Η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών
Κεφαλαιαγορών της Eurobank εξέδωσε σήμερα το τρίτο τεύχος της Επιθεώρησης
Οικονομία & Αγορές για το 2017, στην οποία φιλοξενείται η μελέτη με τίτλο: «Από
έναν φαύλο σε έναν ενάρετο κύκλο; Μετατρέποντας την Ελλάδα σε έναν ελκυστικό
επενδυτικό προορισμό: ευκαιρίες και προκλήσεις». Η μελέτη επισημαίνει,
μεταξύ άλλων, οι 15 παράγοντες που μπορούν να καταστήσουν την Ελλάδα ελκυστικό
επενδυτικό προορισμό.
Συγγραφείς της μελέτης είναι οι κ.κ.
Νικόλαος Καραμούζης, Πρόεδρος της Eurobank και Πρόεδρος της
Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών,
Δρ. Πλάτων
Μονοκρούσος, Group Chief Economist της Eurobank και
Δρ. Τάσος Αναστασάτος, Αναπληρωτής Group Chief Economist της
Eurobank.
Η μελέτη υπογραμμίζει «τρία χρήσιμα συμπεράσματα από την
εμπειρία των τελευταίων ετών», αναφερόμενη χαρακτηριστικά στη «χαμένη ευκαιρία
της προηγούμενης δεκαετίας». Τα τρία αυτά συμπεράσματα είναι ότι:
«
Πρώτον, οι ρίζες
της κρίσης εντοπίζονται στο υπόδειγμα ανάπτυξης το οποίο ακολουθήθηκε την
περίοδο πριν από την κρίση και μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, το οποίο
βασίστηκε κυρίως στην κατανάλωση (η ιδιωτική κατανάλωση προσέγγισε το 74% του
ΑΕΠ το 2009, το υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη) και την επένδυση σε οικιστικά
ακίνητα. Το μοντέλο αυτό τροφοδοτήθηκε κυρίως από τα μεγάλα δημοσιονομικά
ελλείμματα, τη φθηνή χρηματοδότηση της χώρας από το εξωτερικό, μισθολογικές αυξήσεις
που υπερέβαιναν σημαντικά τους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας, καθώς
επίσης και την άνευ προηγουμένου εγχώρια πιστωτική επέκταση που κατέγραψε
διψήφιους ρυθμούς ανόδου κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας.
Την περίοδο αυτή, η
χώρα δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί την αξιοπιστία και τις συνθήκες
μακροοικονομικής σταθερότητας που
δημιούργησε η συμμετοχή της στην ΟΝΕ, έτσι ώστε να μετασχηματίσει και να
εκσυγχρονίσει το εγχώριο θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο και τις οικονομικές
και παραγωγικές δομές.
Επιπροσθέτως, δεν διοχέτευσε σε ικανό βαθμό την τεράστια
χρηματοδότηση που άντλησε από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ και τις διεθνείς
κεφαλαιαγορές με χαμηλό κόστος στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας
της, ούτως ώστε να επιτύχει σημαντική αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας
και την εδραίωση συνθηκών βιώσιμης και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Στην
πραγματικότητα, την προηγούμενη δεκαετία η Ελλάδα ζούσε με δανεικά πέρα από τις
δυνατότητές της και έχασε μια πολύτιμη ευκαιρία για τη δημιουργία μιας
σύγχρονης και ανταγωνιστικής οικονομίας.
Δεύτερον, η χώρα
δεν ανέλαβε πλήρως τη συνεπή υλοποίηση των συμφωνηθέντων με τους πιστωτές και
την «ιδιοκτησία» των μεταρρυθμίσεων,
επιδεικνύοντας πολλές φορές καθυστέρηση και ολιγωρία, με αποτέλεσμα να
τρωθεί η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και η εμπιστοσύνη των αγορών,
εξέλιξη που συνέβαλε στη μεγέθυνση της κρίσης και στην καθυστέρηση εξόδου από
αυτή.
