«Η Κομισιόν υποσκάπτει την προστασία των επενδυτών, καθώς φέρεται αποφασισμένη να εφαρμόσει το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ, που διέπει την κρατική βοήθεια, στις διαιτητικές αποφάσεις. Tα κράτη-μέλη από την πλευρά τους ψαλιδίζουν τις προσδοκίες των επενδυτών, μέσω αυθαίρετων πολιτικών παρεμβάσεων στον ενεργειακό τομέα», αναφέρει ο Riley.
Και το χειρότερο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατήργησε, αιφνιδιαστικά και στο σύνολό της, τη Συνθήκη που διέπει τις διμερείς ενδοευρωπαϊκές επενδύσεις. Σύμφωνα με τον Riley, αν η ΕΕ επιθυμεί να προσελκύσει τις επενδύσεις που χρειάζονται επειγόντως για την ενεργειακή μετάβαση, πρέπει να θέσει σε κίνηση ένα κατανοητό, δίκαιο και διαφανές ρυθμιστικό πλαίσιο.
Οι επενδυτικοί στόχοι της ΕΕ για το κλίμα είναι φιλόδοξοι, καθώς απαιτούν να μειωθούν στο μισό οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, έως τα μέσα του αιώνα. Για να γίνει αυτό είναι ζωτικής σημασίας να εξευρεθούν δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ σε επενδυτικά κεφάλαια τις επόμενες τρείς δεκαετίες.
Σήμερα υπάρχει πληθώρα κοινοτικών οδηγιών αναφορικά με τον καθορισμό των στόχων για τις ανανεώσιμες πηγές, την προώθηση της ενεργειακής αποδοτικότητας ή τoν έλεγχο των εκπομπών CΟ2. Η ΕΕ παρουσιάζει όμως τραγική έλλειψη ρυθμιστικών μηχανισμών που θα ενθάρρυναν τις επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα. Στην πραγματικότητα, τόσο η ΕΕ όσο και τα κράτη-μέλη μοιάζουν να κινούνται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: δηλαδή, υιοθετούν πολιτικές που υπονομεύουν τις επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα.
Ενεργειακές φιλοδοξίες και διεθνές κεφάλαιο
Την τελευταία εικοσαετία η Ευρωπαϊκή Ένωση βρέθηκε στην παγκόσμια πρωτοπορία ως η δύναμη που προωθεί την ενεργειακή μετάβαση. Οι αρχικοί στόχοι της για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 20% έως το 2020, σε σύγκριση με το 1990, την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας κατά επίσης 20%, καθώς και ο στόχος της για μερίδιο 20% των ανανεώσιμων πηγών στην πρωτογενή ενέργεια φαίνεται πως θα επιτευχθούν σε μεγάλο βαθμό.
Δεν είναι όμως το ίδιο εφικτό να πετύχει το στόχο της Συμφωνίας των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή, που προβλέπει τη συγκράτηση της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη πολύ χαμηλότερα από τους 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, καθώς απαιτείται να καταβληθεί απείρως περισσότερη προσπάθεια, να επιβληθούν πιο αυστηροί ελεγκτικοί κανόνες και να υπάρξουν υψηλές κεφαλαιακές επενδύσεις.
Για την ΕΕ οι στόχοι αυτοί σημαίνουν πως, έως το 2050, ο ενεργειακός τομέας, στο σύνολό του, θα πρέπει να μειώσει κατά 80% την παραγωγή ενέργειας που συνδέεται με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Ειδικότερα όμως για τον τομέα ηλεκτρισμού, οι καθαρές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα πρέπει να διαμορφωθούν σε μηδενικό επίπεδο.
Πρόκειται ασφαλώς για άκρως εντυπωσιακούς στόχους. Υπό αυτό το πρίσμα δεν εκπλήσσει το ότι οι ενδιάμεσοι στόχοι της ΕΕ για την Κλιματική Αλλαγή, έως το 2030, είναι εξίσου φιλόδοξοι. Αν και βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της διαπραγμάτευσης είναι πιθανό να προβλέπουν την κατ’ ελάχιστο μείωση των εκπομπών CO2 κατά 40%, την αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά 27%, καθώς και τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας κατά 30%.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι για το 2030 και το 2050 απαιτούνται να υπάρξουν τεράστιες ροές επενδυτικών κεφαλαίων. Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ), υπολόγισε πως για να επιτευχθούν συνολικά οι στόχοι του 2050, μόνο για τον τομέα ηλεκτρικής ενέργειας χρειάζονται περισσότερα από 1,6 τρισ. δολάρια, τουτέστιν περίπου 50 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, από το τρέχον έτος έως και το 2050.
Ενώ όμως η ΕΕ εισήγαγε σειρά μέτρων που καθορίζουν τους στόχους για την Κλιματική Αλλαγή, εισήγαγε τη νομοθεσία για την ενεργειακή αποδοτικότητα και αναβάθμισε το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών, εν τούτοις έπραξε ελάχιστα ώστε να βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα και να ενθαρρύνει το ιδιωτικό κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για να επιτευχθεί η ενεργειακή μετάβαση.
