Η Τουρκία ακολουθεί την πολιτική του εκκρεμούς μεταξύ Δύσης - Ρωσίας, γεγονός που εκνευρίζει τους Ευρωπαίους, αλλά και ΝΑΤΟϊκούς της συμμάχους, με πρώτες τις ΗΠΑ.

Η Τουρκία ακολουθεί την πολιτική του εκκρεμούς μεταξύ Δύσης - Ρωσίας, γεγονός που εκνευρίζει τους Ευρωπαίους, αλλά και ΝΑΤΟϊκούς της συμμάχους, με πρώτες τις ΗΠΑ. Δεδομένου ότι η ευρωπαϊκή γεωπολιτική εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό αέριο, η ενεργειακή μας διπλωματία θα πρέπει να προσανατολιστεί στην ανάδειξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως πυλώνα ασφάλειας, σταθερότητας και αξιοπιστίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου

Την ενίσχυση της προσπάθειας κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου East Med από το Ισραήλ στην Κύπρο και από εκεί στην Ελλάδα και τη Δυτική Ευρώπη συζήτησαν αυτή την εβδομάδα σε τηλεφωνική τους επικοινωνία ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου, σύμφωνα με ανακοίνωση του Γραφείου του Ισραηλινού Πρωθυπουργού.

Η επικοινωνία πραγματοποιήθηκε στη σκιά της νέας λεκτικής αντιπαράθεσης μεταξύ Νετανιάχου-Ερντογάν με αφορμή τα αιματηρά επεισόδια στη Γάζα, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, συζητήθηκε και η πιθανότητα συνάντησης Αναστασιάδη-Νετανιάχου τον ερχόμενο Μάιο. Η κατασκευή του αγωγού East Med ενισχύεται έμμεσα και από την κατασκευή ενός άλλου ενεργειακού έργου, του Euroasia Interconnector, καθώς αμφότερα τα έργα θα περάσουν από την ΑΟΖ των τριών κρατών.

Το διασυνοριακό έργο Euroasia Interconnector, που έχει αναγνωριστεί από την ΕΕ ως Έργο Κοινού Ενδιαφέροντος και θα μεταφέρει ηλεκτρική ενέργεια, έχει συνολικό προϋπολογισμό 3,5 δισ. ευρώ και αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2022. Οι κινήσεις αυτές στο ενεργειακό επίπεδο είναι ικανές να επιφέρουν νέα τετελεσμένα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η δημιουργία κοινών ενεργειακών έργων με γειτονικές φιλικές χώρες συνεπάγεται και κοινά οικονομικά συμφέροντα και, επομένως, ανάγκη για αντιμετώπιση εξωτερικών απειλών, όπως εμφανίζεται το τελευταίο διάστημα η αναθεωρητική Τουρκία

Στην παρούσα χρονική συγκυρία, Κύπρος και Ελλάδα μπορούν και οφείλουν να αξιοποιήσουν προς όφελός τους τη δυσαρέσκεια ΕΕ και ΗΠΑ για την σύσφιγξη των σχέσεων Ρωσίας-Τουρκίας. Η ανάγκη της ΕΕ για μερική απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο αναπόφευκτα θα στρέψει το ενδιαφέρον της Ένωσης στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου ήδη δραστηριοποιούνται ευρωπαϊκές εταιρείες, καθώς και ο αμερικανικός κολοσσός της Exxon Mobil (Κύπρο, Ελλάδα).

 

Γερμανική στροφή σε LNG;

Μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη είναι η είδηση ότι η νέα γερμανική Κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να κάνει στροφή προς το υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ-LNG), σε μια προσπάθεια προφανώς να μειώσει την εξάρτηση της χώρας από τις προμήθειες φυσικού αερίου με αγωγούς που φτάνουν από τη Νορβηγία και τη Ρωσία.

Όπως αναφέρει το Βloomberg, η όλο και μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία κάνει τη Μέρκελ να ξανασκεφτεί το ΥΦΑ ως επιλογή και συγκεκριμένα την κατασκευή τερματικών σταθμών στη Βόρεια και Βαλτική Θάλασσα που θα μπορούσαν να εισάγουν τις εγκαταστάσεις καυσίμων και παρακάμπτοντας τις γειτονικές Κάτω Χώρες, την Πολωνία και το Βέλγιο.

Ο νεοσύστατος κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία έχει ορίσει μια ενεργειακή ατζέντα συμπεριλαμβανομένου του ΥΦΑ για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Η εξέλιξη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία και για εμάς, καθώς το φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου προορίζεται για κατανάλωση και στην ΕΕ. Μέσω του αγωγού East Med, το φυσικό αέριο που θα καταλήγει στην Ιταλία θα μπορεί στη συνέχεια, μέσω υγροποίησης, να ικανοποιήσει και τις εγχώριες ενεργειακές ανάγκες της Γερμανίας. Αυτό λέχθηκε μάλιστα και κατά τη διάρκεια του πρόσφατου Eastern Mediterranean Gas Conference, που διοργανώνει η Gulf Publishing Company στη Λευκωσία.

Προς το παρόν, το γερμανικό Υπουργείο Ναυτιλίας έδωσε πρόσφατα την άδεια για την κατασκευή και εκμετάλλευση του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream -2, τον οποίο στηρίζουν οι γερμανικές εταιρείες Uniper και Wintershall. Ωστόσο, η κατασκευή του αγωγού απαιτεί τη συναίνεση άλλων τεσσάρων εμπλεκόμενων χωρών (Ρωσία, Φινλανδία, Σουηδία, Δανία), από την ΑΟΖ των οποίων θα περάσει ο αγωγός.

