Την ανάγκη να ξεκινήσει άμεσα η χρηματοδότηση και εφαρμογή του προγράμματος «Eξοικονομώ κατ΄ οίκον» και άλλων προγραμμάτων στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας, τόνισε ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας Γιώργος Στασινός, κηρύσσοντας την έναρξη των εργασιών της διημερίδας του ΤΕΕ, σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας.
Ο πρόεδρος του ΤΕΕ κάλεσε την κυβέρνηση και τα συναρμόδια υπουργεία «να λάβουν άμεσες αποφάσεις χρηματοδότησης των προγραμμάτων και απορρόφησης των διατιθέμενων ευρωπαϊκών κονδυλίων, ώστε να κινηθεί η οικονομία και η αγορά, αλλά και για να πετύχει η χώρα τους υψηλούς στόχους ενεργειακής εξοικονόμησης, που θέτουν οι Οδηγίες της ΕΕ». Παράλληλα προειδοποίησε, πως εάν συνεχιστούν οι καθυστερήσεις, το ΤΕΕ είναι έτοιμο να υψώσει τους τόνους και να αντιδράσει.
«Κουραστήκαμε να ακούμε για απορροφήσεις, οι οποίες δεν γίνονται. Η απορρόφηση γίνεται στην αγορά. Όταν δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή τίποτα που να γίνεται ή τίποτα που να χρηματοδοτεί τέτοια έργα, υπάρχει πρόβλημα» δήλωσε χαρακτηριστικά. Πρόσθεσε δε, ότι: «Συμβάλλαμε όσο μπορούσαμε με τις Τεχνικές Οδηγίες, συμβάλλαμε όσο μπορούσαμε με τη συμμετοχή σε επιτροπές του υπουργείου, αλλά χρόνος πλέον δεν υπάρχει».
Ο πρόεδρος του ΤΕΕ προειδοποίησε επίσης, ότι οι καθυστερήσεις εγκυμονούν αρνητικές εξελίξεις, όσον αφορά στην απορρόφηση των κονδυλίων.
Σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς στόχους, που προβλέπουν ενεργειακή εξοικονόμηση κατά 40% έως το 2030 και κατά 80% έως 95% έως το 2050, o πρόεδρος του ΤΕΕ σχολίασε, ότι «οι στόχοι είναι πολύ μεγάλοι και αν συνεχίσουμε με αυτό τον ρυθμό, δεν θα πετύχουμε ούτε το ένα τέταρτο», ξεκαθαρίζοντας ότι «θα πρέπει να προσπαθήσουν πολύ οι κυβερνήσεις και τα υπουργεία στο κομμάτι των χρηματοδοτήσεων για να μπορέσουμε να πάρουμε μπρός».
Επιπλέον, χαρακτήρισε ως πολύ σημαντικά τα κομμάτια των τεχνικών προδιαγραφών, τονίζοντας ότι «θα δώσουμε μεγάλη σημασία ως Τεχνικό Επιμελητήριο, ώστε να υπάρχουν ενιαίοι κανόνες και να μπορέσουμε να είμαστε αξιόπιστοι σαν χώρα».
Επίσης, στο πλαίσιο της εξοικονόμησης ανακοίνωσε, ότι σε συνέχεια της πρωτοβουλίας να εκδώσει την Τεχνική Οδηγία για τον Οδοφωτισμό, το ΤΕΕ προχωρά στην έκδοση νέων Τεχνικών Οδηγιών για τα Υαλοπετάσματα και τους Υαλοπίνακες.
Ειδικότερα, όσον αφορά το νέο «εξοικονομώ κατ΄ οίκον», εκ μέρους της επιτελικής δομής ΕΣΠΑ του ΥΠΕΝ, ο Δημήτρης Τσαλέμης, μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο επεσήμανε, ότι υπερέχει σαφέστατα σε σχέση με το προηγούμενο αντίστοιχο πρόγραμμα, καθώς προβλέπει ολοκληρωμένες παρεμβάσεις στον κτιριακό τομέα, διασφαλίζει τη διαφάνεια, ενώ πρόκειται να είναι σαφέστατα ταχύτερο στην εκτέλεσή του.
Σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα εξαγγελίες, το πρόγραμμα αναμένεται να ξεκινήσει εντός του Φθινοπώρου, ενώ σε φάση ολοκλήρωσης βρίσκεται και ο νέος ΚΕΝΑΚ. Τα κονδύλια που προβλέπονται φθάνουν τα 400 εκατ. εκ των οποίων τα 224,2 εκατ. προορίζονται για άμεσες ενισχύσεις. Μάλιστα, όπως έγινε γνωστό, την Παρασκευή έγινε η σχετική πρόσκληση του ΕΤΕΑΝ προς τις τράπεζες, των οποίων η συμμετοχή αναμένεται να πλησιάσει τα 100 εκατ. σε επίπεδο δανειοδοτήσεων.
