Η ανησυχία, αλλά και η διάσταση των απόψεων για το ζήτημα αυτό μεταξύ των παραγόντων της αγοράς περιγράφεται σε πρόσφατο άρθρο των Financial Times, επ' αφορμή της νέας στρατηγικής επιλογής της Shell να απομακρυνθεί από το πετρέλαιο και να θέσει ως προτεραιότητά της την ενεργειακή μετάβαση.
Ερωτηθείς τον περασμένο μήνα από έναν απογοητευμένο επενδυτή για το εάν η Royal Dutch Shell ανησυχεί περισσότερο για τη «βιωσιμότητα της εταιρείας ή τη βιωσιμότητα του πλανήτη», ο επικεφαλής της, Ben van Beurden, παραδέχτηκε ότι η κλιματική αλλαγή θα είναι «η καθοριστική πρόκληση» που θα αντιμετωπίσει η πετρελαϊκή βιομηχανία τα επόμενα χρόνια.
Στη συνέχεια περιέγραψε τα οφέλη της ενέργειας για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο ως κάτι που αρκετά συχνά ανακύπτει «ως ζήτημα ζωής ή θανάτου». Ενδεχομένως να αναφερόταν στην εταιρεία του, η οποία μόλις ανέκαμψε από μια βίαιη ύφεση και η οποία, σύμφωνα με ορισμένους, αντιμετωπίζει μια ακόμη σοβαρότερη πρόκληση: το δίλημμα εάν θα επενδύσει στο πετρέλαιο σε μία χρονική συγκυρία κατά την οποία η ανησυχία για το κλίμα ενδέχεται να έχει ως συνέπεια η πετρελαϊκή ζήτηση να αγγίξει το πλαφόν της ακόμη και εντός της δεκαετίας του 2020.
Το δίλημμα αυτό κυριαρχεί στην ενεργειακή βιομηχανία και αναμένεται να καθορίσει τη φυσιογνωμία των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών, όπως η Shell και η BP, στο μέλλον. Ως αποτέλεσμα των πιέσεων των επενδυτών και της ανάγκης μείωσης του κόστους μετά τη μείωση στο μισό της τιμής του πετρελαίου το 2014, οι πετρελαϊκοί κολοσσοί εγκατέλειψαν σε μεγάλο βαθμό νέες επενδύσεις σε μεγάλα έργα, όπως οι έρευνες στην Αρκτική.
Στο δεύτερο μισό της τρέχουσας δεκαετίας, οι συνολικές κεφαλαιουχικές δαπάνες από τους μεγάλους ομίλους πετρελαίου και φυσικού αερίου αναμένεται να μειωθούν κατά σχεδόν 50%, σε $ 443,5 δισ. από $ 875,1 δισ. που ήταν μεταξύ 2010-15, σύμφωνα με τη νορβηγική εταιρεία συμβούλων Rystad Energy. Αν και αντισταθμίζεται εν μέρει από την πτώση του κόστους ανάπτυξης κοιτασμάτων πετρελαίου, η μείωση των επενδύσεων έρχεται σε μία συγκυρία κατά την οποία οι μεγάλοι όμιλοι διοχετεύουν αυξανόμενα κεφάλαια σε περισσότερο βραχυπρόθεσμα έργα, τα οποία αποσβένουν σύντομα, καθώς και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι κινήσεις αυτές γίνονται σε ένα περιβάλλον που κυριαρχείται από το φόβο ότι τα ηλεκτρικά οχήματα θα αποτελέσουν σοβαρότατη απειλή για την κυριαρχία του πετρελαίου.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. van Beurden, απευθυνόμενος προς τους επενδυτές, υποστήριξε ότι η Shell δεν είναι πλέον ένας όμιλος πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά μια «επιχείρηση του τομέα της ενεργειακής μετάβασης», χαρακτηρισμός που παραπέμπει στη στροφή του ομίλου προς ένα ενεργειακό σύστημα χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Η δήλωση αυτή θα ήταν απλά αδιανόητη μόλις πριν από λίγα χρόνια. Ωστόσο, οι συνεχιζόμενες μειώσεις δαπανών και η αύξηση της ανησυχίας για το κλίμα έχουν οδηγήσει αρκετούς παράγοντες της πετρελαϊκής βιομηχανίας να αναρωτιούνται εάν ο κλάδος εκτιμά σωστά τις τρέχουσες συνθήκες. Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι η απομάκρυνση από πολλά μεγάλα έργα πετρελαίου και φυσικού αερίου γίνεται πρόωρα, πριν η αύξηση της αποδοτικότητας, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και οι προσπάθειες εξοικονόμησης ορυκτών καυσίμων να μπορέσουν να εξασφαλίσουν την κάλυψη της ζήτησης. Εάν οι φόβοι αυτοί επαληθευτούν, το αποτέλεσμα θα είναι ελλείψεις στην αγορά και αύξηση των τιμών, στοιχεία που θα προκαλέσουν μακροχρόνια προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία.
