Το χθεσινό συλλαλητήριο της Αθήνας ήταν ογκώδες και με παλμό. Παρότι αποφεύχθηκαν (με κάποιες τρανταχτές εξαιρέσεις) οι ακρότητες της Θεσσαλονίκης, ο λόγος δεν ήταν ενωτικός. Ο αφορισμός που ακολούθησε από πλευράς κυβέρνησης, πάντως, καταδεικνύει την αμηχανία της. Και αυτό γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι συνηθισμένος να έχει απέναντί του το «πεζοδρόμιο» και δη διαδηλώσεις με μαζική συμμετοχή

Το χθεσινό συλλαλητήριο της Αθήνας ήταν ογκώδες και με παλμό. Παρότι αποφεύχθηκαν (με κάποιες τρανταχτές εξαιρέσεις) οι ακρότητες της Θεσσαλονίκης, ο λόγος δεν ήταν ενωτικός. Ο αφορισμός που ακολούθησε από πλευράς κυβέρνησης, πάντως, καταδεικνύει την αμηχανία της. Και αυτό γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι συνηθισμένος να έχει απέναντί του το «πεζοδρόμιο» και δη διαδηλώσεις με μαζική συμμετοχή. Η ΝΔ από την πλευρά της έχει μετατοπίσει τις θέσεις της (ακόμη και ακυρώνοντας την πολιτική του Βουκουρεστίου), φερόμενη να υποστηρίζει την αδόκιμη άποψη ότι οι διαπραγματεύσεις ως προς το ονοματολογικό πρέπει να εκκινήσουν από μηδενική βάση.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ υποτίμησε τον κοινωνικό αντίκτυπο στην επαναφορά του «Μακεδονικού» στην πολιτική ατζέντα (πληρώνοντας το γεγονός ότι τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν ήταν ποτέ στα ραντάρ του), η ΝΔ παρασύρθηκε γρηγορότερα του αναμενομένου από τη δυναμική των πραγμάτων και τις δημοσκοπήσεις. Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική δεν πρέπει να θυσιάζεται στο βωμό μικροπολιτικών επιδιώξεων. Ο μεγαλύτερος κυβερνητικός εταίρος έδειξε αναίτια βιασύνη, απέφυγε να κινηθεί θεσμικά (ώστε να δεσμεύσει ή έστω να καταστήσει συνυπεύθυνες και άλλες πολιτικές δυνάμεις), δεν επιδίωξε τη ζύμωση με την κοινωνία, επεξηγώντας τα οφέλη της λύσης, απέτυχε να διαμορφώσει μία ενιαία κυβερνητική θέση και επιχείρησε να παγιδεύσει τη ΝΔ, αξιοποιώντας τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της. Η δε αξιωματική αντιπολίτευση προκειμένου να ελέγξει τις διαρροές προς τα δεξιά της αλλά και ως αντίδραση στη στρεβλή διαδικασία που ακολούθησε η κυβέρνηση έχει πλέον οχυρωθεί πίσω από μαξιμαλιστικές θέσεις.

Αν, όμως, είχε προηγηθεί σχετική συννενόηση και είχε επικρατήσει μία μίνιμουμ πολιτική συναίνεση μεταξύ αρκετών εκ των κομμάτων, ακόμη και ο ρόλος του καλού-κακού αστυνομικού ή της αντιπολίτευσης που πιέζει για περισσότερα ανταλλάγματα θα ήταν εθνικά αξιοποιήσιμα. Άλλωστε, πέραν της αποφασιστικότητας, η διευθέτηση ενός ζητήματος που εκκρεμεί εικοσιεπτά χρόνια και αγγίζει ευαίσθητες χορδές, προϋποθέτει ανθεκτικές πλειοψηφίες (κοινοβουλευτικές ή/και κοινωνικές). Αντιθέτως, η σχεδόν αιφνιδιαστική ένταξη του «Μακεδονικού» ζητήματος στη δημόσια συζήτηση ενεργοποίησε αμυντικά αντανακλαστικά, έδωσε χώρο σε συνομωσιολογικές θεωρίες, ενέτεινε τον εσωτερικό διχασμό και επανέφερε την καχυποψία έναντι των προθέσεων των δυτικών μας εταίρων. Εσχάτως δε, ωσάν να προετοιμαζόμαστε για την αποτυχία, οξύναμε τα πνεύματα με κάποιους εκ των παικτών (Νίμιτς, Γιοχάνες Χαν). Ακόμη και αν οι λόγοι είναι σωστοί, η χρονική επιλογή της αντιπαράθεσης παραπέμπει σε σταθερή απώλεια του (αρχικά θετικού) momentum.

