Η αμυντική συνεργασία είναι εδώ και αρκετές δεκαετίες ο
αληθινός -στρατηγικής σημασίας- πυλώνας των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Προσδιορίζει
και υπογραμμίζει το στρατηγικό χαρακτήρα των σχέσεων, αν και ο όρος «στρατηγικός»
είναι πολύ ταλαιπωρημένος στην Ελλάδα.
H Ελλάδα φιλοξενεί τις αμερικανικές διευκολύνσεις στη Σούδα,
η οποία αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα -κατά την επίσημη αμερικανική
διατύπωση- για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή, την
οποία προσδιορίζω από τα ανατολικά σύνορα του Αφγανιστάν μέχρι την Μεσόγειο. Η ακριβής ορολογία του Πενταγώνου έχει ως εξής
: «Souda Bay is a key enabler of U.S. strategic objectives in the
region».
Δεν είναι πάντοτε ακριβές και ορθόν να προσδιορίζεται η αξία
και σημασία της Ελλάδος, για το ΝΑΤΟ και για την Ουάσιγκτον, πάντοτε σε σχέση ή
σε σύγκριση με την Τουρκία. Ούτε η σημασία και η αξία της Σούδας με την
αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ στην Τουρκία. Εκείνο όμως που πρέπει να
υπογραμμίσω είναι ότι οι εγκαταστάσεις στην Σούδα είναι «αναντικατάστατες».
Τη στιγμή αυτή, η Ελλάδα έχει συμφέρον και, κυρίως,
υποχρέωση να αξιοποιήσει τη συγκυριακή και ιστορική αυτή ευκαιρία που μας
δίδεται για την προώθηση και ενίσχυση των δικών μας συμφερόντων. Κυρίως για τη
θωράκιση της εθνικής μας ασφάλειας.
Η Τουρκία έχει επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου κούρσα
εξοπλισμών, οι οποίοι δεν υπαγορεύονται από τις ανάγκες της Συμμαχίας και δεν
υπηρετούν τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ. Οι επιλογές και οι ενέργειές της έχουν όλα τα
χαρακτηριστικά ενός αλαζονικού, ασταθούς και απρόβλεπτου εταίρου, γείτονα και «συμμάχου».
Με την συμπεριφορά της αμφισβητεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων
συμμάχων της στο ΝΑΤΟ.
Ανισορροπία
Ελλάδος-Τουρκίας
Η συμπεριφορά αυτή της Τουρκίας δεν αφορά, συνεπώς, μόνο
στην Ελλάδα ως προμαχώνα αξιών και συμφερόντων της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ
στην πλέον απρόβλεπτη, ρευστή και ευμετάβλητη περιοχή. Αφορά όμως κατ εξοχήν
στην Ελλάδα, διότι ο υπερ-εξοπλισμός της Τουρκίας συνοδεύεται από την
καθημερινή αμφισβήτηση, με στρατιωτικά μέσα, της κυριαρχίας και της εδαφικής της
ακεραιότητας. Υπογραμμίζω τις λέξεις «με στρατιωτικά μέσα».
Αν αναλύσουμε αριθμούς και δείκτες σε βάθος δεκαετίας, θα
παρατηρήσουμε μία ήδη επικίνδυνη διόγκωση της ανισορροπίας μεταξύ Ελλάδος και
Τουρκίας. Αντικειμενικά είναι πολύ ριψοκίνδυνο και μη ρεαλιστική επιλογή να
επιλέξουμε να ακολουθήσουμε ανάλογη ή αντίστοιχη πορεία, μία κούρσα εξοπλισμών.
Η Ελλάδα έχει, στην ιστορική αυτή συγκυρία στο τρίγωνο
Τουρκία-ΝΑΤΟ-ΗΠΑ, τη δυνατότητα να εξηγήσει στην αμερικανική Διοίκηση ότι η
στήριξη της σταθερότητας, η ενίσχυση και η εγγύηση της εθνικής ασφάλειάς της θα
έπρεπε να είναι στρατηγικός στόχος και μόνιμη επιδίωξη των ΗΠΑ και των
Ευρωπαίων συμμάχων και εταίρων της. Όχι απλά ένα διαχρονικό «ελληνικό αίτημα».
Διότι έτσι διασφαλίζει και τα συμφέροντα ασφάλειας των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Αυτή
ήταν, ακριβώς, η εισήγησή μου, πριν από τη συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον πρόεδρο
Ντόναλντ Τραμπ.
Η Σούδα είναι το πολύτιμο «πετράδι στο στέμμα» των διμερών
μας αμυντικών -στρατηγικού χαρακτήρα- σχέσεων. Προτείνω λοιπόν να την
διαπραγματευθούμε ως εξής:
α) Έναντι σοβαρών
διμερών αμερικανικών εγγυήσεων της εθνικής μας ασφάλειας (και όχι μόνο
οικονομικών-εξοπλιστικών ανταλλαγμάτων παρά τις ανάγκες που έχουμε) να
αποδεχθούμε τη μεγαλύτερη -ακόμη και της πενταετίας- ανανέωση της συμφωνίας για
τις αμερικανικές βάσεις (διευκολύνσεις) στην Σούδα. Επίσης, να αποδεχθούμε την
ανάπτυξη και επέκταση «νέων δραστηριοτήτων» και σε άλλα σημεία της Κρήτης και του
ελλαδικού χώρου.