Ο Stewart Glickman, αναλυτής ενεργειακών μετοχών της CFRA, υποστηρίζει ότι «δεν είναι σοφό να αδιαφορούμε για την έλλειψη επενδύσεων. Η μείωσή τους τα τελευταία τέσσερα χρόνια ενδέχεται να επηρεάσει τις τιμές του αργού πετρελαίου».
Παράλληλα, όπως προσθέτει, ενώ οι επενδύσεις στο σχιστολιθικό τομέα των ΗΠΑ έχουν αυξηθεί λόγω των βραχυχρόνιων έργων, ο κορεσμός της αγοράς και η φθίνουσα ποιότητα των αποθεμάτων σημαίνουν ότι από μόνη της η αύξηση αυτή μπορεί να μην επαρκεί για να καλύψει το κενό. «Μία αβίαστη υπόθεση ότι επειδή ο σχιστολιθικός τομέας των ΗΠΑ έχει έως τώρα παρουσιάσει ικανή παραγωγή, αυτό σημαίνει ότι θα εξακολουθήσει να το κάνει αποτελεί μία παρακινδυνευμένη προσδοκία», υποστηρίζει.
Οι εκτιμήσεις για το πότε η ζήτηση πετρελαίου θα παρουσιάσει μέγιστο ποικίλλουν σημαντικά. Μερικοί ειδικοί εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί ήδη από το 2023, ενώ άλλοι το τοποθετούν χρονικά αρκετά αργότερα, ακόμη και στο 2070. Αυτή η έλλειψη συμφωνίας στις εκτιμήσεις αποτελεί κίνδυνο, υποστηρίζουν ορισμένοι ειδικοί, που ενδέχεται να εξωθήσει -ενάντια στις προθέσεις τους- τους πετρελαϊκούς ομίλους να ‘παγώσουν’ σύνθετες, μακροπρόθεσμες επενδύσεις τη στιγμή που η ζήτηση για πετρέλαιο πλησιάζει για πρώτη φορά τα 100 εκατ. βαρέλια ανά ημέρα, λόγω κυρίως της ανάπτυξης των αναδυόμενων οικονομιών σε Ασία και Αφρική.
«Υπάρχει τόσο μεγάλη αβεβαιότητα», εκτιμά ο Andrew Gould, πρώην πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας παροχής υπηρεσιών πετρελαίου Schlumberger. «Καθίσταται πλέον ολοένα δυσκολότερο να πειστούν τα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών ώστε να εγκρίνουν έργα με διάρκεια ζωής 20-25 ετών».
Η μείωση του κόστους επέτρεψε την έγκριση ορισμένων έργων, όπως το Mad Dog 2, υπεράκτιο έργο της BP στις ΗΠΑ, ενώ άλλα έχουν ‘παγώσει’ ή έχουν αναπροσαρμοστεί προς τα κάτω σε σύγκριση με τον αρχικό σχεδιασμό τους. Τέτοια έργα θα παρείχαν ένα ‘μαξιλάρι’ αποθεμάτων προκειμένου να μπορέσουν να εξομαλυνθούν τυχόν μελλοντικές ελλείψεις στην αγορά ή αύξηση της ζήτησης. Εάν τα αποθέματα αυτά λείψουν, ορισμένοι φοβούνται ότι θα υπάρξουν έντονες αντιδράσεις από τις χώρες κατανάλωσης εξαιτίας της αύξησης των τιμών του πετρελαίου που θα παρατηρηθεί.