Σε σχέση με τις 35.000 αιτήσεις που βρίσκονται σε εκκρεμότητα από το προηγούμενο πρόγραμμα της περιόδου 2007-2013, ήδη οι 8.518 έχουν ήδη υπαχθεί, εξασφαλίζοντας χρηματοδότηση, ενώ γίνεται προσπάθεια για εξεύρεση πόρων για την υπαγωγή επιπλέον 6.500 αιτήσεων.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Οικοδομικής και Φυσικής των Κτιρίων, του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ, Δημήτρης Αραβαντινός, το μεγαλύτερο μέρος του κτιριακού δυναμικού στην Ελλάδα χτίστηκε πριν την θέσπιση του κανονισμού θερμομόνωσης κτιρίων, δηλαδή πριν το 1979.
Άρα, τα περισσότερα κτίρια δεν είναι μονωμένα. Στην πορεία έγινε αντιληπτό σε όλους ότι είναι απαραίτητο. Ένα καλά θερμομονωμένο κτίριο περιορίζει τις θερμικές του απώλειες και έτσι καταναλώνει λιγότερη ενέργεια για την ψύξη και την θέρμανση, γεγονός που μπορεί να επιφέρει άμεσο όφελος στην τσέπη του καταναλωτή, αλλά και στο περιβάλλον.
Όπως αναφέρει ο κ. Αραβαντινός, ο νέος κτιριακός τομέας, από εδώ και πέρα πρέπει να ξεφύγει από την αποκλειστική λογική της μόνωσης και να αξιοποιήσει όλα όσα η φύση προσφέρει δωρεάν, σε επίπεδο φωτός, αέρα, νερού, περνώντας στη δημιουργία κτιρίων μηδενικής κατανάλωσης.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στις ΑΠΕ, αλλά και στις νέες τεχνολογίες υλικών, κάνοντας λόγο για την ανάγκη σύνθεσης τεχνικών γνώσεων με τις δυνατότητες που δίνει το περιβάλλον. Όπως είπε ο κ. Αραβαντινός, τέτοιου είδους επεμβάσεις, πέραν του ότι ωφελούν άμεσα το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, αποσβένουν το κόστος τους σε διάρκεια, μεταξύ 5-10 ετών, ενώ εξοικονομούν κόστη από την πρώτη ημέρα μέχρι το τέλος της ζωής του κτηρίου.
Ξεκαθάρισε ότι οι πλέον σύγχρονες τεχνικές γνώσεις προσφέρονται στους Έλληνες μηχανικούς από την πρώτη ημέρα των σπουδών τους, επισημαίνοντας ωστόσο, ότι απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας από τους πολίτες, αλλά και η πολιτεία να κινείται με ταχύτητα, προκειμένου να μην εξαναγκάζεται να κάνει όσα όφειλε, χρόνια πριν.
Σημειώνεται, ότι με βάση τα στοιχεία του 2012, ο κτιριακός τομέας (οικιακός και τριτογενής) στην Ελλάδα, ευθύνεται για το 45% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας. Ειδικότερα, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του ΤΕΕ, οι κατοικίες/νοικοκυριά, αποτελούν έναν από τους πλέον σημαντικούς καταναλωτές ενέργειας στη χώρα, καθώς αντιπροσωπεύουν το 83,68% του συνολικού κτιριακού αποθέματος (72% σε επιφάνεια) με τα κατοικούμενα νοικοκυριά να ανέρχονται σε 4.122.088, ενώ το 63,7% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας αφορά στη θέρμανση των χώρων.
Καθοριστικός παράγοντας στην κατανάλωση ενέργειας είναι η παλαιότητα των κτιρίων. Ειδικότερα, το 55% των κτιρίων με χρήση κατοικίας, έχει κατασκευαστεί πριν το έτος 1980, δηλαδή είναι θερμικά απροστάτευτα, ενώ λόγω της οικονομικής ύφεσης, ο αριθμός των κτιρίων που έχει κατασκευαστεί μετά το 2010, με τις ελάχιστες απαιτήσεις του ΚΕΝΑΚ, είναι μόλις το 1,5% του συνολικού αποθέματος κανονικών κατοικιών που χρησιμοποιούν τα νοικοκυριά. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 83,82% των κτιρίων που έχουν κατασκευαστεί πριν το έτος 1980 είναι κατηγορίας Η, σύμφωνα με τα Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης που είχαν εκδοθεί έως το έτος 2014, ενώ τα κτίρια που κατασκευάστηκαν τις επόμενες τρεις δεκαετίες ήταν σε μεγάλο ποσοστό κατηγορίας Γ ή Δ.