β) Είναι απόλυτα
αναγκαίο και σημαντικό η νέα αυτή Συμφωνία, η οποία θα αντικαταστήσει την
τρέχουσα μεταβατική ενός έτους που λήγει το καλοκαίρι του 2018, να έλθει
υποχρεωτικά προς κύρωση στη Βουλή των Ελλήνων. Έτσι θα δοθεί η δυνατότητα στην
κυβέρνηση να πετύχει την εξασφάλιση για την Ελλάδα ουσιαστικών πολιτικών
ανταλλαγμάτων, της εγγύησης, κυρίως και κατά προτεραιότητα, της εθνικής μας
ασφάλειας. Αν το πετύχουμε, η αξία τους θα είναι πλέον ωφέλιμη ακόμη και από
δημοσιονομικής πλευράς.
Νέα συμφωνία
Τι σημαίνει «Εγγυήσεις Ασφαλείας»; Έχω προτείνει
επανειλημμένα, στο πλαίσιο της ανανέωσης μιας πολυετούς ισχύος Ελληνοαμερικανικής
Στρατηγικής Συμφωνίας Στρατιωτικής Συνεργασίας και Ασφάλειας, την ανάληψη, εκ
μέρους των ΗΠΑ, διμερών «εγγυήσεων αποφυγής και αποτροπής στρατιωτικής
επιχείρησης κατά της Ελλάδος» από οποιαδήποτε χώρα.
Με άλλα λόγια, επιμένω στη σκοπιμότητα να αποσπάσουμε
δεσμεύσεις ανάλογες εκείνων που υφίστανται για το Ισραήλ. Η Ελλάδα χρειάζεται,
σε διμερές επίπεδο, εγγυήσεις και ρητές δεσμεύσεις, οι οποίες θα βαίνουν πέραν
του -περιορισμένης χρησιμότητας για την Ελλάδα υπό τις παρούσες συνθήκες-
Άρθρου 5 της Χάρτας του ΝΑΤΟ. Όσο σημαντικότερα είναι τα ανταλλάγματα, τόσο
μεγαλύτερη σε διάρκεια ας είναι η ισχύς της νέας συμφωνίας. Αυτή μπορεί να
είναι μία λογική διαπραγματευτική θέση και γραμμή.
Για όσους απορούν ή το θεωρούν αδύνατον, προβάλλοντας το
επιχείρημα «είμαστε αδύναμοι και αυτά δεν γίνονται», εξειδικεύω: Επιβάλλεται να
επιδιώξουμε την επανάληψη της γραπτής δέσμευσης έναντι της Ελλάδος πού
περιείχετο στην επιστολή του υπουργού Εξωτερικών Χένρυ Κίσσιντζερ προς την
ελληνική πλευρά, στις 10 Απριλίου 1976, ως ακολούθως:
«…Οι ΗΠΑ θα αντετάσσοντο, ενεργώς και ανεπιφυλάκτως, εις την αναζήτησιν
υπό εκατέρας πλευράς (εννοεί Τουρκίας και Ελλάδος) στρατιωτικής επιλύσεως των διαφορών
και θα καταβάλλουν μείζονα προσπάθεια δια να παρεμποδίσουν μιαν τοιαύτην
εξέλιξιν των πραγμάτων».
Να σημειώσω ότι έχω επιβεβαιώσει, από πρόσφατες συζητήσεις
με τον αρχιτέκτονα της σύνταξης της επιστολής Κίσσιντζερ, ότι ήταν εξ ολοκλήρου
γραμμένη από την πλευρά της Ελλάδος σε ανοιχτή γραμμή μεταξύ του (ευρισκομένου
τότε σε αποστολή στην Ουάσινγκτον) υπουργού Εξωτερικών Δημητρίου Μπίτσιου και
του Γραφείου του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Αναστολή λειτουργίας
των βάσεων
Στο κείμενο της διμερούς αυτής ελληνοαμερικανικής συμφωνίας
ή, έστω, στις δεσμευτικού περιεχομένου επιστολές που θα την συνοδεύσουν ως
αναπόσπαστο μέρος, θα πρέπει η Ελλάδα να καταστήσει σαφές ότι: στην περίπτωση
που η Ελλάδα δεχθεί στρατιωτική επίθεση (εννοείται από την Τουρκία), διατηρεί
το δικαίωμα, άνευ διαβουλεύσεων, αναστολής της χρήσης (λειτουργίας) των υπόψη
βάσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Για κάποιους που εξακολουθούν να θεωρούν ότι «αυτά δεν
γίνονται σήμερα», θυμίζω ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε επιβάλλει
περιορισμούς στην λειτουργία της Σούδας, ενώ είχαμε αποχωρήσει από το
στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, πράγμα που αργότερα είχε περιπλέξει ουσιωδώς τα
πράγματα.