 

Το όπλο της Μόσχας

Είναι γνωστό πως η Ρωσία εκμεταλλεύεται όλο και περισσότερο το πετρέλαιο, αλλά και το φυσικό αέριο, ως γεωπολιτικό εργαλείο, επιχειρώντας να εξαπλώσει την επιρροή της σε όλο τον κόσμο, αμφισβητώντας, παράλληλα, τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Μόσχα, κυρίως μέσω του κρατικού πετρελαϊκού γίγαντά της, Rosneft, αλλά και της Gasprom, επιχειρεί να επεκτείνει την επιρροή της σε μέρη όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παραμελήσει ή αποσυρθεί. Η ανάγκη αυτή της Μόσχας πηγάζει και γίνεται ιδιαίτερα ευδιάκριτη τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας των αμερικανικών και ευρωπαϊκών κυρώσεων εναντίον της.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Rosneft έχει απλώσει τα πλοκάμια της σε Κούβα, Κίνα, Βενεζουέλα, Βιετνάμ, εκεί όπου διακυβεύονται αμερικανικά συμφέροντα. Η Rosneft αναζητά συμφωνίες γύρω από την ανατολική Αφρική, ενώ κατέχει το 30 τοις εκατό του υπεργιγαντιαίου κοιτάσματος Ζορ στην ΑΟΖ της Αιγύπτου. Η Ρωσία ασκεί, παράλληλα, μεγάλη και πολιτική εξουσία στο βόρειο Ιράκ, πραγματοποιώντας διαπραγματεύσεις για πετρελαίο και φυσικό αέριο στην κουρδική επικράτεια, ενώ ενδιαφέρεται και για το πετρέλαιο του Ιράν, καθώς εκμεταλλεύεται την ένταση μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσιγκτον.

Επιπλέον, τον Φεβρουάριο, η Ρωσία και η Συρία υπέγραψαν έναν οδικό χάρτη για συνεργασία στους τομείς της ενέργειας για το 2018 και μετέπειτα, ο οποίος προβλέπει την αποκατάσταση, την ανακαίνιση και την κατασκευή ενεργειακών εγκαταστάσεων στη Συρία.

 

Όπως αναφέρουν ρωσικά ΜΜΕ, η Lukoil και η Gazprom Neft είναι μεταξύ των εταιρειών που προσκλήθηκαν από τη Δαμασκό για την αποκατάσταση των υποδομών που καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η Συρία ζήτησε, επίσης, από τη Ρωσία να συμμετάσχει στην έρευνα και ανάπτυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ξηρά αλλά και θάλασσα.

 

Η ανησυχία της Ουάσιγκτον

Από την άλλη, η ανακοίνωση της πρόθεσης του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τον στρατό του από τη Συρία προκάλεσε ήδη την ανησυχία από μερίδα Αμερικανών, που θεωρούν ότι μια τέτοια απόφαση θα έθετε σε κίνδυνο τα εθνικά συμφέροντα της Ουάσιγκτον στην περιοχή, ειδικά στον τομέα της ενέργειας. «Υπάρχουν πολλά καλά επιχειρήματα για τη διατήρηση μιας αμερικανικής παρουσίας στη Συρία μετά την πτώση του Ισλαμικού Κράτους, αλλά ο Πρόεδρος Τραμπ δεν φαίνεται να πείθεται με κανένα από αυτά. Ίσως να έκανε πίσω από την απόφασή του, αν γνώριζε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους ελέγχουν σχεδόν όλο το πετρέλαιο (της Συρίας).

Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες φύγουν, το πετρέλαιο θα πέσει στα χέρια του Ιράν», αναφέρει σε άρθρο της αυτήν τη βδομάδα η Washington Post, προσθέτοντας: «Έχουμε αυτό το 30 τοις εκατό του κομματιού της Συρίας, το οποίο πιθανότατα ήταν το 90 τοις εκατό της προπολεμικής παραγωγής πετρελαίου». Προς το παρόν, ωστόσο, αυτό που αναφέρουν ρωσικά ΜΜΕ είναι πως οι ΗΠΑ, σε μια προφανή προσπάθεια ελέγχου των κοιτασμάτων πετρελαίου της Συρίας, άρχισαν την κατασκευή μιας μεγάλης στρατιωτικής βάσης στην επαρχία Deir Ez-Zor, όπου υπάρχουν πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου.

 

Η ευκαιρία για το Κυπριακό

Εν κατακλείδι, η Ρωσία, αν και αποτελεί τον μεγαλύτερο προμηθευτή φυσικού αερίου της Ευρώπης, βρίσκεται στα πρόθυρα ενός νέου ψυχρού πολέμου με τη Δύση, εξαιτίας του περιστατικού δηλητηρίασης του Ρώσου διπλού πράκτορα Σκριπάλ στο Η.Β. Η Τουρκία ακολουθεί την πολιτική του εκκρεμούς μεταξύ Δύσης - Ρωσίας, γεγονός που εκνευρίζει τους Ευρωπαίους, αλλά και ΝΑΤΟϊκούς της συμμάχους, με πρώτες τις ΗΠΑ.

Δεδομένου ότι η ευρωπαϊκή γεωπολιτική εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό αέριο, η ενεργειακή μας διπλωματία θα πρέπει να προσανατολιστεί στην ανάδειξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως πυλώνα ασφάλειας, σταθερότητας και αξιοπιστίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ευκαιρία να επαναφέρουμε το Κυπριακό στη διεθνή σκηνή ως ζήτημα εισβολής και κατοχής από την Τουρκία, της οποίας η στάση θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής.

 

(«Η Σημερινή» Κύπρου)