Το πρόβλημα έγκειται εν μέρει στο γεγονός πως μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη διατήρηση συνθηκών υγιούς κλίματος για τους επενδυτές εναπόκειται στα κράτη-μέλη. Δυστυχώς, τόσο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, όσο και τα μέλη της ΕΕ υπονομεύουν την επενδυτική εμπιστοσύνη στους ενεργειακούς τομείς.
Η Κομισιόν και το πρόβλημα των κρατικών ενισχύσεων
Τα κράτη-μέλη υποστήριξαν ευρέως τα προγράμματα για τις ΑΠΕ αφότου τέθηκαν οι αρχικοί στόχοι για την Κλιματική Αλλαγή το 2007, αλλά ιδίως ύστερα από τη θέσπιση της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας το 2009. Ως αποτέλεσμα αυτών, καταγράφηκε ισχυρό ρεύμα επενδύσεων στον ενεργειακό τομέα, κάτι που επέκτεινε με ταχείς ρυθμούς, την ανάπτυξη των ΑΠΕ και επιτάχυνε τη διαδικασία για την ενεργειακή μετάβαση.
Καθώς όμως η επελαύνουσα οικονομική κρίση άρχισε να επηρεάζει αρνητικά τους εθνικούς προϋπολογισμούς, πολλά από τα προγράμματα στα οποία βασίστηκαν οι επενδυτές περικόπηκαν. Ορισμένοι επενδυτές προσέφυγαν στα εθνικά δικαστήρια αλλά απέτυχαν -με την εξαίρεση ενός, στην Βουλγαρία- να εξασφαλίσουν αποζημιώσεις.
To Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αμφισβητεί τις διμερείς επενδυτικές συνθήκες
Την κατάσταση επιδείνωσε στις 6 Μαρτίου του τρέχοντος έτους, η υπόθεση C-284/16 που αφορά στην προσφυγή της Σλοβακίας σε βάρος της Achmea. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση που ακυρώνει όλες τις ενδοευρωπαϊκές Διμερείς Επενδυτικές Συνθήκες (ΔΕΣ). Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορά στη Διμερή Συνθήκη για τις Επενδύσεις ανάμεσα στην Ολλανδία και τη Σλοβακία.
Η Achmea, η ολλανδική εταιρεία ασφαλίσεων εισήλθε στην αγορά ιατρικής ασφάλισης της Σλοβακίας αμέσως μετά την απελευθέρωσή της.
Όμως, η νέα κυβέρνηση που ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας στη Σλοβακία ακύρωσε την κείμενη νομοθεσία, με αποτέλεσμα η Achmea να υποστεί βαρύ οικονομικό πλήγμα αφού εξαναγκάστηκε να αποχωρήσει από την σλοβακική αγορά. Προσέφυγε, ως εκ τούτου, στο δικαστήριο επιλύσεων διαιτητικών διαφορών της Φρανκφούρτης στο πλαίσιο των προνοιών της ΔΕΣ. Το δικαστήριο της επιδίκασε αποζημίωση ύψους 27 εκατ. δολαρίων. Η κυβέρνηση της Σλοβακίας εφεσίβαλε όμως στα γερμανικά δικαστήρια την πρωτόδικη απόφαση, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την παραπομπή της υπόθεσης στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο υποστήριξε ότι απόφαση που ελήφθη στο πλαίσιο μιας διμερούς επενδυτικής συνθήκης υπονομεύει την αυτονομία της έννομης τάξεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποφάσεις που εμπεριέχουν την αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας μπορεί να λαμβάνονται από τα επενδυτικά δικαστήρια χωρίς, όμως, πρόβλεψη για άμεση καταβολή επανορθώσεων και επαναξιολόγηση από το δικαστήριο του Λουξεμβούργου, υποστήριξε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Το επιχείρημα περί «αυτονομίας» εμπεριέχει απείρως πιο καταστροφική χροιά από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Κατά πρώτο, είναι δύσκολο να περιορίσει κανείς την υπόθεση, στα δικά της ξεχωριστά στοιχεία και αποτελεί ένα επιχείρημα επί της αρχής και μια απαίτηση περί δικαιοδοσίας από το ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ.
Κατά δεύτερο, φαίνεται πως θα έχει εφαρμογή όχι μόνο στις ενδοευρωπαϊκές ΔΕΣ, αλλά και στις Διμερείς Επενδυτικές Συνθήκες που διατηρούν τα κράτη-μέλη της ΕΕ. με τρίτες χώρες. Τουτέστιν, οι εν λόγω συνθήκες θα αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα «αυτονομίας», όπως οι ΔΕΣ που συνάπτονται σε ενδοευρωπαϊκό επίπεδο.
Δεδομένης της ερμαφρόδιτης ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων, αλλά και των χρονοβόρων δικαστικών διαδικασιών σε πολλά κράτη-μέλη, η ετυμηγορία για την Achmea απειλεί να υπονομεύσει ακόμη περισσότερο την επενδυτική εμπιστοσύνη στην Ε.Ε.
Ειδικότερα, οι ΔΕΣ είναι πολύ σημαντικές για τον ενεργειακό τομέα λόγω του υψηλού όγκου κεφαλαίων που διοχετεύονται για την ανάπτυξη των νέων ενεργειακών υποδομών.
