Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Αναρωτιέται το γνωστό βρεταννικό οικονομικο-πολιτικό περιοδικό The Economist, αν η Ευρώπη αντιμετωπίζει, πενήντα χρόνια μετά την ίδρυσή της, κρίση μέσης ηλικίας. Και η απάντηση του περιοδικού είναι θετική. Πράγματι, η Ευρώπη αντιμετωπίζει κρίση, η οποία, όμως, είναι αδικαιολόγητη από πολλές πλευρές. Κατά κύριο δε λόγο οφείλεται στις πενιχρές οικονομικές επιδόσεις της ΕΕ, τα τελευταία χρόνια, στην υψηλή ανεργία και, ως εκ τούτου, στην αβεβαιότητα την οποία παράγουν τα δύο αυτά φαινόμενα. Ωστόσο, οι πενιχρές οικονομικές επιδόσεις –με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και την Σουηδία– οφείλονται περισσότερο στις εθνικές οικονομικές πολιτικές των χωρών μελών και λιγότερο στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Δυστυχώς, όμως, στο μέτρο που οι εθνικές κυβερνήσεις κατηγορούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για ό,τι κακό συμβαίνει στις χώρες τους, για να καλύψουν δικά τους λάθη, φυσικό είναι ο πολίτης να δείχνει καχυποψία απέναντι στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και την παγκοσμιοποίηση και να στέκεται αδιάφορος απέναντι στα μεγάλα επιτεύγματα της Ευρώπης τα τελευταία πενήντα χρόνια. Το μεγαλύτερο από τα επιτεύγματα αυτά, είναι τα 60 χρόνια ειρήνης στην ήπειρό μας. Όμως, οι σαραντάρηδες και οι πενηντάρηδες του σήμερα θεωρούν δεδομένο το γεγονός αυτό και αδυνατούν να το αξιολογήσουν. Διότι αγνοούν πλήρως την ιστορία της Ευρώπης, πενήντα χρόνια πριν από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, την 25η Μαρτίου 1957. Αγνοούν ότι, όπως λέει και ο Γάλλος πρώην πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε μία μαζική σφαγή, για την οποία ευθύνονται οι πολιτικές και πνευματικές ελίτ της εποχής, καθώς τον παρουσίαζαν στην κοινή γνώμη κάθε χώρας ως μία πατριωτική εποποιΐα, με συνέπεια να καταπνιγεί το αίσθημα της συλλογικής φρίκης που θα μπορούσε, ίσως, να συντομεύσει τη διάρκεια της σύρραξης. Από τον πόλεμο αυτόν, η Ευρώπη βγήκε αιμορραγώντας, ερειπωμένη, έχοντας χάσει την ισορροπία της, απογοητευμένη. Μέσα σε μία εικοσαετία μόλις, η Ευρώπη, ανίκανη να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της και να τιθασεύσει τους δαίμονές της, αγκιστρωμένη σε άδικες συνθήκες, δηλητηριασμένη από το ρεβανσιστικό πνεύμα των ηττημένων και την τύφλωση των νικητών, συγκλονίστηκε εκ νέου από επαναστατικά κινήματα και αφανίστηκε από τον φασισμό. Ο επεκτατισμός της Γερμανίας, της Ιταλίας και, εκτός Ευρώπης, της Ιαπωνίας, προκάλεσε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο εμφανίστηκαν νέες μορφές βαρβαρότητας. Ανάμεσα στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους μεσολάβησε η παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930, η οποία είχε καταστροφικές επιπτώσεις για την Ευρώπη. Εξασθενημένη δημογραφικά, χρεωμένη μαζικά, υποσκελισμένη στις διεθνείς αγορές, παραμορφωμένη από τις καταστροφές, χάνοντας σταδιακά τις αποικιακές κτήσεις της, η Ευρώπη υποχώρησε ακόμα περισσότερο σε σχέση προς τις ΗΠΑ. Κυρίως, βυθίστηκε σε βαθειά ηθική κρίση. Η ανικανότητά της να αποφύγει έναν δεύτερο πόλεμο, η αποκάλυψη του ανομολόγητου «μυστικού» της εξόντωσης των Ευρωπαίων Εβραίων, η συνειδητοποίηση ότι η μεγαλύτερη βαρβαρότητα γεννήθηκε στην καρδιά του πολιτισμού της, κλόνισαν τις βεβαιότητές της και προκάλεσαν μία πραγματική κρίση αυτοπεποίθησης. Σπαραγμένη ήδη από την Ιστορία, η Ευρώπη σπαράχτηκε και από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, οι οποίες την διαίρεσαν σε Ανατολική και Δυτική. Παρ’ όλα αυτά, χάρη στην αμερικανική βοήθεια και στρατιωτική παρουσία, η Δυτική Ευρώπη κράτησε την ελευθερία της. Και με την δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος (ΕΚΑΧ), έθετε τις βάσεις για την μετέπειτα ίδρυση της Κοινής Αγοράς των Έξι. Από την πλευρά του, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ρομπέρ Σουμάν, με αφορμή την δημιουργία της ΕΚΑΧ, δήλωνε στις 9 Μαΐου 1950 (γνωστή πλέον ως Ημέρα της Ευρώπης) ότι ένας νέος πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας ήταν όχι μόνον αδιανόητος, αλλά και υλικώς αδύνατος. Έτσι, από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης και μετά, η Ευρώπη γνώρισε απίστευτη για την ιστορία της ειρήνη και ευημερία. Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60, η τότε Ευρωπαϊκή και Οικονομική Κοινότητα αναρριχήθηκε στην πρώτη θέση του παγκοσμίου εμπορίου και σήμερα κατέχει πάντα τα πρωτεία, με ποσοστό 21% των παγκοσμίων εμπορικών συναλλαγών. Το δε ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος είναι το πιο προωθημένο στον κόσμο και, σήμερα, το μεγάλο του πρόβλημα είναι οι καταχρήσεις του. Αυτές είναι υπεύθυνες, εξ άλλου, και για την κακοδαιμονία της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία για το 2006 παρουσίασε σημάδια ανακάμψεως. Εν τούτοις, οι σημερινοί νέοι της Ευρώπης θεωρούν ότι, από πλευράς ευημερίας, τα χρόνια που θα γνωρίσουν θα είναι λιγότερο καλά από τα αντίστοιχα των γονιών τους. Υπό αυτές τις συνθήκες και με δεδομένο τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, μεγάλη πρόκληση για τους Ευρωπαίους ηγέτες αποτελεί η ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομίας, γεγονός που συνεπάγεται περιορισμό των υπερβολών των κρατών προνοίας, πιο ευέλικτες αγορές εργασίας, τόνωση του ανταγωνισμού –ιδιαιτέρως στον τομέα των υπηρεσιών– και ενίσχυση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Έτσι, είναι ηλίου φαεινότερον ότι οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης, που εόρτασαν πανηγυρικά την 50ετία στο Βερολίνο, θα πρέπει να έλθουν σε αντιπαράθεση με συνδικάτα και άλλα οργανωμένα συμφέροντα, ιδίως στον αγροτικό τομέα. Τέλος, στην σημερινή γεωπολιτική πραγματικότητα, η Ευρώπη πρέπει να έλθει πιο κοντά στους πολίτες, διότι μόνον με αφετηρία την κοινωνία των πολιτών θα γίνει δυνατή και η οικοδόμηση μιας πολιτικής Ευρώπης, οντότητα απαραίτητη για όσους επιθυμούν έναν πολυπολικό κόσμο. (ΕΣΤΙΑ, 26/3/07)

Διαβάστε ακόμα