Την περασμένη Τετάρτη (28/3) το ΙΕΝΕ οργάνωσε μια εξαιρετικά
ενδιαφέρουσα απογευματινή εκδήλωση με θέμα την «αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σε
μετάβαση». Εάν κάτι πρέπει να συγκρατήσουμε από αυτή την πολύωρη, αλλά άκρως περιεκτική
συνάντηση, όπου συμμετείχαν οι πλέον σημαντικοί εκπρόσωποι της αγοράς, αλλά και
των θεσμικών φορέων που έχουν την ευθύνη εποπτείας, συντονισμού (ΡΑΕ, ACER) και
λειτουργίας (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ) είναι η πολύ δύσκολη πορεία που ήδη αντιμετωπίζει η
χώρα μας στη μετάβασή της προς το νέο καθεστώς.
Και ποιο είναι το νέο αυτό καθεστώς; Πολύ περιληπτικά αυτό
καθορίζεται από την πλήρη ενοποίηση, σύζευξη και ανταγωνιστικότητα των αγορών,
δηλ. ηλεκτρισμός και φυσικό αέριο, από την διεύρυνση των αγορών, την
απανθρακοποίηση της παραγωγής με παράλληλη ανάδειξη των ΑΠΕ ως βασικού πυλώνα
του ηλεκτροπαραγωγικού συστήματος, τη μεγαλύτερη ρευστότητα των αγορών και την
πλέον ανταγωνιστική παραγωγή και διάθεσης ενέργειας, με αυξημένη δυνατότητα
επιλογής, προς όφελος του καταναλωτή. Όλη αυτή η διαδικασία μετάβασης, στο
μεγαλύτερο μέρος της, έχει θεσμοθετηθεί από την ΕΕ και προδιαγράφεται μέσω του
μοντέλου στόχου (target model) το οποίο καλούνται να ακολουθήσουν τα κράτη
μέλη, όπως η Ελλάδα, και να προσαρμόσουν ανάλογα τις υποδομές τους και τη
λειτουργία των αγορών τους.
Όπως υπογράμμισαν οι πλέον ειδικοί επιστήμονες κατά την
διάρκεια της ως άνω ημερίδας, το ´Μοντέλο Στόχος´ απαιτεί μια καθολική αλλαγή
φιλοσοφίας, αφού προϋποθέτει μια διαφορετική οργάνωση της αγοράς εντός σύντομου
χρονικού διαστήματος με τη δημιουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και Φορέα
Εκκαθάρισης, τη σύζευξη των αγορών με Ιταλία, Βουλγαρία και λοιπές ευρωπαϊκές
χώρες, την ευελιξία μονάδων παραγωγής, την πλέον αποτελεσματική διαχείριση
κινδύνου καθώς και την δημιουργία νέων χρηματο-οικονομικών προϊόντων
ενεργειακής κατεύθυνσης. Όπως επισημάνθηκε
κατά την διάρκεια των εργασιών της συνάντησης του ΙΕΝΕ, παρατηρείται ήδη
μεγάλη καθυστέρηση στην υιοθέτηση και εισαγωγή του εν λόγω Target Model, ενώ
εκφράστηκαν σοβαρές αμφιβολίες εάν το Χρηματιστήριο Ενέργειας θα είναι έτοιμο
και θα λειτουργεί μέχρι τα τέλη του έτους, όπως αρχικά είχε ανακοινωθεί από την
κυβέρνηση πέρυσι τέτοια εποχή. Η δε απουσία τόσο του ΛΑΓΗΕ, όσο και του ΧΑ από
την εκδήλωση, αν και είχαν επίσημα προσκληθεί, δε βόηθησε στο να αποσαφηνισθεί το
road map για την υλοποίηση του φιλόδοξου στόχου λειτουργίας της νέας αγοράς, με
επίκεντρο το Χρηματιστήριο Ενέργειας, η έναρξη εργασιών του οποίου φαίνεται ότι
μετατίθενται πλέον για το α΄ εξάμηνο του 2019.
Ενδεικτικό των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η χώρα μας στη
μετάβασή της στο νέο καθεστώς είναι η σημαντική αύξηση το τελευταίο διάστημα
του κόστους των εκπομπών με τις τιμές ανά τόνο CO2 να έχουν φθάσει τα 12,5 ευρώ
ανά τόνο από 5,5 και 6,0 ευρώ/τόνο που ήσαν μόλις ένα χρόνο πριν. Όπως
παρατηρούσαν ανώτερα στελέχη του ιδιωτικού τομέα ηλεκτροπαραγωγής, οι προοπτικές
είναι οι τιμές αυτές να αυξηθούν περαιτέρω, καθώς στην Ευρώπη εντείνονται οι
προσπάθειες για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, και άρα η ΔΕΗ θα βρεθεί
αντιμέτωπη με αυξημένα κόστη και με αρνητικές συνέπειες στο κόστος παραγωγής,
που αργά η γρήγορα θα επηρεάσουν τα οικονομικά της και τα τιμολόγια της.
Με το βάρος της προσαρμογής του ηλεκτροπαραγωγικού
συστήματος να πέφτει στο φυσικό αέριο και στις ΑΠΕ υπάρχει μεγάλη γκάμα θεμάτων
που παραμένουν προς επίλυση και στους δυο αυτούς κλάδους. Στο φυσικό αέριο
δίδεται προτεραιότητα στην προώθηση των έργων που θα αυξήσουν τις διόδους φυσικού
αερίου, αυξάνοντας έτσι τις δυνατότητες για διαφοροποίηση πηγών και
συμβάλλοντας στη δημιουργία gas trading hub, κάτι που αναμένεται να συμβάλλει
στον ανταγωνισμό .Απώτερος στόχος είναι η δημιουργία συνθηκών για τη λειτουργία
της χονδρεμπορικής αγοράς αερίου, όπου το φθινόπωρο του 2018 θα λειτουργήσει το
Εικονικό Σημείο Συναλλαγών (virtual trading point).Αξίζει να σημειωθεί ότι
εχθές μόλις ανακοινώθηκε ότι την 1η Ιουλίου ξεκινά από τον ΔΕΣΦΑ η λειτουργία
του Βάθρου Εξισορρόπησης (Balancing Platform) μέσω του ΧΑ.
Σε ότι αφορά δε τις ΑΠΕ το πλέον ακανθώδες θέμα που
αναμένεται να αντιμετωπισθεί και μάλιστα αρκετά σύντομα, είναι αυτό της
προσαρμογής της λειτουργίας των χιλιάδων αυτό-παραγωγών σε ένα ανταγωνιστικό
περιβάλλον μέσα από διαγωνιστικές διαδικασίες (που ήδη έχουν ξεκινήσει από την
ΡΑΕ), αλλά και της προοπτικής εισόδου στην Ημερησία Αγορά. Αυτή η μετάβαση
κρίνεται ως ιδιαίτερα δύσκολη και πολύπλοκη ως προς το ρυθμιστικό και
λειτουργικό της σκέλος, με το ρόλο των aggregators να αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Συμπερασματικά, τα πολλά ανοικτά θέματα και οι γρήγορα
μεταβαλλόμενες συνθήκες στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον, σε συνδυασμό με
τη γνωστή ελληνική βραδυπορία, συνθέτουν ένα εξαιρετικά δύσκολο και αβέβαιο
υπόβαθρο πάνω στο οποίο καλούνται σήμερα πολιτεία και επιχειρήσεις να κινηθούν
και να προσαρμόσουν τη λειτουργία τους και τη εν γενεί πορεία τους προς το νέο
ενεργειακό καθεστώς.