Η χθεσινή ανακοίνωση (
εδώ) του Διεθνούς Οργανισμού
Ενέργειας (ΙΕΑ) για τη ραγδαία άνοδο των φωτοβολταϊκών και την εξέχουσα πλέον
συμμετοχή τους στην συνολική εγκατεστημένη ισχύ των ΑΠΕ, όπου κάλυψαν σχεδόν τα
δυο τρίτα από τα 165 GW που εγκαταστάθηκαν πέρυσι παγκοσμίως, ήρθε να μας
θυμίσει τις τεκτονικές πλέον αλλαγές που παρατηρούνται, καθώς ο κόσμος οδηγείται
σε μια νέα ενεργειακή πραγματικότητα. Αυτήν της καθαρής και ανεξάντλητης
ενέργειας που μπορεί να προέλθει τόσο από τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, όσο
και από την πυρηνική ενέργεια, όπου το επόμενο στάδιο εξέλιξης της, δηλαδή
εξελιγμένοι πυρηνικοί αντιδραστήρες σχάσης, αλλά και πλέον μακροπρόθεσμα η
πυρηνική τήξη ,υπόσχονται μια αφθονία ενέργειας.
Για να παραμείνουμε όμως στα φωτοβολταϊκά, θα πρέπει να
θυμίσουμε ότι το φωτοβολταϊκό φαινόμενο είναι γνωστό εδώ και 180 περίπου χρόνια,
αφού ανακαλύφθηκε το 1839 από τον Γάλλο A.E. Becquerel, ο οποίος και δημοσίευσε
τα πρωτοφανή ευρήματα του στο επιστημονικό περιοδικό
Les Comptes Rendus de l'Académie des Sciences.
Ο επιστήμων Becquerel με πληθώρα στοιχείων είχε περιγράψει πώς
επιτυγχάνεται η πόλωση ηλεκτρικών φορτίων όταν συγκεκριμένα υλικά (στα αρχικά
πειράματα είχε χρησιμοποιήσει πλατίνα και χρυσό) εκτεθούν στην ηλιακή
ακτινοβολία, με αποτέλεσμα την δημιουργία διαφοράς δυναμικού και την παραγωγή
ηλεκτρικού ρεύματος. Δηλαδή μέσω της λειτουργίας μιας οιωνεί υποτυπώδους
ηλεκτρικής γεννήτριας.
Χρειάσθηκε όμως να περάσουν περισσότερα από 110 χρόνια, όταν
Ρώσοι και Αμερικανοί επιστήμονες, δουλεύοντας ξεχωριστά και σχεδόν με καθόλου
επικοινωνία μεταξύ τους στα αντίστοιχα διαστημικά προγράμματα των χωρών τους, κατέφυγαν
στο φωτοβολταϊκό φαινόμενο για να δημιουργήσουν αυτόνομες ηλεκτρικές γεννήτριες
με τις οποίες θα εξόπλιζαν τους πρώτους δορυφόρους, ώστε να μπορούν να
υποστηρίξουν πλήρως το ηλεκτρικό τους σύστημα. Έτσι, περί το 1955 γεννήθηκαν τα
πρώτα σύγχρονα φωτοβολταϊκά στοιχεία (solar cells) και έμελλε να περάσουν ακόμα
20 χρόνια για να αρχίσουν να χρησιμοποιούνται σε επίγειες εφαρμογές, στη αρχή
για απομακρυσμένες και απαιτητικές χρήσεις όπως για τον φωτισμό φάρων και
σταθμών τηλεπικοινωνίας. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά παρατηρούμε μια
πλέον συστηματική προσπάθεια από εταιρείες και κυβερνήσεις για τη διάδοση των
φωτοβολταϊκών και την παραγωγή μεγάλης κλίμακας ηλεκτρικής ενέργειας, αρχικά
για αποκεντροποιημενες εφαρμογές σε χώρες του τρίτου κόσμου και πλέον πρόσφατα
ως βασική πηγή ενέργειας για την απευθείας τροφοδοσία των ηλεκτρικών δικτύων.
Σήμερα οι εφαρμογές φωτοβολταϊκών έχουν κυριολεκτικά
απογειωθεί από πλευράς μεγέθους, αλλά και πολυμορφίας των διαφόρων
εγκαταστάσεων, τόσο σε αυτόνομες μονάδες ισχύος πολλών μεγαβάτ η κάθε μια, αλλά
και μεγάλης ποικιλίας οικιακών μονάδων, με την πλέον πρόσφατη τάση να ενθαρρύνει
την ενσωμάτωση φωτοβολταϊκών στο κέλυφος του κτιρίου. Έτσι, χιλιάδες κτίρια
κατασκευάζονται πλέον σε όλο τον κόσμο, με ολόκληρες τις προσόψεις τους να είναι
καλυμμένες με φωτοβολταϊκά πανέλα.
Σημαντικός παράγοντας για την τεράστια εξάπλωση των
φωτοβολταϊκών είναι ασφαλώς η δραματική πτώση της τιμής τους, όπου από τα $
1000 ανά μεγαβατώρα που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αυτή τώρα έχει
μειωθεί μόλις στα $ 30 ανά μεγαβατώρα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί πέρυσι η συνολική ετήσια
παγκόσμια δυναμικότητα εγκαταστάσεων κατά 50% (σε σύγκριση με το 2015), φθάνοντας
στα 74 GW, με τη συνολική πλανητική εγκατεστημένη ισχύ να έχει κορυφωθεί στα
303 GW. Εάν καλοεξετάσουμε το θέμα, αυτά είναι συγκλονιστικά νούμερα ιδίως εάν
κάνουμε ορισμένες συγκρίσεις, όπως εάν λχ λάβουμε υπ´ όψη ότι η σημερινή συνολική
εγκατεστημένη ισχύς της Ιαπωνίας είναι 313 GW, ενώ η συνολική ισχύς της
Γερμανίας και της Γαλλίας μαζί φθάνουν τα 330 GW.
Βέβαια, η συμμετοχή του παραγόμενου ηλεκτρισμού από τα
φωτοβολταϊκά παραμένει εξαιρετικά μικρή, καλύπτοντας μόλις το 1,2% της
παγκόσμιας παραγωγής, αλλά αυτό αναμένεται να αλλάξει άρδην κατά τα επόμενα
χρόνια, καθώς θα εξαπλώνονται οι εφαρμογές τους και θα αρχίσει να γίνεται
οικονομικά συμφέρουσα η αποθήκευση της παραγόμενης από αυτά ηλεκτρικής
ενέργειας. Με αυτό τον τρόπο, θα διπλασιαστεί ή και τριπλασιαστεί ο όγκος της
παραγόμενης χρήσιμης ηλεκτρικής ενέργειας. Ένας θαυμάσιος νέος κόσμος φθηνής και
καθαρής ενέργειας γεννιέται, έτσι που το όραμα του Aldous Huxley όπως το
περιέγραψε στο γνωστό βιβλίο του (που πρωτοεκδόθηκε πριν τον πόλεμο)
A Brave New World, φαίνεται ότι γίνεται
πραγματικότητα.