Για τις μεγάλες ενεργειακές εταιρείες και τις πλούσιες σε πόρους οικονομίες που βασίζουν τις δημόσιες δαπάνες τους σε μεγάλα πετρελαϊκά πεδία, ο φόβος η ζήτηση του πετρελαίου να αγγίξει ένα μέγιστο είναι ιδιαίτερα έντονος. Ενδιαφέρον προκαλεί ότι το σενάριο αυτό απασχολεί την αγορά σε μία συγκυρία κατά την οποία η ζήτηση αυξάνεται με μέσο ρυθμό της τάξης των 1,7 δισ. βαρελιών /ημέρα ετησίως από το 2014. Ο ρυθμός αυτός είναι διπλάσιος από τον αντίστοιχο των αρχών της δεκαετίας, όταν το πετρέλαιο είχε μέση τιμή κοντά στα $100 /βαρέλι.
Ο Tony Hayward, πρώην διευθύνων σύμβουλος της BP και νυν πρόεδρος του Ομίλου παραγωγής και εμπορίας Glencore, αμφισβητεί τη στρατηγική αυτή στο σύνολό της, υπονοώντας ότι ο καθησυχασμός των μετόχων των πετρελαϊκών κολοσσών στην ουσία πλήττει τα συμφέροντά τους.
«Δεν νομίζω ότι οι πετρελαϊκοί κολοσσοί πιστεύουν πραγματικά την εκδοχή περί μεγιστοποίησης της ζήτησης στο μακροπρόθεσμο μέλλον», δήλωσε πρόσφατα στους Financial Times ο Hayward. «Κοιτάζοντας την έως τώρα πορεία, το πιθανότερο είναι η ζήτηση να αγγίζει το ανώτατο όριό της στις αρχές της δεκαετίας του 2020».
Το κλίμα αυτό στην αγορά πετρελαίου αποδίδεται κυρίως στους επενδυτές, καθώς οι διαχειριστές κεφαλαίων στον mainstream πετρελαϊκό τομέα και τα σχετικά ταμεία εκφράζουν αυξανόμενη ανησυχία για τις ενδεχόμενες οικονομικές επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη και των πολιτικών περιορισμού της.
Η Legal & General Investment Management, ένας από τους μεγαλύτερους μετόχους της BP και της Shell μέσω των συνταξιοδοτικών ταμείων που διαχειρίζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν ένας από τους πρώτους παράγοντες της αγοράς που έχει πιέσει τους δύο κολοσσούς να εστιάσουν λιγότερο στους κινδύνους των βραχυπρόθεσμων μεταβολών των τιμών και να προετοιμαστούν, αντ’ αυτού, για το πώς θα διαχειριστούν ένα βιομηχανικό κλάδο σε παρακμή.
Ο Nick Stansbury, επικεφαλής στρατηγικής για την ενέργεια και τα εμπορεύματα στην L&G, εξηγεί ότι το επιχείρημά τους συνίσταται στο ότι ενώ είναι αδύνατο να προβλεφθεί πότε ακριβώς η ζήτηση πετρελαίου θα κορυφωθεί, είναι πλέον βέβαιο ότι η στιγμή αυτή πλησιάζει. Τα ηλεκτρικά οχήματα, οι πολιτικές ενάντια πλαστικά και η αυξανόμενη διάδοση των εναλλακτικών καυσίμων αποτελούν παράγοντες που απειλούν να οδηγήσουν τη ζήτηση πετρελαίου στο ανώτατο όριο της, υποστηρίζει η L&G.
Για το λόγο αυτό, όπως αναφέρει ο Stansbury , οι πετρελαϊκοί όμιλοι αποφεύγουν τα έργα που απαιτούν 10 ή περισσότερα χρόνια για να καταστούν κερδοφόρα, έργα που ήταν ο κανόνας για την πετρελαϊκή βιομηχανία. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να επικεντρωθούν στη μεγιστοποίηση των αποδόσεων για τους μετόχους, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής κεφαλαίων, αντί να προσπαθούν να μετατραπούν σε εταιρείες ανανεώσιμης ενέργειας, τομέας στον οποίο στερούνται εμπειρίας.
«Δεν είμαστε της άποψης ότι η κορύφωση της ζήτησης του πετρελαίου έρχεται το 2021 ή ότι δεν είναι ανάγκη να επενδύσουμε σε οποιαδήποτε νέα έργα πετρελαίου», εξηγεί ο Stansbury. «Ωστόσο, αυτό που επιδιώκουμε να κάνουμε είναι να καταστήσουμε τους πετρελαϊκούς κολοσσούς ατμομηχανές ρευστότητας που θα χρηματοδοτήσει την ενεργειακή μετάβαση».