Τα κράτη-μέλη υπονομεύουν την ευρωπαϊκή αγορά επενδύσεων
Επομένως, δεν είναι μόνο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί που υπονομεύουν την επενδυτική εμπιστοσύνη στις αγορές της ΕΕ. Είναι και τα ίδια τα κράτη-μέλη. Χώρες, μεταξύ των οποίων είναι η Ισπανία, η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Εσθονία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Κύπρος, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Ρουμανία παρενέβησαν υπέρ των θέσεων της Σλοβακίας στην υπόθεση της Achmea.
Οι περισσότερες από αυτές αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα με το δικαστικό τους σύστημα και την έκδοση και την ποιότητα των εκδιδόμενων αποφάσεων όσον αφορά στον τερματισμό των προγραμμάτων ενίσχυσης των ΑΠΕ.
Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται είναι το ότι η άρση της κάλυψης που προσφέρουν οι ΔΕΣ, εξαιτίας της υπόθεσης Αchmea, θα οδηγήσει σε ψαλίδισμα των επενδύσεων στις επικράτειές τους, κυρίως στον υψηλής έντασης κεφαλαίου ενεργειακό τομέα, υποστηρίζει ο Riley, προσθέτοντας ότι «και όμως στη Δυτική Ευρώπη οι κυβερνήσεις δεν ενεργούν προβλέψιμα ή δίκαια».
Η γερμανική κυβέρνηση, για παράδειγμα, υπήρξε υπέρ το δέον επιφυλακτική ώστε να καταβάλει αποζημιώσεις μετά την απόφασή της να μπει άμεσα λουκέτο στην εγχώρια βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας.
Χρειάστηκε η συντονισμένη προσπάθεια από πλευράς των εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που πίεσαν την ιεραρχία του δικαστικού συστήματος προκειμένου να τους καταβληθούν, τελικά, οι αποζημιώσεις.
Το Βερολίνο δεν αναλογίστηκε ποτέ, δεδομένης της κλίμακας των γερμανικών φιλοδοξιών να μεταμορφώσει τον ενεργειακό τομέα της χώρας, πως το να εξαναγκάζει τους επενδυτές να προσφεύγουν στα δικαστήρια δε στέλνει το καλύτερο μήνυμα στην αγορά.
Ακόμη και στο Ηνωμένο Βασίλειο, παραδοσιακά ένα από τα κράτη με ισχυρό νομικό σύστημα, το Εργατικό Κόμμα υπό την ηγεσία του Jeremy Corbyn συμπεριέλαβε, στις προεκλογικές εξαγγελίες του το 2017, τη λήψη νομικών και διοικητικών μέτρων σύμφωνα με τα οποία θα καταβάλλονται μηδενικές ή ελάχιστες αποζημιώσεις στο πλαίσιο του προτεινόμενου προγράμματος εθνικοποίησης. Μετά την παταγώδη αποτυχία του Brexit είναι αρκετά πιθανό ότι ο Jeremy Corbyn θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, σύμφωνα με τον Riley.
Ανοικτές και αξιόπιστες ενεργειακές αγορές και οι στόχοι για το 2050: Ορισμένες πρακτικές λύσεις
Δεν είναι παράλογο για τους επενδυτές να αναρωτιούνται για το τι συμβαίνει με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ αναζητεί να αντλήσει περίπου 2 τρισ. δολάρια σε ενεργειακές επενδύσεις έως το 2050. Έχουμε όμως και την Κομισιόν που χρησιμοποιεί τη νομοθεσία για τις κρατικές ενισχύσεις προκειμένου να υπονομεύσει το καθεστώς των αποζημιώσεων. Επιπροσθέτως, πολλές κυβερνήσεις κρατών-μελών τροποποιούν διαρκώς το καθεστώς που διέπει τους ενεργειακούς τομείς τους, με αποτέλεσμα να επικρατούν συνθήκες χαμηλής προβλεψιμότητας, διαφάνειας ή προστασίας που δεν ευνοούν το επενδυτικό κλίμα.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και τα κράτη-μέλη θα πρέπει να αναγνωρίσουν, πρώτιστα, το πόσο ζωτική σημασία έχει η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων για να ευοδωθεί η ενεργειακή μετάβαση. Να αναγνωρίσουν, επίσης, ότι το να μη λαμβάνουν μέτρα προστασίας των επενδύσεων θα τους γυρίσει μπούμερανγκ. Είναι δε πολύ πιθανό να ανακαλύψουν, πως η συνέπεια της απραξίας τους θα είναι να αντλήσουν πολύ λιγότερα επενδυτικά κεφάλαια για τα σχέδιά τους προς την πράσινη μετάβαση.
Χρειάζεται, επίσης, να αναγνωρίσουν ότι οι «επενδυτές» δεν είναι η ανώνυμη Wall Street, το λονδρέζικο Σίτυ ή οι τραπεζίτες της Γενεύης. Οι επενδυτές είναι, κατ’ ουσία, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι ιδιωτικές καταθέσεις των πολιτών τους.