Τρίτον, είναι
πλέον αδιαμφισβήτητο ότι, μια διατηρήσιμη και ισχυρή οικονομική ανάκαμψη που δημιουργεί
σταθερά θέσεις εργασίας και βασίζεται κυρίως στην ισχυρή ανάκαμψη των
επενδύσεων και των εξαγωγών, είναι η μόνη «θεραπεία» για την επούλωση των
πληγών που προκλήθηκαν από τη δεκαετή ύφεση, η οποία εξαφάνισε το ένα τέταρτο
του ΑΕΠ της χώρας, αφήνοντας άνεργο τον μισό νεανικό πληθυσμό της και
εξαναγκάζοντας σχεδόν έναν στους είκοσι Έλληνες να αναζητήσουν ευκαιρίες
απασχόλησης στο εξωτερικό».
Δεκαπέντε σημαντικοί
παράγοντες που καθιστούν την Ελλάδα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό
Η μελέτη εντοπίζει και τεκμηριώνει έναν αριθμό σημαντικών
μακροοικονομικών, διαρθρωτικών και στρατηγικών παραγόντων που καθιστούν
σταδιακά την Ελλάδα έναν ελκυστικό προορισμό για ιδιωτικές και ξένες
επενδύσεις, όπως:
1. Σταθερή, ειρηνική, δημοκρατική χώρα.
Μοναδική γεωγραφική και γεωστρατηγική θέση, που καθιστά τη χώρα ένα σημαντικό
σταυροδρόμι εμπορίου, μεταφορών και διανομής ενέργειας, συνδέοντας τη Μέση και
την Άπω Ανατολή με την Κεντρική και Νότια Ευρώπη. Χώρα με μεγάλη ιστορική και
πολιτισμική κληρονομιά, ήπιο μεσογειακό κλίμα, απαράμιλλη φυσική ομορφιά,
μοναδική πανίδα και χλωρίδα, δημοκρατικό σύστημα και ανοικτή κοινωνία, θεσμική
και πολιτειακή σταθερότητα που εγγυάται η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή
Ένωση και όλους τους σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς και συμμαχίες (π.χ. ΝΑΤΟ,
OΟΣΑ, OHE).
2. Αυξανόμενη πολιτική και κοινωνική
συναίνεση υπέρ των μεταρρυθμίσεων και της παραμονής της χώρας στη ζώνη του ευρώ,
εξελίξεις που μειώνουν σημαντικά τον πολιτικό κίνδυνο, καθώς την παραμονή στο
ευρώ την υιοθετούν όλοι οι δυνητικοί συμμέτοχοι σε κυβερνητικά σχήματα.
3. Συναλλαγματική και νομισματική
σταθερότητα που διασφαλίζεται από την πολιτική της ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας (ECB). Ισχυρό και ενιαίο Ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο και
εποπτεία από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) για τις αγορές και το
τραπεζικό σύστημα, στο πλαίσιο της δημιουργίας της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης
και της ενιαίας αγοράς.
4. Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική και
δημοσιονομική σταθερότητα, μέσω της εξάλειψης των προ-κρίσης μακροοικονομικών
ανισορροπιών και των δημοσιονομικών ελλειμάτων. Υποχρέωση για επίτευξη
σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων τα
επόμενα χρόνια, εξωτερικό ισοζύγιο σε ισορροπία, περιορισμός δαπάνης για τόκους
δημοσίου χρέους στο 1/3 του επιπέδου του 2011. Διαμόρφωση ευρωπαϊκού πλαισίου
ενίσχυσης της διαχρονικής δημοσιονομικής σταθερότητας και μακροοικονομικής
ισορροπίας (Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, Δημοσιονομικό Σύμφωνο κ.λπ.).
Ισχυρή δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων της χώρας για αποφασιστική αντιμετώπιση
του ζητήματος της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους σε εύθετο χρόνο,
ώστε να περιοριστεί η αβεβαιότητα.
5. Αυξανόμενα σημάδια σταθεροποίησης
της εγχώριας οικονομίας και σταδιακής επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς
οικονομικής ανάπτυξης μετά από δεκαετή περίοδο
ύφεσης, συνθήκες που δημιουργούν, ceteris paribus, αυξημένη ζήτηση για
επενδύσεις, ιδίως σε διεθνώς εμπορεύσιμους τομείς.
6. Ανταγωνιστικό κόστος εργασίας: 18,5
ποσοστιαίες μονάδες βελτίωση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας βασισμένης στο κόστος εργασίας
έναντι της ΕΕ15 την περίοδο 2010-2016, ονομαστικές αποδοχές περίπου στο μισό
του μ.ο. της ΕΕ (ωστόσο, το μη μισθολογικό κόστος αυξήθηκε κατά την ίδια περίοδο).