Ωστόσο, έστω και σήμερα υπάρχει η δυνατότητα να μετριάσουμε τις εσωτερικές διαιρέσεις που ασφαλώς εξασθενούν τη διαπραγματευτική θέση της χώρας, περιορίζοντας εκ των πραγμάτων τα περιθώρια ελιγμών, πολώνοντας το κλίμα σε ανησυχητικά επίπεδα. Ακόμη και το συλλαλητήριο –παρά το άτοπο του διακυβεύματος- θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά στην κατεύθυνση της προώθησης μίας λύσης με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Όπως δηλαδή ο Ζάεφ έχει σχεδόν πείσει τους πάντες ότι η αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας δεν συγκεντρώνει την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία και εξίσου δύσκολα θα κέρδιζε ένα δημοψήφισμα, έτσι και η Αθήνα θα μπορούσε να αναδείξει τις κοινωνικές και πολιτικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό μέτωπο ώστε να μην θεωρείται δεδομένη. Έχοντας, εντούτοις, κινηθεί συγκρουσιακά απεναντι στο συλλαλητήριο και τους υποστηρικτές του, είναι δύσκολο να το χρησιμοποιήσει στον βαθμό που το απαξιώνει. Από την άλλη, ορθά η κυβέρνηση επιδιώκει τη λύση μίας εθνικής εκκρεμότητας που μας αποστερεί διπλωματικό κεφάλαιο και επιρροή σε μία περιοχή ειδικού ενδιαφέροντος και εξίσου σωστά δεν επιθυμεί να εμφανιστεί αδιάλλακτη, διότι αν ακολουθήσει ένα παιχνίδι επίρριψης ευθυνών, διόλου δεν αποκλείεται η διεθνής πίεση να αυξηθεί προς το μέρος μας, επισκιάζοντας τις καλές σχέσεις με παραδοσιακούς συμμάχους, ενδεχομένως υποχρεώνοντάς μας να λάβουμε απόφάσεις υπό πίεση –κάτι που δεν φαίνεται να ισχύει σήμερα.  

Επιπρόσθετα, ο διαχωρισμός σε υπερπατριώτες και ενδοτικούς σε μία κρίσιμη στροφή για τη χώρα, δυσχεραίνει το έργο αποτελεσματικής αντιμετώπισης άλλων σημαντικότερων από το «Μακεδονικό» μετώπων εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτό της Τουρκίας αλλά και της Αλβανίας. Σε κλίμα ιδεοληπτικού/μυωπικού πατριωτισμού αν όχι εθνικιστικής έξαρσης, ένα κράτος στερείται τη νηφαλιότητα και τον ρεαλισμό που απαιτούν οι συνθήκες προκειμένου να ανασχέσει εθνικούς κινδύνους, να σχεδιάσει μακροπρόθεσμες πολιτικές αλλά –στην περίπτωσή μας- και να διευθετήσει (επιτέλους) ευαίσθητες χρονίζουσες υποθέσεις. Σε τέτοιες συνθήκες εκ των μεγαλύτερων κινδύνων είναι η απενεχοποίηση εξτρεμιστικών στοιχείων και αντιλήψεων μέσα από την ένταξη τους σε ένα ευρύτερο σύνολο, που άθελα του τούς παρέχει πρόσκαιρη κάλυψη και νομιμοποίηση ώστε να εξυπηρετηθεί ο κοινός στόχος. Όσοι δε δυσπιστούν ή υποβαθμίζουν αυτόν τον κίνδυνο, αρκεί να κοιτάξουν στην υπόλοιπη Ευρώπη για να διαπιστώσουν πως εκκολάφθηκε το αυγό του φιδιού των άκρων και οι αρχικά «γραφικοί» και «περιθωριακοί» έδωσαν αργότερα τη θέση τους σε ιδεολογικά συγκροτημένους και σχεδόν χαρισματικούς ηγέτες, οι οποίοι ευνοούνται και επενδύουν πολιτικά στο περιβάλλον ανασφάλειας και αβεβαιότητας.

Εφόσον η Ελλάδα συστήνεται ως πόλος σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή οφείλει να κινηθεί με ανάλογα εποικοδομητικό τρόπο στη διαχείριση των περιφερειακών προκλήσεων, συμπεριλαμβανομένων όσων την αφορούν. Η στοιχειώδης σύμπλευση γύρω από ένα μίνιμουμ παρανομαστή μεταξύ ορισμένων εκ των πολιτικών δυνάμεων θεωρείται αναγκαία συνθήκη. Στο τέλος της μέρας, στα εθνικά θέματα δεν χωρούν μικρότητες και κομματικοί υπολογισμοί, αφού τυχόν κέρδη ή απώλειες δύνανται να μας απογειώσουν ή να μας καθηλώσουν για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει κατά πολύ τον βίο πολλών κυβερνήσεων.     

*Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 05/02/2018)