Συνθήκες οικονομικής ασφυξίας, η οποία αγγίζει τα όρια της
πτώχευσης, επικρατούν στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης (ΕΒΖ) μετά την εμπλοκή
στην πώληση των δύο θυγατρικών ζαχαρουργείων στη Σερβία, καθώς ήταν ο
απαράβατος όρος που είχε θέσει η Τράπεζα Πειραιώς προκειμένου να εξακολουθήσει
να χρηματοδοτεί την πολύπαθη επιχείρηση. Ακόμη και τα έσοδα από τη φετινή
σοδειά ζάχαρης δεν πρόκειται να καλύψουν τα λειτουργικά έξοδά της για
περισσότερο από 6 έως 8 μήνες. Η οικονομική κατάσταση της ΕΒΖ επιδεινώνεται
καθημερινά. Το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής πραγματοποιήθηκε η ετήσια
γενική συνέλευση των μετόχων, με βασικό θέμα την εκλογή και πέμπτου κατά σειράν
διοικητικού συμβουλίου τούς τελευταίους 24 μήνες επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ. Στα
νέα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που εξελέγη, περιλαμβάνεται ο κ. Παναγιώτης
Αλεξάκης, καθηγητής Οικονομικών, ο οποίος είχε διατελέσει και πρόεδρος του
Χρηματιστηρίου Αθηνών στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και σύμφωνα με
ασφαλείς πληροφορίες φέρεται ως ο επικρατέστερος να αναλάβει χρέη προέδρου και
διευθύνοντος συμβούλου στην επιχείρηση.
Μεγάλη περιπέτεια
Η απαρχή της τοποθετείται στο 2006, όταν η Ελλάδα αποδέχθηκε
τη μείωση της παραγωγής της σε ζάχαρη, από τους 320.000 τόνους τον χρόνο στους
158.000. Τότε υπερκάλυπτε τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς. Οι ελληνικές
κυβερνήσεις τις τελευταίες δεκαετίες χρησιμοποιούσαν τα εργοστάσια για να
εξυπηρετούν την κομματική τους πελατεία. Διόριζαν διοικήσεις που πολλές φορές
δεν είχαν καμία γνώση του αντικειμένου. Είναι αξιοσημείωτα τα αποτελέσματα τα
οποία προέκυψαν από την προκαταρκτική έρευνα που διενήργησε η Οικονομική
Αστυνομία την περίοδο 2007-2015, σύμφωνα με τα οποία πρώην πρόεδροι,
διευθύνοντες σύμβουλοι και εμπορικοί διευθυντές κατηγορούνται ότι έδιναν
εμπορεύματα σε άλλες εταιρείες με πίστωση, χωρίς να υπάρχουν ισχυρές
εξασφαλίσεις, εγγυητικές επιστολές και προσημειώσεις.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι κατηγορούμενοι πωλούσαν και
εμπορεύματα κάτω του κόστους, ενώ έκαναν και δωρεές ζάχαρης εις βάρος της
επιχείρησης. Η συνολική ζημία που υπέστη η ΕΒΖ ανέρχεται σε 52 εκατ. ευρώ για
το χρονικό διάστημα 2007-2015.
Καλλιέργεια τεύτλων
Το ζητούμενο για την ΕΒΖ, ενόψει και της απελευθέρωσης των
εισαγωγών ζάχαρης από την 1η Νοεμβρίου 2017, είναι να πεισθούν οι Ελληνες
αγρότες να καλλιεργήσουν ζαχαρότευτλα, και την ίδια στιγμή η Ελληνική
Βιομηχανία Ζάχαρης να αγοράζει πρώτη ύλη σε τιμή που να μην έχει ζημίες. Μια
ματιά στους αριθμούς είναι αποκαλυπτική για το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η
βιομηχανία. Την καλλιεργητική σεζόν 2015 υποβλήθηκαν μόλις 1.728 αιτήσεις
αγροτών για καλλιέργεια τεύτλων. Από αυτούς, 1.440 έκαναν τελικά το βήμα, παρά
το γεγονός ότι η ΕΒZ αγοράζει τα ζαχαρότευτλα σε τιμές σημαντικά υψηλότερες από
τα επίπεδα των 27 με 28 ευρώ ανά τόνο που δίνουν για αγορά πρώτης ύλης τα
βορειοευρωπαϊκά ζαχαρουργεία. Η ΕΒZ έχει κόστος παραγωγής ανά τόνο ζάχαρης που
κυμάνθηκε κατά τις τρεις προηγούμενες χρήσεις μεταξύ 742 με 986 ευρώ, όταν το
κόστος εισαγόμενης ζάχαρης ανερχόταν σε περίπου 450 ευρώ ανά τόνο.