7. Μεγάλη απομείωση στις τιμές των
περιουσιακών στοιχείων και κινητών και ακινήτων αξιών, που δημιουργούν
ελκυστικές επενδυτικές ευκαιρίες στις αγορές και σε πληθώρα τομέων της εγχώριας
οικονομίας.
8. Μεγάλο πρόγραμμα
ιδιωτικοποιήσεων που προσφέρουν σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες σε κρίσιμους
και στρατηγικούς τομείς της οικονομίας και
σημαντικά έργα υποδομής σε εξέλιξη, που μετασχηματίζουν τις δυνατότητες
της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, 16.000χλμ ακτογραμμών -εν πολλοίς
αναξιοποίητα-, πάνω από 2.000 ακατοίκητα νησιά, 71.459 ακίνητα στην κατοχή της
ΕΤΑΔ.
9. Επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς
ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τον περιορισμό των αβεβαιοτήτων και την απαξίωση του
υφιστάμενου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού
της χώρας, δημιουργεί ceteris paribus, υψηλές εκτιμώμενες αποδόσεις και
προδιαθέτει για την ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων και την προσέλκυση ξένων
άμεσων επενδύσεων. Οι τελευταίες προϋποθέτουν πέρα από την ελκυστική
σταθερότητα του θεσμικού, πολιτικού, οικονομικού, φορολογικού περιβάλλοντος, τη
διαμόρφωση ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού “One stop shop” για ξένες
επενδύσεις με κατάλληλη στελέχωση, προϋπολογισμό και συμμετοχή του ιδιωτικού
φορέα.
10. Βελτιούμενες συνθήκες στο εγχώριο
χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις χρηματοδοτικές δυνατότητες, παρά τη διατήρηση
των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Επιπλέον, υφίσταται διαθεσιμότητα σημαντικών
χρηματοοικονομικών πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω διαρθρωτικών ταμείων και
από άλλες πηγές του επίσημου ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα (π.χ. EIB, EIF,
EBRD) για τη χρηματοδότηση επενδύσεων και άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων και
βελτιούμενη πρόσβαση μεγάλων επιχειρήσεων στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου.
11. Μεγάλος αριθμός σημαντικών δράσεων
έχουν ήδη εφαρμοστεί για την αντιμετώπιση θεσμικών και διαρθρωτικών υστερήσεων,
με αποτέλεσμα τη βελτίωση 40 θέσεων στον δείκτη Doing Business της World Bank
μεταξύ 2009-2014. Οι αγορές φαίνεται ότι υποτιμούν την πρόοδο που έχει
συντελεστεί αναφορικά με το βαθμό προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας και τις
επιπτώσεις αυτών των διαρθρωτικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων μεσοπρόθεσμα. Ως
αποτέλεσμα, διατηρούν τα ασφάλιστρα κινδύνου σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες
ευρωπαϊκές χώρες του νότου, όπως η Πορτογαλία, παρά την παρόμοια
μακροοικονομική προσαρμογή, εκτίμηση που δημιουργεί επενδυτικές ευκαιρίες.
12. Εξειδικευμένο και μορφωμένο εργατικό
δυναμικό, 42,7% του ελληνικού πληθυσμού ηλικίας 30-34 έχουν ανώτατη ή ανώτερη
εκπαίδευση, έναντι μέσου όρου Ευρωζώνης 37,6%. Ετησίως αποφοιτούν από τα
ελληνικά πανεπιστήμια περίπου 33.000 πτυχιούχοι, 9.000 μεταπτυχιακοί και 1.200
διδάκτορες, σημαντικός αριθμός Ελλήνων πτυχιούχων και σε ξένα πανεπιστήμια.
13. Σημαντικό ύψος ίδιων και δανειακών
κεφαλαίων που απαιτούνται για την αξιοποίηση των στοιχείων ενεργητικού των
τραπεζών που μεταβιβάζονται, ή των επιχειρήσεων που αναδιαρθρώνονται στα
πλαίσια της διαχείρισης των τραπεζικών επισφαλειών, συνολικού ύψους € 100δις
περίπου.
14. Ελκυστικότητα εταιρικών
συγχωνεύσεων και εξαγορών, μεταξύ άλλων λόγω του μικρού μεγέθους των ελληνικών
επιχειρήσεων και της ανάγκης διεθνοποίησης
και πρόσβασής τους στις διεθνείς αγορές, εξέλιξη που απαιτεί
ικανοποιητικό μέγεθος για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, της εξωστρέφειας
και της δυναμικής τους ανάπτυξης.
15. Στη μετά κρίση εποχή αναδεικνύεται μια
σειρά από δραστηριότητες με αναπτυξιακή και επενδυτική δυναμική, κυρίως σε
διεθνώς εμπορεύσιμες δραστηριότητες. Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη αναλύει εν
συντομία σειρά κλάδων της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, για τους οποίους
διαφαίνεται η ύπαρξη αξιοσημείωτων συγκριτικών πλεονεκτημάτων και ταυτόχρονα η
δυνατότητα προσέλκυσης σημαντικού
επενδυτικού ενδιαφέροντος. Ενδεικτικά στη μελέτη αναφέρουμε τους κλάδους:
τουρισμός, ενέργεια, εξαγωγική βιομηχανία, αγροτική παραγωγή, χονδρικό εμπόριο,
μεταφορές και logistics και ορυκτός πλούτος.
Εμπόδια στην πορεία για
μια σημαντική αναπτυξιακή και επενδυτική ώθηση
Η μελέτη εντοπίζει τα σημαντικότερα εμπόδια που υπονομεύουν
το επενδυτικό κλίμα και καθυστερούν τη μετάβαση σε ένα αειφόρο αναπτυξιακό
μοντέλο. Ονομαστικά αναφέρονται οι ανασταλτικοί παράγοντες που αφορούν στα εξής:
1. Αξιοπιστία και
εμπιστοσύνη
2. Κλίμα
σκεπτικισμού για τις ιδιωτικές επενδύσεις
3. Υψηλοί
φορολογικοί συντελεστές και ασταθές φορολογικό πλαίσιο
4. Περιορισμοί
στην κίνηση κεφαλαίων
5. Επιχειρηματικό
περιβάλλον
6. Εκσυγχρονισμός
της δημόσιας διοίκησης
7. Βιώσιμη
αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους και υποχρέωση δημιουργία μεγάλων πρωτογενών
πλεονασμάτων
8. Δυσμενής
δημογραφική δυναμική
9. Εμπόδια στις
ξένες επενδύσεις
10. Επιστροφή στη
χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την κανονικότητα, στη λειτουργία του
τραπεζικού συστήματος και των κεφαλαιαγορών
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιστροφή σε υψηλούς
και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και η αποκατάσταση της κανονικότητας στην
οικονομία, αποτελεί την ασφαλέστερη διέξοδο για την αντιμετώπιση της
οικονομικής στασιμότητας και κυρίως των
σημαντικών προβλημάτων που μας κληροδότησε η κρίση, ανεργία, φτώχεια,
υπερχρέωση δημοσίου και σημαντικό ύψος μη εξυπηρετούμενων δανείων. Παράλληλα,
θα προσφέρει ελπίδα για επιστροφή του ανθρώπινου δυναμικού που ξενιτεύτηκε
(κοντά στις 500.000), θα βελτίωνε τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος,
αλλά και τη δυνατότητα ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής.
«Στις τρέχουσες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας
επιταχυντής της αναπτυξιακής δυναμικής μπορεί να είναι μόνο μια μεγάλη ώθηση
των επενδύσεων και των εξαγωγών».
«Δεδομένου ότι οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές παραμένουν
ακόμα ιδιαίτερα ευνοϊκές, με χαμηλά επιτόκια και επιταχυνόμενο ρυθμό ανάπτυξης
στην Ευρωζώνη, ο χρόνος είναι στην κυριολεξία χρήμα. Μία φιλοαναπτυξιακή και
φιλοεπενδυτική ατζέντα πολιτικής, που επιβεβαιώνεται έμπρακτα από αναληφθείσες
πρωτοβουλίες και πράξεις, θα επιτρέψει στην Ελλάδα να γυρίσει οριστικά σελίδα
και να μεταβεί, από έναν φαύλο σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης, απασχόλησης και
ευημερίας. Δεν πρέπει να χαθεί για άλλη μια φορά μια μεγάλη ευκαιρία παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας».