Οικονομικά Μη-Βιώσιμοι οι Ελληνικοί Λιγνιτικοί Σταθμοί Μετά το 2040, Σύμφωνα με Νέα Μελέτη

Οικονομικά Μη-Βιώσιμοι οι Ελληνικοί Λιγνιτικοί Σταθμοί Μετά το 2040, Σύμφωνα με Νέα Μελέτη
της Μάχης Τράτσα
Παρ, 10 Νοεμβρίου 2017 - 07:44
Τεχνικά και οικονομικά εφικτή θα είναι η κάλυψη της ζήτησης ηλεκτρισμού από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) σε ποσοστό μάλιστα άνω του 90%, και για την Ελλάδα μετά από μία εικοσαετία. Όπως καταδεικνύει η έκθεση «Οδικός Χάρτης για την Ηλεκτρική Ενέργεια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης» (South East Europe Road Map, SEERMAP), οι λιγνιτικοί σταθμοί θα είναι οικονομικά μη-βιώσιμοι μετά το 2040.

Τεχνικά και οικονομικά εφικτή θα είναι η κάλυψη της ζήτησης ηλεκτρισμού από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) σε ποσοστό μάλιστα άνω του 90%, και για την Ελλάδα μετά από μία εικοσαετία. Όπως καταδεικνύει η έκθεση «Οδικός Χάρτης για την Ηλεκτρική Ενέργεια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης» (South East Europe Road Map, SEERMAP), οι λιγνιτικοί σταθμοί θα είναι οικονομικά μη-βιώσιμοι μετά το 2040 ενώ οι υψηλές τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2 ) θα «εκτοπίζουν» και σταθμούς Φυσικού Αερίου προς το 2050. Η βαθιά διείσδυση των ΑΠΕ, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη, δεν θα αυξήσει τη χοντρική τιμή του ηλεκτρισμού σε σχέση με την απλή εφαρμογή των σημερινών πολιτικών ενώ θα έχει σημαντική θετική επίδραση στα μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας.

Συνεργαζόμενες μαζί, οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης θα μπορούσαν να ελαχιστοποιήσουν σημαντικά τις προκλήσεις και να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη από την επίτευξη ενός μέλλοντος ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς άνθρακα έως το 2050, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η πρόσφατα δημοσιευμένη έκθεση για το μέλλον της ηλεκτρικής ενέργειας στην περιοχή των Βαλκανίων.

Ο Οδικός Χάρτης για τη Ηλεκτρική Ενέργεια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης εξετάζει τρία σενάρια για τον τομέα ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2050, τα οποία εστιάζουν στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων (Αλβανία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Ελλάδα, Σερβία, πΓΔΜ, Κοσσυφοπέδιο, Μαυροβούνιο και Ρουμανία).

Τα σενάρια για τη μελλοντική ανάπτυξη του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας της περιοχής περιλαμβάνουν:

  1. το σενάριο «χωρίς στόχο», το οποίο αντικατοπτρίζει την εφαρμογή των υφιστάμενων ενεργειακών πολιτικών,
  2. το σενάριο «απεξάρτησης» από τον άνθρακα για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, το οποίο αντικατοπτρίζει μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη μείωση των εκπομπών CO2 σύμφωνα με τους στόχους της ΕΕ για τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στο σύνολό του, αύξηση της τιμής του CO2 και αύξηση της στήριξης για την ΑΠΕ, και
  3. το σενάριο «καθυστέρησης», το οποίο συνεπάγεται την αρχική εφαρμογή των σημερινών εθνικών επενδυτικών σχεδίων, ακολουθούμενη από αλλαγή της κατεύθυνσης πολιτικής από το 2035 και μετά, με αποτέλεσμα να επιτευχθεί το 2050 σχεδόν το ίδιο ποσοστό μείωσης των εκπομπών με το σενάριο "απεξάρτησης". Ο μετασχηματισμός οφείλεται και πάλι στην αύξηση της τιμής του CO2 και στην αύξηση της στήριξης για τις ΑΠΕ μόνο μετά το 2035.

Η περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων θα πρέπει να αντικαταστήσει περισσότερο από το 30% της σημερινής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με ορυκτά καύσιμα έως το τέλος του 2030 και άνω του 95% έως το 2050. «Αυτό αποτελεί πρόκληση για τη διασφάλιση ενός πλαισίου πολιτικής που θα ενθαρρύνει νέες επενδύσεις, αλλά και ευκαιρία ώστε να διαμορφωθεί ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας σε μακροπρόθεσμη βάση σε συμφωνία με μια ευρύτερη στρατηγική μετάβασης του τομέα ηλεκτροπαραγωγής χωρίς περιορισμούς από το τρέχον χαρτοφυλάκιο σταθμών», αναφέρει η έκθεση.