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι μια τέτοια στρατηγική ενέχει κινδύνους σε ένα περιβάλλον ασταθών τιμών του πετρελαίου, αντιτείνοντας, ωστόσο, ότι τα funds που επενδύουν κεφάλαια τρίτων σε ενεργειακές εταιρείες θα πρέπει να παραμείνουν επικεντρωμένα στους όποιους μακροχρόνιους κινδύνους.
Η άποψη αυτή εντάσσεται σε μία γενικότερη διαμάχη στην αγορά. Ορισμένοι επενδυτές θεωρούν συχνά ότι οι δαπάνες των πετρελαϊκών κολοσσών όταν το πετρέλαιο κινούταν πάνω από τα $100 /βαρέλι ήταν υπέρογκες, οδηγώντας σε ανεπαρκείς αποδόσεις. Η κατάρρευση των τιμών το 2014 οδήγησε μοιραία στην αναθεώρηση της προσέγγισής τους σχετικά με τις επενδύσεις.
Ο Brian Gilvary, ανώτατο στέλεχος του οικονομικού τομέα της BP, επιμένει ότι η εταιρεία δεν απομακρύνθηκε από τα μακροχρόνια έργα πετρελαίου και φυσικού αερίου εξαιτίας μόνο του φόβου των επενδυτών για την μεγιστοποίηση της ζήτησης. Μετά την κατάρρευση των τιμών το 2014, η οποία οφειλόταν εν μέρει στην άνοδο του αμερικανικού σχιστολιθικού τομέα και το ακόλουθο πλεόνασμα προσφοράς, υποστηρίζει ότι είναι λογικό για επιχειρήσεις όπως η BP να επικεντρωθούν στα ταχύτερα και χαμηλότερου κόστους έργα.
«Γινόμαστε όλο και πιο αποτελεσματικοί στον τρόπο αξιοποίησης κεφαλαίων», λέει ο Gilvary, προσθέτοντας ότι η BP και άλλοι ενεργειακοί όμιλοι ακολουθούν μια μέση οδό: αύξηση της παραγωγής πετρελαίου με αξιοποίηση της τεχνολογίας προκειμένου να αυξηθεί η ποσότητα της παραγωγής από τα υπάρχοντα πεδία και ταυτόχρονη επένδυση μικρότερων κεφαλαίων στα λεγόμενα έργα μικρού κύκλου ζωής, όπως αυτά στον τομέα του αμερικανικού σχιστόλιθου.
«Δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι επέρχεται κρίση (σ.σ. σχετικά με τη μεγιστοποίηση της πετρελαϊκής ζήτησης), αλλά αντιλαμβανόμαστε τους φόβους που εκφράζονται», υποστηρίζει το στέλεχος της BP. «Συνεχίζουμε να αναπτύσσουμε τις δραστηριότητές μας… και εξακολουθούμε να βλέπουμε ότι υπάρχει επαρκές περιθώριο για τις δραστηριότητες αυτές».
Ο Chris Midgley, πρώην ανώτερος οικονομικός αναλυτής της S&P Global Platts, πιστεύει ότι η προσέγγιση της BP είναι λογική, αλλά προειδοποιεί ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος θα παρουσιαστεί σε πέντε ως επτά χρόνια, όταν η έμφαση στα υπάρχοντα πετρελαϊκά πεδία ενδεχομένως αποτύχει να εφοδιάσει με επαρκείς ποσότητες. Ακόμη και αν αυτό οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές, οι εταιρείες πετρελαίου ενδέχεται να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν στη ζήτηση.
«Εάν καταγραφούν υψηλότερες τιμές, σε αντίθεση με προγενέστερους κύκλους προσφοράς και ζήτησης, οι διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες ενδέχεται να επιλέξουν να μη στραφούν σε αύξηση της παραγωγής πραγματοποιώντας νέες επενδύσεις, αλλά να αξιοποιήσουν τις υψηλότερες τιμές για να επιταχύνουν μία επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης», υποστηρίζει. Οποιαδήποτε παρατεταμένη περίοδος υψηλότερων τιμών που ενδέχεται να ακολουθήσει, θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε συρρίκνωση της κατανάλωσης. «Αυτό θα προκαλούσε ύφεση στο σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων», προειδοποιεί.
Προς το παρόν, η στρατηγική αυτή, ωστόσο, φαίνεται να λειτουργεί. Σύμφωνα με τη Wood Mackenzie, η αύξηση της παραγωγής των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου αναμένεται να αυξηθεί κατά 3,5% ετησίως κατά μέσο όρο μεταξύ 2017 και 2020.
