Ουδέν κακόν αμιγές καλού... Στα χρόνια της οικονομικής
ύφεσης η Ελλάδα περιόρισε σημαντικά την ενεργειακή της κατανάλωση. Όπως
διαφαίνεται από τα στοιχεία που δημοσίευσε χθες Δευτέρα η Eurostat, η πτώση της
κατανάλωσης για τη χώρα μας κατά τη δεκαετία 2006 - 2016 φτάνει το 23,6% και
είναι η μεγαλύτερη μείωση που καταγράφηκε στα κράτη μέλη της ΕΕ, γεγονός στο
οποίο συνέβαλε η ολοένα και αυξανόμενη ενεργειακή ένδεια των ελληνικών
νοικοκυριών. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι, ουσιαστικά η Ελλάδα το 2016
επέστρεψε στην κατανάλωση προ του 1996, καθώς κατά τα έτη 1996 - 2006 είχε
καταγραφεί αύξηση 28.7%.
Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και η εξοικονόμηση
ενέργειας αποτελούν στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει θέσει ως
προτεραιότητα τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας κατά 20% έως το 2020 και κατά
27% έως το 2030.
Για την επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων η Ευρώπη έχει
θεσπίσει τις Οδηγίες 2010/31/ΕΕ (για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων) και
2012/27/ΕΕ (για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας). Βάσει αυτών, από
την 1η Ιανουαρίου του 2021, όλα τα νέα κτίρια πρέπει να είναι κτίρια σχεδόν μηδενικής
κατανάλωσης ενέργειας (nearly Zero Energy Efficiency Buildings - nZEB), ενώ για
τα νέα κτίρια που στεγάζουν υπηρεσίες του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου
τομέα, η συγκεκριμένη υποχρέωση τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του 2019.
Η συγκεκριμένη απαίτηση αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα για τον
κτιριακό τομέα, καθώς σταδιακά αναμένεται ότι θα αλλάξει τον κατασκευαστικό
τομέα, ο οποίος σήμερα, στη χώρα μας βρίσκεται... εν υπνώσει. Πάντως, σύμφωνα
με ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, προς το τέλος
Φεβρουαρίου αναμένεται ότι θα εκδοθεί ο νέος nZEB - ΚΕΝΑΚ (Κανονισμός
Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων), που θα περιλαμβάνει και τον ορισμό του κτιρίου
σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης.
Η ενεργειακή
κατανάλωση στη Γηραιά Ήπειρο
Ειδικότερα, την περίοδο 2006 - 2016, η ενεργειακή κατανάλωση
περιορίστηκε επίσης στη Μάλτα (-22,5%), στη Ρουμανία (-20,2%), στην Ιταλία και
τη Βρετανία (-17.8%), στη Λιθουανία (-17.7%) κλπ. Αντίθετα, αύξηση καταγράφηκε
σε Εσθονία (13,4%) και Πολωνία (3,2%).
Το 2016, η κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ ήταν 4%
εκτός του στόχου. Από το 1990 (το πρώτο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα
στοιχεία), η κατανάλωση μειώθηκε κατά 1,7%. Ωστόσο, με την πάροδο των ετών, η
απόσταση από τον στόχο κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας παρουσίαζε μεγάλες
διακυμάνσεις. Η μεγαλύτερη απόκλιση παρατηρήθηκε το 2006 (+16,2%) και η
μικρότερη το 2014 (2,1% κάτω από το στόχο).
Κατά τα τελευταία δύο χρόνια το χάσμα αυξήθηκε και πάλι, σε
4% πάνω από τον στόχο του 2020, που ισοδυναμεί με κατανάλωση 1.543 Mtoe
(million tonnes of oil equivalent - εκατομμύρια τόνοι ισοδύναμου πετρελαίου) το
2016. Το 2015 ήταν η μοναδική χρονιά που η ΕΕ πληρούσε τον στόχο ενεργειακής
απόδοσης των 1.086 Mtoe.
Η αύξηση των επενδύσεων σε έργα ενεργειακής απόδοσης και
εξοικονόμησης είναι ένας σημαντικός παράγοντας με πολλαπλά οφέλη για την ΕΕ,
καθώς μπορεί να ενισχύσει την ασφάλεια εφοδιασμού ενέργειας, μειώνοντας έτσι
την εξάρτηση από την εισαγόμενη ενέργεια, ενισχύοντας παράλληλα την
ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Σύμφωνα με υπολογισμούς της
Συμμαχίας για την Εξοικονόμηση Ενέργειας (Coalition for Energy Savings), η
σημασία ακόμα και 1% εξοικονόμησης είναι σημαντική, καθώς συνεπάγεται μειωμένες
εισαγωγές φυσικού αερίου κατά 4%, δημιουργία 336.000 θέσεων εργασίας και
περιορισμό των δαπανών υγείας κατά έξι δισεκ. ευρώ κατ΄ έτος.
(Πηγή: «ΤΟ ΒΗΜΑ»)