Αντοχές ...
Λερναίας Ύδρας, επιδεικνύει η παραβατικότητα σε πρατήρια υγρών καυσίμων, με την
πολιτεία να προσπαθεί να κλείσει τα κενά, αλλά με τους επιτήδειους να
καταφέρνουν να ξεφεύγουν και να συνεχίζουν τη δραστηριότητά τους.
Παρά το
γεγονός ότι πέρυσι τον Αύγουστο, ενσωματώθηκαν στο νομικό πλαίσιο πιο αυστηρές
ποινές για όσους καταδολιεύουν τις αντλίες, (σ.σ. άρθρο 83 του Ν.4413/2016),
τα
κενά που παραμένουν για την εξάλειψη του φαινομένου παραμένουν πολλά, με
αποτέλεσμα το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης σε συνεργασία με τους φορείς
της αγοράς να αναζητούν νέα εργαλεία παρέμβασης.
Σύμφωνα με
πληροφορίες, αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη διάλογος και ανταλλαγή απόψεων
για το πως μπορεί να παταχθεί το φαινόμενο κλοπής καυσίμων στην αντλία. Κατά
τις πληροφορίες αυτές, φαίνεται ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι
η
αυστηροποίηση των ποινών και η δημοσιοποίηση των παραβατικών πρατηρίων,
ώστε να υπάρχει η «τιμωρία» του καταναλωτικού κοινού.
Όπως
αναφέρουν κύκλοι του υπουργείου Οικονομίας, αναφορικά με το πλαίσιο των ποινών,
αυτό ήδη μπορεί να χαρακτηρισθεί αυστηρό, αλλά δυστυχώς οι παραβάτες,
βρίσκουν
τρόπους να ξεφύγουν. Μάλιστα επισημαίνουν ότι παρά το γεγονός ότι με
Ν.4413/2016 υπήρξε μια μεγάλη τομή ως προς την παρεμπόδιση των «αχυρανθρώπων»
να λειτουργούν παραβατικά πρατήρια, το φαινόμενο δεν έχει εξαλειφθεί.
Σύμφωνα με
το άρθρο 83 του Ν.4413/2016, σε περίπτωση που διαπιστωθεί κάποια παράβαση,
κυρίως με την κλοπή στην αντλία, «δεν επιτρέπεται η χορήγηση νέας άδειας
λειτουργίας παρόμοιας επιχείρησης στον παραβάτη φυσικό πρόσωπο ή σε όποιον
σχετίζεται με την επιχειρησιακή εκμετάλλευση της επιχείρησης, στην οποία
εντοπίζεται η παραβατική συμπεριφορά σε θέση ευθύνης, ή σε σύζυγο ή σε
συγγενείς αυτού μέχρι δευτέρου βαθμού ή σε νομικό πρόσωπο, στο οποίο ο
παραβάτης ή ο σύζυγός ή συγγενείς αυτού μέχρι δευτέρου βαθμού συμμετέχουν στη
διοίκησή του με οποιονδήποτε τρόπο ή στο εταιρικό του κεφάλαιο κατά ποσοστό τουλάχιστον
50%, για χρονικό διάστημα 10 ετών από την αφαίρεση της άδειας».
Η διάταξη
αυτή, αν και θεωρείται αυστηρή,
μπορεί εύκολα να παρακαμφθεί, αφού ο
παραβάτης, μπορεί να μεταβιβάσει την άδεια σε άλλο πρόσωπο, πλην των συγγενών
και πίσω από τη δραστηριότητα της επιχειρήσεις να κρύβεται αυτός και να
συνεχίσει να παρανομεί. Εάν συλληφθεί ο «νέος ιδιοκτήτης» τότε και πάλι η
δραστηριότητα της επιχειρήσεις κ.ο.κ. να μεταβιβασθεί σε τρίτο. Μάλιστα
αναφέρεται ότι αυτή η διαδικασία, δεν υπερβαίνει
τη μία ... εβδομάδα.
Αργές δικαστικές διαδικασίες
Στην
περίπτωση που η παράβαση δεν είναι τόσο βαριά, ώστε να δικαιολογεί την αφαίρεση
της άδειας του πρατηριούχου και καταλογισθεί πρόστιμο, τότε ο παραβάτης, έχει
το χρόνο με το μέρος του. Ειδικότερα, στην περίπτωση που λόγω της παράβασης,
ζητηθεί συμμόρφωση και καταλογισθεί πρόστιμο, ο παραβάτης, μπορεί να προχωρήσει
στη συμμόρφωση (π.χ στην αντικατάσταση της αντλίας που έκλεβε) και να συνεχίσει
τη δραστηριότητά του και το πρόστιμο να το πληρώσει
σε βάθος ... χρόνου.
Ειδικότερα,
με τον καταλογισμού του προστίμου, ο παραβάτης έχει το δικαίωμα της ένστασης. Η
ένταση συζητείται από τη διεύθυνση Μετρολογίας του υπουργείο Οικονομίας και
Ανάπτυξης. Αν δεν γίνει αποδεκτή, τότε ο παραβάτης, συνήθως προσφεύγει στα
δικαστήρια. Η εκδίκαση της υπόθεσης, μπορεί να πάρει
αρκετά χρόνια, με
αποτέλεσμα ο παραβάτης να συνεχίζει τη δραστηριότητά του και να παρανομεί και
όταν τελικώς κληθεί από το δικαστήριο να πληρώσει, έχει κερδίσει από την
παραβατική του δραστηριότητα, πολλαπλάσια...
«Η αντιμετώπιση
αυτών των φαινομένων, είναι πολύ δύσκολη», αναφέρει στο Euro2day.gr στέλεχος
του υπουργείου, σημειώνοντας ότι σε κάθε περίπτωση «η λύση θα βρεθεί».
Οι πειραγμένες αντλίες
Θα πρέπει να
σημειωθεί ότι οι κάθε λογής παρεμβάσεις στις αντλίες των πρατηρίων, οι οποίες
έχουν ως αποτέλεσμα οι οδηγοί να πληρώνουν για μεγαλύτερες ποσότητες καυσίμων
από αυτές που φθάνουν στο ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου τους έχουν πάρει
ανησυχητικές διαστάσεις.
Κι αυτό
αποτυπώνεται στα συμπεράσματα έρευνας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου
(περασμένο Φθινόπωρο) σύμφωνα με τα οποία
το 14,5% των πρατηρίων της
Αττικής, παραδίδει ελλειμματική ποσότητα καυσίμων. Κατά μέσο όρο, οι
αποκλίσεις αυτές κινούνταν στο 2-2,5%.
Ωστόσο,
υπήρξαν και περιπτώσεις όπου η διαφορά «ονομαστικής» και πραγματικής ποσότητας
άγγιζε το 8-9%.
(από
euro2day.gr)