Η επιχειρηματολογία μας πρέπει σταθερή και να αναδεικνύει
χωρίς φόβο ή έπαρση ότι οι εν εξελίξει καθημερινές επιχειρήσεις της Τουρκίας
στο Αιγαίο απειλούν ευθέως το συμφέρον εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.
Μόνο με μια ευρύτερη πολιτική συνεννόηση και συναίνεση αυτοί
οι στόχοι μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. Αυτονόητο, επίσης, είναι ότι πρέπει
να αποφευχθεί η πολυγλωσσία, όπως, δυστυχώς, έγκυροι συνομιλητές λέγουν ότι συνέβη
στο πρώτο εξάμηνο του 2017. Ειδικά σε σχέση με την διάρκεια της τρέχουσας
Συμφωνίας, με αποτέλεσμα η αμερικανική πλευρά περίπου να θεωρεί ή να
ισχυρίζεται ότι δεν τηρήσαμε συνεπή στάση.
Προσωπικές πολιτικές και προσωπικές επιδιώξεις δεν είναι
θεμιτές. Προέχει η συντεταγμένη και συντονισμένη προώθηση του εθνικού
συμφέροντος. Το υπουργείο Εξωτερικών πρέπει να είναι ο κεντρικός φορέας της
διαπραγμάτευσης και υλοποίησης των στόχων μας.
Η επίσκεψη Τσίπρα
Όσο άδικο και άκαιρο είναι να μεμψιμοιρούν κάποιοι στην
Αθήνα και να προσπαθούν να υποβιβάσουν την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην
Ουάσινγκτον, ειδικά τη στιγμή αυτή, τόσο λάθος είναι κάποιοι άλλοι να σπεύδουν
να της προσδώσουν χαρακτήρα ή χρώμα επιλεκτικής πολιτικής στήριξης. Η αλήθεια είναι
ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη βελτίωσης και διόρθωσης της δημόσιας εικόνας της στα
οκτώ αυτά χρόνια της κρίσης και απαξίωσης. Σ’ αυτό πρέπει να επιμείνουμε.
Εκτιμώ ότι η εικόνα της Ελλάδος στον Λευκό Οίκο με οικοδεσπότη
μάλιστα τον συγκεκριμένο, μη συμβατικό, Πρόεδρο ήταν θετική. Αυτή είναι η δική
μου προσωπική αποτίμηση της επίσκεψης του Πρωθυπουργού.
Η επίσκεψη είχε αναμφίβολα ξεχωριστή σημασία για τον
Πρωθυπουργό και την κυβέρνηση. Με ενδιαφέρει, όμως, και δίδω μεγαλύτερη σημασία
στην εικόνα της Ελλάδος. Η σημειολογική ανάλυση των επισήμων ανακοινώσεων και
δηλώσεων του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του αντιπροέδρου Μάικ Πενς
επιβεβαιώνει ότι οι ΗΠΑ θεωρούν την Ελλάδα ως πυλώνα σταθερότητας, ως χώρα
κλειδί σε μία ασταθή περιοχή που φλέγεται και που παράγει ανατροπές και
αβεβαιότητα.
Η Ελλάδα έτσι λοιπόν αξιολογείται, λόγω κυρίως της
γεωστρατηγικής της θέσης. Λόγω, δηλαδή, της μοναδικής και αναντικατάστατης
γεωπολιτικής στρατηγικής θέσης της εν μέσω ριζικής μεταβολής ισορροπιών,
συμμαχιών και δεδομένων. Απρόβλεπτο, αόριστο και ρευστό παραμένει το αύριο, η
Επόμενη Ημέρα στην περιοχή που εκτείνεται από το Ιράν μέχρι το Αιγαίο.
Η διαφορά μεταξύ ΕΕ
και ΗΠΑ
Θέλω να σταθώ στην ειλικρινή τοποθέτηση του απερχομένου υπουργού
Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφανγκ Σόϊμπλε, στην συνέντευξη που έδωσε στον
Αλέξη Παπαχελά. Διότι σε αυτό ακριβώς το κρίσιμο πεδίο υπάρχει, εδώ και οκτώ χρόνια,
η θεμελιώδης και ουσιαστική διαφορά εκτίμησης και οπτικής γωνίας του ελληνικού
ζητήματος μεταξύ των ΗΠΑ αφενός και της ΕΕ, κυρίως της Γερμανίας, αφετέρου.
Ο κ. Σόϊμπλε ήταν σαφής: από πλευράς ΕΕ, και δη στην
Ευρωζώνη, δεν υπολογίζεται ως προστιθέμενη αξία ο γεωπολιτικός ρόλος και η θέση
της Ελλάδος. Με άλλα λόγια, δεν μέτρησε στις Βρυξέλλες το γεγονός ότι το
ελληνικό ζήτημα συνέπεσε με την έκρηξη των πολέμων και συγκρούσεων στην Μέση
Ανατολή και Βόρεια Αφρική. Επίσης, με τη ρευστότητα.
(Πηγή: slpress.gr)