Όλο και πιο δυσχερής καθίσταται η κατασκευή νέων ψηφιακών υποδομών στις ΗΠΑ καθώς οι εγχώριοι πάροχοι και τα τοπικά δίκτυα αδυνατούν να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση. Η συνειδητοποίηση αυτού του προβλήματος έχει προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες, τόσο στους επενδυτές, όσο και στην Ουάσιγκτον

Με τον διεθνή ανταγωνισμό να κλιμακώνεται, οι ΗΠΑ απώλεσαν ένα κρίσιμο πλεονέκτημα έναντι της Κίνας στον κλάδο της ΑΙ τον περασμένο Ιανουάριο, όταν η κινεζική DeepSeek κυκλοφόρησε το πιο πρόσφατο μοντέλο της, ανατρέποντας τις ισορροπίες στην αγορά και αλλάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού. Με τον Πρόεδρο Τραμπ να έχει θέσει ψηλά τον πήχη για τις αμερικανικές επιχειρήσεις από τις πρώτες κιόλας ημέρες της επιστροφής του στον Λευκό Οίκο, ο αγώνας δρόμου για την παγκόσμια ηγεμονία στο ψηφιακό πεδίο έχει ξεκινήσει. Ωστόσο οι ΗΠΑ ξεκινούν με ένα σοβαρό “χάντικαπ” καθώς δυσκολεύονται να καλύψουν την ενεργειακή ζήτηση των σχετικών υποδομών.

Μπορεί να ακούγεται παράλογο πως η χώρα που αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο δεν μπορεί να παρέχει την απαραίτητη ενέργεια στις επιχειρήσεις της. Το πρόβλημα των ΗΠΑ, όμως, σχετίζεται λιγότερο με την παραγωγή ενέργειας και περισσότερο με τη μεταφορά της. Στην πραγματικότητα, οι ενεργειακές υποδομές επί αμερικανικού εδάφους, είτε αφορούν σε μονάδες παραγωγής, είτε στο δίκτυο μεταφοράς, είναι απαρχαιωμένες και δεν επαρκούν για να υποστηρίξουν την “ψηφιακή επανάσταση” που χρειάζεται η χώρα.

Ως γνωστό, οι ψηφιακές υποδομές είναι εξαιρετικά ενεργοβόρες, με ορισμένες μονάδες να χρειάζονται όση ενέργεια καταναλώνει μία ολόκληρη πόλη. Και δεδομένης της ανάπτυξης του κλάδου, ορισμένες περιοχές μπορεί να φιλοξενούν δεκάδες data centers. Χαρακτηριστικά, η εταιρεία Oncor Electric που εδρεύει στο Τέξας είχε δεχθεί αιτήσεις για παροχή 199 GW νέων φορτίων στο δίκτυο. Ακόμα και αν δεν κατασκευαστούν όλες αυτές οι μονάδες εντέλει, οι πάροχοι ενέργειας θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε εμπροσθοβαρείς επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων αν επιθυμούν ένα κομμάτι της πίτας.

Εντούτοις, δεν πρόκειται για μία απλή επενδυτική απόφαση. Οι νέες μονάδες παραγωγής ενέργειας θα χρειαστούν ένα νέο δίκτυο ώστε να μεταφέρουν αυτά τα φορτία προς τους πελάτες τους, ενώ το υφιστάμενο δίκτυο χρειάζεται αναβάθμιση λόγω της παλαιότητάς του. Όλα αυτά απαιτούν επίσης δισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματοδότηση και ενδεχομένως δεκαετίες έργων. Κάτι καθόλου αυτονόητο σε μία χώρα που κινδυνεύει να βιώσει μία νέα ύφεση χάρη στην οικονομική πολιτική Τραμπ.

Εκτός από τη νέα οικονομική πραγματικότητα που διαμορφώνει ο Αμερικανός Πρόεδρος, η δασμολογική πολιτική του έχει πλήξει και τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Για παράδειγμα, η αγορά του απαραίτητου εξοπλισμού για την αναβάθμιση του δικτύου μπορεί να διαρκέσει χρόνια, όχι απλώς μήνες, καθώς η παγκόσμια ζήτηση αυξάνεται και τα εμπορικά εμπόδια εντείνονται. Όπως εξηγούν οι άνθρωποι της αγοράς, η χρονική απόσταση από την παραγγελία ενός μετασχηματιστή μέχρι την παραλαβή του μπορεί να ξεπεράσει τα 3 έτη, ενώ πλέον υπάρχει και το προστιθέμενο κόστος των δασμών.

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ανησυχούν ότι οι ΗΠΑ κινδυνεύουν να μείνουν πίσω. Παρά το γεγονός ότι η Κίνα αναγκάζεται να εισάγει μεγάλο μέρος των ορυκτών καυσίμων που καταναλώνει, καθώς και των προηγμένων τσιπς που χρειάζεται για την ανάπτυξη της ΑΙ, έχει φροντίσει να θωρακίσει την υπόλοιπη εφοδιαστική αλυσίδα της. Επενδύοντας στην πυρηνική ενέργεια και στις ΑΠΕ, η Κίνα έχει διαμορφώσει έναν ισχυρό ενεργειακό στόλο, αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα το δίκτυό της. Παράλληλα, οι κινεζικές επιχειρήσεις ΑΙ έχουν αναγκαστεί να δώσουν έμφαση στην αποδοτικότητα, κατασκευάζοντας μοντέλα που είναι λιγότερο ενεργοβόρα και χρειάζονται λιγότερο εξοπλισμό. Σε αντίθεση με τις αμερικανικές επιχειρήσεις που ζητούν δισεκατομμύρια από τους επενδυτές για να παράγουν αντίστοιχα αποτελέσματα, η κινεζική προσέγγιση ίσως αποδειχθεί πιο ασφαλής.

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr