Τις τελευταίες ημέρες του καύσωνα οι
Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) απέδειξαν, για άλλη μια φορά, ότι μπορούν να καλύψουν
περίπου το 30% της ζήτησης σε ηλεκτρική ενέργεια. Μάλιστα, εχθές Τετάρτη, λίγο
πριν το μεσημέρι (11.15), σύμφωνα με το «electricitymap»,
το 15% του ηλεκτρισμού στην Ελλάδα καλύφθηκε από
τα φωτοβολταϊκά (κάνοντας χρήση του 53% του εγκαταστημένου δυναμικού τους), το
11% από τα αιολικά πάρκα (χρησιμοποιώντας
το 47% της εγκαταστημένης ισχύος) και το 4% από τα υδροηλεκτρικά. Το υπόλοιπη 70%
της ζήτησης ικανοποιήθηκε από τον λιγνίτη και το φυσικό αέριο. Γενικότερα στη χώρα μας, τα αιολικά καλύπτουν το 9% της
συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και τα φωτοβολταϊκά το 7%.
Είναι πλέον δεδομένο ότι το σημερινό ενεργειακό σύστημα,
διεθνώς, υπόκειται σε έναν θεμελιώδη μετασχηματισμό και, χρόνο με το χρόνο, αναμένεται
ότι θα ενσωματώνει αυξανόμενες ποσότητες ενέργειας από ΑΠΕ προκειμένου να
επιτευχθεί ένας αειφόρος ενεργειακός εφοδιασμός. Οι προκλήσεις που απορρέουν
από αυτήν την αλλαγή είναι πιο εμφανείς στον τομέα της παροχής ηλεκτρικού
ρεύματος. Ωστόσο, επηρεάζει όλους τους τομείς του ενεργειακού συστήματος, αν
και με διαφορετικά αποτελέσματα.
Η ολοένα και μεγαλύτερη συμβολή των ΑΠΕ, πέρα
από τις απαιτήσεις για καθαρή ενέργεια, εδράζεται και στο γεγονός ότι σύντομα
θα αποτελούν τη φθηνότερη μορφή παραγωγής
ηλεκτρικής ενέργειας στον κόσμο (με εξαίρεση ορισμένες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας), σύμφωνα με
τη Morgan Stanley. Οι τιμές των φωτοβολταϊκών πλαισίων έχουν ήδη πέσει κατά 50%
μεταξύ 2016 και 2017.
Μάλιστα, όπως αναφέρουν οι αναλυτές της
έκθεσης, για αυτό το λόγο, οι ΗΠΑ ακόμα και εκτός της Συμφωνίας του Παρισιού,
αναμένεται να ξεπεράσουν τις δεσμεύσεις τους για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου
κατά 26% με 28% το 2020 σε σχέση με το 2005. Ακόμα και στην Αυστραλία, όπου το
πολιτικό κλίμα είναι εχθρικό προς τις ΑΠΕ, η Morgan Stanley βλέπει φως στην
άκρη του …τούνελ: «
Στην Αυστραλία,
αναμένουμε ότι έως το 2020, οι ΑΠΕ θα
παράσχουν περίπου 28% της ενέργειας που παρέχεται από το δίκτυο»,
επισημαίνεται στην έκθεση.
Σήμερα διάφορα ανεξάρτητα δίκτυα διασφαλίζουν
ότι οι ενεργειακές απαιτήσεις ικανοποιούνται ανά πάσα στιγμή. Ωστόσο, οι ΑΠΕ έχουν
ένα μειονέκτημα: παρέχουν την ενέργεια που παράγουν ανεξαρτήτως της ζήτησης. Τη
λύση για τη χρονική «αντιστοίχιση» του ενεργειακού εφοδιασμού και της ζήτησης μπορούν
πλέον να δώσουν οι τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας.
Το στοίχημα πλέον παίζεται στα συστήματα
αποθήκευσης ενέργειας, τα οποία έχουν την ικανότητα να απορροφούν μια ορισμένη
ποσότητα, να την αποθηκεύουν σε ένα συσσωρευτή για μια συγκεκριμένη χρονική
περίοδο και να την απελευθερώνουν με ελεγχόμενο τρόπο μετά από κάποιο χρονικό
διάστημα.
Μεγάλης κλίμακας μηχανική αποθήκευση ηλεκτρικής
ενέργειας σήμερα επιτυγχάνεται σχεδόν αποκλειστικά με αντλητικούς /
υδροηλεκτρικούς σταθµούς ή αναστρέψιµους ΥΗΣ. Αυτά τα συστήματα μπορούν να
συμπληρωθούν στο μέλλον από εγκαταστάσεις αποθήκευσης ενέργειας με την τεχνική
του πεπιεσμένου αέρα. Στον τομέα της ηλεκτροχημικής αποθήκευσης, διάφορες
τεχνολογίες βρίσκονται σήμερα σε διάφορα στάδια έρευνας, ανάπτυξης και
επίδειξης της καταλληλότητάς τους για αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας μεγάλης
κλίμακας. Υπάρχουν ακόμη τεχνολογίες αποθήκευσης θερμικής ενέργειας, ηλεκτρόλυσης του νερού για την παραγωγή
υδρογόνου και οξυγόνου κ.ά.
Οι εξελίξεις, όσον
αφορά στους συσσωρευτές ενέργειας τρέχει με εξαιρετικά γοργούς ρυθμούς, ενώ το
κόστος, τα τελευταία δύο έτη, έχει μειωθεί κατά περίπου 50% και αναμένεται να περιοριστεί στο μισό (σε
σύγκριση με σήμερα), ως το 2020.Άρα η μετάβαση σε ένα νέο
ενεργειακό μοντέλο χαμηλών εκπομπών άνθρακα είναι εφικτό και πρέπει να
εφαρμοστεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα, πριν οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής
γίνουν μη αναστρέψιμες.
Τις επιπτώσεις από
τη χρήση ορυκτών καυσίμων καταγράφουν καθημερινά επιστήμονες που παρακολουθούν
το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα
με μελέτη ειδικών από τα Πανεπιστήμια της Αμβέρσας και του Γέηλ, η αγροτική γη στη Νότια Ευρώπη
αναμένεται ότι θα μειωθεί κατά 8% - 13% για κάθε έναν βαθμό Κελσίου
υπερθέρμανσης του πλανήτη. Επίσης, όπως προκύπτει από μελέτη που μόλις δημοσιεύθηκε
(Αύγουστος 2017) στο επιστημονικό έντυπο “
The
Lancet”, οι θάνατοι που θα καταγράφονται κάθε χρόνο στην
Ευρώπη έως το 2100 μπορεί να είναι 50 φορές περισσότεροι από την περίοδο 1985 –
2010, εξαιτίας των ακραίων καιρικών φαινομένων, τα οποία επιδεινώνονται από την
κλιματική αλλαγή. Περισσότερες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία προβλέπεται ότι θα
υποστούν οι χώρες της Νότιας Ευρώπης.