Το κυριακάτικο πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου του 1831 δολοφονήθηκε από τους Μαυρομιχαλαίους, Κωνσταντή και Γεώργιο, ο Κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας. Ο άνθρωπος που, εκτός από το αξιόλογο έργο που έκανε – μετά πολλών εμποδίων – στα τρία χρόνια και οχτώ μήνες της διακυβέρνησής του για να δημιουργήσει «κράτος από το χάος», προσπάθησε το πρωτοφανές και το ανεπανάληπτο: Να κάνει τον εξαθλιωμένο και δυστυχή ελληνικό λαό της πρώτης μεταεπαναστατικής περιόδου το ίδιο έντιμο, όσο ήταν εκείνος
Το κυριακάτικο πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου του 1831 δολοφονήθηκε από τους Μαυρομιχαλαίους, Κωνσταντή και Γεώργιο, ο Κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας. Ο άνθρωπος που, εκτός από το αξιόλογο έργο που έκανε – μετά πολλών εμποδίων – στα τρία χρόνια και οχτώ μήνες της διακυβέρνησής του για να δημιουργήσει «κράτος από το χάος», προσπάθησε το πρωτοφανές και το ανεπανάληπτο: Να κάνει τον εξαθλιωμένο και δυστυχή ελληνικό λαό της πρώτης μεταεπαναστατικής περιόδου το ίδιο έντιμο, όσο ήταν εκείνος.

Προφανής η ματαιότητα, που ήταν συγχρόνως και το «τρωτό» του σημείο. Γιατί η μοίρα όσων έχουν τέτοιου μεγέθους ευγενείς στόχους είναι προδιαγεγραμμένη μια και σχεδόν πάντοτε θα βρίσκουν απέναντί τους εκείνους που υπερασπίζονται παντοιοτρόπως τα «παράνομα, θεσμοθετημένα δικαιώματά τους». Και βέβαια, τα «αδίστακτα συμφέροντα» των ισχυρών ξένων (εν προκειμένω των Γάλλων και των Άγγλων), τις σε βάρος του δολοπλοκίες των οποίων γνώριζε ο Καποδίστριας και φρόντισε να αποκαλύψει με επιστολή του στον Γάλλο ναύαρχο Lalande: «Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος. Αν έκοβα τις σχέσεις με τις λεγόμενες «προστάτιδες» Δυνάμεις, τούτο θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να προσθέσω βάρος και στη συνείδησή μου. Και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους…»

Τα περί «τυραννοκτονίας», που ειπώθηκε από τα «παιδιά του σατανά», όπως ο ίδιος αποκαλούσε τους Φαναριώτες, και αργότερα από τους ιδεοληπτικούς ιστορικούς της αριστεράς (Γ. Κορδάτος) και τους νέους ιστορικούς (Β. Κρεμμυδάς, κ.ά.), ανήκουν στη χλεύη της Ιστορίας. Επρόκειτο ξεκάθαρα για μια «εθνοκτόνο πράξη» και όχι μόνο για δολοφονία μιας σημαντικής προσωπικότητας, έστω και της «πεφωτισμένης δεσποτείας», που ζούσε οικειοθελώς φτωχικά, γιατί πάμφτωχοι ήταν και οι συμπατριώτες του. Το γνώριζε και ο Ελβετός φιλέλληνας Εϋνάρδος όταν έλεγε: «Ὅστις δολοφόνησε τὸν Καποδίστρια, δολοφόνησε τὴν πατρίδα του. Ὁ θάνατός του εἶναι συμφορὰ γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ δυστύχημα εὐρωπαϊκόν.» Ακόμη και ο αντικαποδιστριακός Γερμανός ιστορικός Μέντελσον-Μπαρτόλντυ ομολογούσε για τον «θεόσταλτο» και ακάματο Κυβερνήτη: «Ο μόνος στολισμός του κυβερνητικού “μεγάρου” ήταν ο λαμπρός ήλιος της Ελλάδας και η λατρεία των Ελλήνων!»

Για το ποιοι κρύβονταν πίσω από τους δύο δολοφόνους είναι ο ίδιος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης που το 1840, εννέα χρόνια μετά τη δολοφονία, ομολογούσε: «Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου, και το Έθνος έναν άνθρωπο που δε θα τόνε μεταβρεί και το αίμα του με παιδεύει ως τώρα …». Η μοίρα του «αχυρένιου» ελληνικού κράτους έμοιαζε προδιαγεγραμμένη ……


«…. Και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους»

(από ardin-rixi.gr, 27/09/2017)