Το υψηλό κόστος ομολογείται από την ίδια τη διοίκηση της
εταιρείας. Στην έκθεσή της, η οποία συνοδεύει τα αποτελέσματα της χρήσης
2015-16, κάνει διεξοδική αναφορά, αποδίδοντάς το στις εξής αιτίες: στα υψηλά
κόστη αγοράς και μεταφοράς πρώτης ύλης από τους αγρότες, στα υψηλά κόστη μισθοδοσίας
μόνιμου και εποχικού προσωπικού, στο υψηλό κόστος υποαπασχόλησης του ενός
εργοστασίου που παραμένει σε λειτουργία και, τέλος, στο υψηλό κόστος ενέργειας.
Σημειώνεται ότι το τιμολόγιο της ΕΒΖ για την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο
είναι κοντά στα επίπεδα του περσινού, με μία μεσοσταθμική μείωση 4% στην τιμή
παραγωγού για τα τεύτλα.
Ανελαστικές οφειλές
Ο οικονομικός εκφυλισμός της επιχείρησης φθάνει μέχρις
σημείου να απαιτούνται άμεσα κεφάλαια για να υπάρξει διακανονισμός με τη ΔΕΠΑ,
καθώς για το φυσικό αέριο που παρείχε στο εργοστάσιο, στο Πλατύ Ημαθίας,
υπάρχει απαίτηση 3,8 εκατ. ευρώ, η οποία θα πρέπει να πληρωθεί έως το τέλος του
έτους, ενώ υπάρχει χρέος 2,5 εκατ. ευρώ που πρέπει να εξοφληθεί έως τον
Αύγουστο του 2018, καθώς και άλλα 7 εκατ. ευρώ από παλαιότερο χρέος για αέριο,
το οποίο πρέπει να διακανονιστεί. Εξίσου ανελαστική είναι η οφειλή προς τις
μεταφορικές εταιρείες με τις οποίες συνεργάστηκε η ζαχαροβιομηχανία φέτος για
να μεταφέρει τα τεύτλα από τις Σέρρες και τη Δυτική Μακεδονία στο Πλατύ αλλά
και προς τους σιδηροδρόμους (για τη μεταφορά από τη Λάρισα στο Πλατύ Ημαθίας).
Την ίδια στιγμή, τα προβλήματα που υπάρχουν τα τελευταία χρόνια στην καταβολή
των χρημάτων στους τευτλοπαραγωγούς έχουν περιορίσει σημαντικά τον αριθμό των
στρεμμάτων που οδηγούνται στη συγκεκριμένη καλλιέργεια. Φέτος, και έπειτα από
διαβεβαιώσεις της προηγούμενης διοίκησης, αλλά και επειδή οι τιμές
ανταγωνιστικών μεγάλων καλλιεργειών δεν είναι υψηλές, αρκετοί αγρότες έσπειραν
ξανά τεύτλα. Ομως, με την εταιρεία να παραπαίει και τις διοικήσεις να αλλάζουν
η μία μετά την άλλη, ο προβληματισμός είναι πολύ έντονος. Κανένας διευθυντής
δεν μπορούσε να πάρει την ευθύνη να ξεκινήσει η λειτουργία των εργοστασίων για
την επεξεργασία των τεύτλων, μεταφέροντας αναγκαστικά τον προγραμματισμό για
την έναρξη της συγκομιδής των ζαχαρότευτλων όλο και πιο πίσω στον χρόνο. Ετσι,
το αρχικό πλάνο για τις 4 Οκτωβρίου 2017 μετατέθηκε στις 9 του μήνα, κατόπιν
στις 11, ακολούθως στις 18, ενώ τώρα πιθανότερη ημερομηνία προβάλλει η 26η
Οκτωβρίου, υπό την προϋπόθεση ότι η νέα διοίκηση της εταιρείας θα πάρει
αποφάσεις άμεσα για οικονομική «ένεση» μέσω της πιστώτριας τράπεζας.
Για το εργοστάσιο στην Ορεστιάδα δεν υπάρχουν κεφάλαια ώστε
να τροφοδοτηθεί με μαζούτ από την ΕΚΟ ΑΒΕΕ, θυγατρική των Ελληνικών Πετρελαίων,
η οποία είχε προμηθεύσει τις απαραίτητες ποσότητες βάσει της συμφωνίας που είχε
κάνει με την παραιτηθείσα διοίκηση, και θα πρέπει να λάβει ικανοποιητική
προκαταβολή έναντι περίπου 1,8 εκατ. ευρώ που υπολογίζεται ότι θα φτάσει ο
συνολικός λογαριασμός για τη συγκομιδή και την παράδοση των τεύτλων.
Επειδή στην παρούσα φάση αυτά τα χρήματα δεν υπάρχουν στα
ταμεία της ΕΒΖ, πρέπει από κάπου να γίνει μια μικρή κεφαλαιακή «ένεση» ή να
παρέμβει πολιτικά η κυβέρνηση στη θυγατρική των ΕΛΠΕ, ώστε να ολοκληρωθεί ομαλά
η τροφοδοσία και να αρχίσει η μονάδα στην Ορεστιάδα να παραλαμβάνει και να
επεξεργάζεται τα τεύτλα.
(Πηγή: «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)