Κοινές προκλήσεις

Οι τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης έχουν κοινές προκλήσεις:

  • γερασμένες λιγνιτικές μονάδες που χρειάζονται νέες επενδύσεις,
  • ευαισθησία των καταναλωτών στις υψηλές τιμές
  • επισφαλείς δημοσιονομικές συνθήκες των κρατικών επιχειρήσεων.

Αλλά υπάρχουν και κοινές ευκαιρίες. Η περιοχή έχει μεγάλες δυνατότητες για παραγωγή ηλιακής και αιολικής ενέργειας και βιομάζας, μεγάλο υδροηλεκτρικό δυναμικό για εξισορρόπηση συστημάτων και καλά διασυνδεδεμένα δίκτυα.

«Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής, οι ενεργειακοί επενδυτές και οι ενδιαφερόμενοι της κοινωνίας των πολιτών εξετάζοντας την έκθεση, θα κατανοήσουν ότι το κοινό μας και αναπόφευκτο μέλλον χωρίς άνθρακα επιτυγχάνεται καλύτερα εάν λάβουμε την περιφερειακή προοπτική και συνεργαστούμε για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την αντικατάσταση των γερασμένων ανθρακικών μονάδων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», αναφέρει ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας του έργου κ. László Szabó.

Η έκθεση του SEERMAP που δημοσιεύτηκε στις 6 Νοεμβρίου, ημέρα έναρξης των εργασιών της 23η Συνόδου των Συμβαλλομένων Μερών (COP 23) τςη Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Αλλαγή του Κλίματος (UNFCCC) στη Βόννη, στοχεύει στην ενίσχυση των πολιτικών διαλόγων μεταξύ των ενδιαφερομένων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Αν και οι εθνικές συνθήκες ποικίλλουν, οι περιφερειακοί Οδικοί Χάρτες για το 2050 βιώσιμη πορεία απεξάρτησης από τον άνθρακα, η οποία θα έχει τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομική ελκυστικότητα, τη βιωσιμότητα και την ασφάλεια της μελλοντικής ηλεκτρικής ισχύος.

Η έκθεση διαπιστώνει ότι θα ήταν εφικτό να μειωθούν οι εκπομπές CO2 του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας κατά 93%-99%, έως το 2050, όπως άλλωστε επιδιώκεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αξιοποιώντας το υψηλό δυναμικό ανανεώσιμης ενέργειας της περιοχής.

Παράλληλα, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη δεν θα είναι οικονομικά βιώσιμοι μακροπρόθεσμα, με δεδομένο το σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ, το οποίο αναμένεται να εφαρμοστεί από το 2030 και στα Δυτικά Βαλκάνια. Το φυσικό αέριο διαδραματίζει έναν μεταβατικό ρόλο, αντικαθιστώντας μέρος των λιγνιτικών σταθμών προτού και αυτό αποσυρθεί από το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2050.

Τα βαλκανικά κράτη που θα προσχωρούν στην ΕΕ θα εκτίθενται σε κοινές διαδικασίες απελευθέρωσης της αγοράς, ολοκλήρωσης και απαλλαγής από τον άνθρακα ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης του κοινοτικού κεκτημένου στον τομέα της ενέργειας. Η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και το υψηλό επίπεδο διασύνδεσης συνεπάγονται την προσέγγιση των τιμών χονδρικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας σε όλη την περιοχή και τον περιφερειακό ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών. Ως εκ τούτου, ο σχεδιασμός του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να μετατοπιστεί από το εθνικό στο περιφερειακό επίπεδο, ώστε να μειωθεί το κόστος και να μεγιστοποιηθεί η ασφάλεια του εφοδιασμού.

Το έργο SEERMAP υλοποιήθηκε από μια διεθνή κοινοπραξία με επικεφαλής το Περιφερειακό Κέντρο Έρευνας Ενεργειακής Πολιτικής της Ουγγαρίας (REKK). Η χρηματοδότηση προήλθε από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Γεωργίας, Δασών, Περιβάλλοντος και Διαχείρισης Υδάτων της Αυστρίας και το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για το Κλίμα.