Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η στροφή της Γερμανίας στις
Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), και κυρίως στον ήλιο, δεν έχει τα
αναμενόμενα αποτελέσματα. Η επιτυχία της δεν είναι πλήρης και τα οφέλη της δεν
τα καρπώνονται όλοι. Από το 2000, η Γερμανία έχει διαθέσει περίπου 189 δισ.
ευρώ για την επιδότηση των ΑΠΕ. Ωστόσο, το κόστος της ενέργειας έχει διπλασιαστεί,
δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα στα φτωχά νοικοκυριά. Παράλληλα, ένας από τους
στόχους αυτής της πολιτικής μετάβασης, που είναι γνωστή ως «Energiewende», ήταν
να περιοριστούν δραστικά οι εκπομπές ρύπων (κυρίως διοξειδίου του άνθρακα).
Aυτές σε πρώτη φάση μειώθηκαν κατά πολύ, αλλά έκτοτε παραμένουν σταθερά στα
επίπεδα του 2009. Συν τοις άλλοις, συνέβη και το εξής: Πέρυσι, οι εκπομπές
διοξειδίου του άνθρακα αυξήθηκαν επειδή οι σταθμοί παραγωγής με γαιάνθρακα
εκλήθησαν να καλύψουν το κενό των πυρηνικών σταθμών που διέκοψαν τη λειτουργία
τους.
Οπότε, ο ένας στόχος κατά της ρύπανσης επιτεύχθηκε εν μέρει.
Εντούτοις, τα τιμολόγια της συμβατικής ενέργειας αυξήθηκαν για να
χρηματοδοτηθούν οι ανανεώσιμες πηγές, αυξάνοντας παράλληλα και το πολιτικό
κόστος. Για παράδειγμα, το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία, που
μπήκε μετά τις τελευταίες εκλογές στη Βουλή, διαμηνύει ότι θα τερματίσει την
πολιτική ενεργειακής μετάβασης. Μέρος της επιχειρηματολογίας του είναι ότι το
ενεργειακό πρόγραμμα της κυβέρνησης έχει μέχρι σήμερα αποβεί επαχθές για τα
νοικοκυριά, χωρίς ορατά αποτελέσματα. Αυτή η επιχειρηματολογία είχε ως
αποτέλεσμα να κερδίσει πολλές ψήφους. Ο Κλάους Μίλερ, 27χρονος φοιτητής σε
σχολή υπολογιστών, είναι ένας από αυτούς. «Η οικογένειά μου πληρώνει 800 ευρώ
τον χρόνο επιπλέον, αλλά το διοξείδιο του άνθρακα δεν μειώθηκε», δήλωσε στους
New York Times. Εν τω μεταξύ, όπως αναφέρει η εφημερίδα, αν το Βερολίνο όντως
θέλει να επιτύχει έως το 2020 τον στόχο μείωσης των ρύπων κατά 40% συγκριτικά
με τα επίπεδα του 1990, πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές του.
Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ, για να προχωρήσει και
να ολοκληρώσει την πολιτική ενεργειακής μετάβασης, πρέπει να συγκροτήσει
κυβερνητικό συνασπισμό με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, των
οποίων οι απόψεις για περιβαλλοντικά θέματα είναι εκ διαμέτρου αντίθετες.
Πάντως, όπως παρατηρούν οι New York Times, το σημαντικότερο
όλων είναι ότι η νέα κυβέρνηση πρέπει να έρθει σε ρήξη με τις
αυτοκινητοβιομηχανίες, με τις οποίες παραδοσιακά διατηρεί ισχυρούς δεσμούς, με
τις βιομηχανίες, που εξακολουθούν να χρησιμοποιούν γαιάνθρακα για τον εφοδιασμό
τους, αλλά και με τα αντίστοιχα εργατικά συνδικάτα.
(Πηγή:
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)