Μετά από μία πτώση της τάξης του 40% στις συμβατικές χερσαίες γεωτρήσεις παγκοσμίως από το 2014 έως το 2016, αυτές παρουσιάζουν πλέον αύξηση 17%, αναφέρει η Rystad Energy. Την ίδια περίοδο, οι γεωτρήσεις του αμερικανικού σχιστολιθικού τομέα μειώθηκαν κατά 55%, αλλά έχουν πλέον αυξηθεί κατά 65% από το 2016, γεγονός που υπογραμμίζει τη στροφή των πετρελαϊκών κολοσσών προς τα έργα μικρού κύκλου ζωής. Η ExxonMobil, η οποία καθυστέρησε να ανταποκριθεί στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής σε σύγκριση με τους εταίρους της, δήλωσε ότι θα εξακολουθήσει να υπάρχει ανάγκη για επενδύσεις τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε νέα παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, ακόμη και σε έναν κόσμο όπου η αύξηση της θερμοκρασίας θα περιοριζόταν στους 2 βαθμούς Κελσίου.
Εν τω μεταξύ, η ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό σε παράγοντες εκτός του ελέγχου των ενεργειακών κολοσσών. Η ζήτηση είναι ισχυρή, Opec και Ρωσία μείωσαν σκόπιμα την παραγωγή τους το 2017 και από τότε η παραγωγή στη Βενεζουέλα μειώθηκε εξαιτίας της οικονομικής και πολιτικής κρίσης που έπληξε τη χώρα.
Η απόφαση του Αμερικανού προέδρου Donald Trump να αποσυρθεί από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και να επαναφέρει τις κυρώσεις στις εξαγωγές ενέργειας της Τεχεράνης αποτέλεσαν την τελευταία σπίθα που οδήγησε την τιμή του αργού υψηλότερα από τα $80 /βαρέλι. Ωστόσο, οι τιμές στη συνέχεια υποχώρησαν, καθώς η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία συζητούν το ενδεχόμενο διοχέτευσης επιπλέον ποσοτήτων στην αγορά, απόφαση που θα ληφθεί στην αυριανή συνεδρίαση των υπουργών πετρελαίου του Opec+.
Ωστόσο, ορισμένοι από τους μεγαλύτερους traders παραμένουν δύσπιστοι σχετικά με το εάν είναι δυνατό να εξασφαλισθεί ο επαρκής εφοδιασμός της αγοράς μέσω βραχυπρόθεσμων επενδύσεων. Ο Pierre Andurand, manager hedge fund που διαχειρίζεται επενδυτικά κεφάλαια άνω του $1 δισ., υποστηρίζει ότι οι τιμές είναι πιθανό να φτάσουν τα $150 το βαρέλι μέσα σε δύο χρόνια, εν μέρει λόγω της εστίασης στην επίτευξη ανώτατου ορίου στη ζήτηση, ενώ η κατανάλωση συνεχίζει να αυξάνεται. Άλλα στελέχη και αναλυτές της αγοράς βλέπουν χαμηλότερη άνοδο, αλλά πιστεύουν ότι οι τιμές θα επιστρέψουν σε πάνω από $100 δολάρια το βαρέλι.
«Υπάρχει πίεση από τους επενδυτές προκειμένου οι εταιρείες να μην πραγματοποιήσουν μεγάλες επενδύσεις στο πετρέλαιο, αλλά για την ώρα δεν παρατηρούμε τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην αύξηση της ζήτησης για τουλάχιστον άλλη μια δεκαετία», υποστηρίζει ο Andurand. «Για μένα δεν είναι ξεκάθαρο από πού θα προέλθει αυτή η αύξηση της προσφοράς».
Επί του παρόντος, ο Van Beurden στοιχηματίζει ότι η Shell έχει κάνει τους σωστούς υπολογισμούς. Μια ελαφρώς υψηλότερη τιμή πετρελαίου δε θα ήταν το χειρότερο πράγμα στον κόσμο για την εταιρεία του, τη στιγμή που εκείνη έχει δώσει προτεραιότητα στην ενεργειακή μετάβαση. Άλλωστε, καμία εταιρεία δεν επιθυμεί να διατηρεί πετρελαϊκά πεδία πολλών δισεκατομμυρίων τα οποία πια κανείς δε θα θέλει ή δε θα χρειάζεται.