταφορές
(το 5% αν εξαιρεθούν τα ελαφρά φορτηγά – δίτροχα και τρίτροχα).
Από την άλλη, η μελέτη του ΙΕΑ αναγνωρίζει τον κεντρικό ρόλο του κλάδου
στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και στην μεταφορά αγαθών και εμπορευμάτων σε
κάθε κομμάτι της οικονομικής αλυσίδας, από την παραγωγή ως την πώληση.
Εντούτοις, υπογραμμίζει ότι
αν δε ληφθεί κανένα μέτρο, η παγκόσμια ζήτηση
πετρελαίου στις οδικές μεταφορές θα αυξηθεί κατά 5 εκατ. βαρέλια την ημέρα ως
το 2050, ή περίπου το 40% της προβλεπόμενης αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης
πετρελαίου την περίοδο αυτή. Μία τέτοια αύξηση εκτιμάται ότι θα προκαλέσει
σημαντική άνοδο στην εκπεμπόμενη ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα, κατά 900
εκατ. τόνους ως το 2050, δηλαδή στα ίδια επίπεδα με την προβλεπόμενη αύξηση στη
χρήση άνθρακα στον ηλεκτρικό τομέα και στη βιομηχανία μαζί.
Στην
προσπάθεια να αντιμετωπιστεί μία τέτοια εξέλιξη, η μελέτη «
The
Future
of
Trucks
:
Implications
for
energy
and
the
environment» περιγράφει
ένα «μονοπάτι» πιο βιώσιμης πολιτικής για τις μεταφορές μέσω φορτηγών, που θα
μπορούσε να μειώσει τη χρήση ενέργεια στις οδικές μεταφορές φορτίων κατά 50%
και τις εκπομπές κατά 75% ως το 2050. «Η μελέτη μας επικεντρώνεται στα πιθανά κέρδη
από την εφαρμογή πιο αυστηρών προτύπων στη βιώσιμη χρήση καυσίμων και
περιγράφει άλλα αποτελεσματικά σε κόστος βήματα προς τον εκσυγχρονισμό των
μεταφορών μέσω φορτηγών», τονίζει ο Δρ.
Dr Fatih
Birol, Εκτελεστικός Διευθυντής του
IEA
.
Όπως επισημαίνεται
στη μελέτη, κεντρικό ρόλο στην ζήτηση πετρελαίου στον τομέα αυτό παίζουν οι
ΗΠΑ, η ΕΕ και η Κίνα, με την Ινδία να αποκτά, παράλληλα, όλο και μεγαλύτερο
μερίδιο. Επίσης, προβλέπεται ότι η οικονομική ανάπτυξη, ιδιαίτερα στην Ασία, θα
συνεχίσει να προκαλεί αύξηση στη ζήτηση πετρελαίου για φορτηγά στο μέλλον.
Σύμφωνα με τον ΙΕΑ,
υπάρχουν τρία πιθανά πεδία βελτιώσεων. Πρώτον,
η
βελτίωση στα
logistics
και στα
λειτουργικά συστήματα, ώστε αυτά να καταστούν πιο αποδοτικά. Σε αυτά
συγκαταλέγεται η χρήση
GPS καθώς και η
χρήση πληροφοριών «σε πραγματικό χρόνο» στις μεταφορές, ώστε να ελέγχεται η
χρήση καυσίμων. Επίσης, τονίζεται ότι ακόμη μεγαλύτερες βελτιώσεις στον τομέα
αυτό είναι εφικτές με αυξημένη συνεργασία και ανταλλαγή δεδομένων σε όλη την
παραγωγική αλυσίδα. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να μειωθεί ο όγκος ή το βάρος των
μεταφερόμενων αγαθών ανά ταξίδι, αλλά και η μείωση των ταξιδιών στα οποία τα
φορτηγά ταξιδεύουν κενά φορτίου, όπως μετά την παράδοση των προϊόντων.
Δεύτερον, ο ΙΕΑ θεωρεί ότι
βελτιώσεις στην ενεργειακή αποδοτικότητα για τον
υφιστάμενο στόλο φορτηγών θα πρέπει να περιλαμβάνουν αεροδυναμικές
αναβαθμίσεις για τη μείωση των συρομένων φορτίων καθώς
και ελαστικά χαμηλής
αντίστασης κύλισης. Τα νέα φορτηγά μπορούν να χρησιμοποιήσουν πρόσθετες τεχνολογίες που
μειώνουν το ρελαντί, χρησιμοποιούν ελαφριά υλικά και επωφελούνται από
βελτιώσεις στους κινητήρες, τα κιβώτια ταχυτήτων και τα συστήματα οδήγησης. Η
επίτευξη μεγαλύτερων μειώσεων στη χρήση καυσίμων, καθώς και στις εκπομπές διοξειδίου
του άνθρακα και ρύπων απαιτεί τη χρήση υβριδικών φορτηγών και φορτηγών
μηδενικών εκπομπών.
Τέλος, σύμφωνα με τη μελέτη του Οργανισμού,
η χρήση εναλλακτικών καυσίμων
όπως το φυσικό αέριο, τα βιοκαύσιμα, η ηλεκτρική ενέργεια και το υδρογόνο,
μπορεί να διαφοροποιήσει την παραγωγή καυσίμων από το πετρέλαιο και επίσης να
συμβάλει στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ειδικά εάν παράγονται
από πηγές χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Ενώ ορισμένες από τις απαραίτητες βελτιώσεις μπορεί να είναι δαπανηρές ή
πολύπλοκες, πολλές μπορούν εύκολα να επιτευχθούν βραχυπρόθεσμα με ισχυρή
πολιτική στήριξη, τονίζει η μελέτη του ΙΕΑ. Ορισμένες από αυτές τις δυνατότητες
περιλαμβάνουν τη θέσπιση αυστηρότερων προτύπων για την οικονομία καυσίμων, την
καλύτερη χρήση των δεδομένων και την παροχή υποστήριξης για έρευνα και ανάπτυξη
σε εναλλακτικά καύσιμα.