Η πώληση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και της επιχείρησης διανομής οικιακού ρεύματος της Orsted, στην Δανία, σημειώνεται σε μια περίοδο έντονης δραστηριότητας στη σύναψη ανάλογων deals, μεταξύ των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, καθώς αυτές βιώνουν τις επιπτώσεις της μετάβασης στην ενέργεια χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα.
Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Henrik Poulsen, δήλωσε στους Financial Times ότι η πώληση θα βοηθήσει την Orsted να επικεντρωθεί στο εταιρικό κομμάτι της ηλεκτρικής ενέργειας που θα καθίσταται ολοένα πιο σημαντικό, καθώς φθίνουν οι επιδοτήσεις στον τομέα της ανανεώσιμης ενέργειας. Τα έσοδα από την πώληση θα συμβάλουν, επίσης, στη χρηματοδότηση του συνεχώς αυξανόμενου χαρτοφυλακίου αιολικών πάρκων της Orsted, το οποίο περιλαμβάνει το Hornsea One, ένα έργο στα ανοικτά των ακτών του Yorkshire στο Ηνωμένο Βασίλειο, που θα είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο όταν ολοκληρωθεί, το έτος 2020. «Επενδύουμε πολύ στην παγκόσμια επέκταση των δραστηριοτήτων μας στην υπεράκτια αιολική ενέργεια και διαθέτουμε έναν πλήρη αγωγό για τα επόμενα πέντε έως έξι χρόνια, ο οποίος θα απαιτήσει τεράστια ποσά κεφαλαίων προς επένδυση», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Poulsen.
Τα προς πώληση περιουσιακά στοιχεία, τα οποία αντιπροσωπεύουν ποσοστό ύψους 6% των λειτουργικών κερδών της εταιρείας, για το περασμένο έτος, θα μπορούσαν να αποφέρουν ποσά μεταξύ 10 δισ. δανικών κορωνών, (δηλαδή, 1,4 δισ. δολάρια) και 14,5 δισ. κορωνών, σύμφωνα με την Bernstein Research. Η Orsted, η οποία ήταν παλαιότερα γνωστή με την επωνυμία Danish Oil and Natural Gas (Dong), διήλθε έναν από τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς μετασχηματισμούς των τελευταίων ετών, σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή ενεργειακή εταιρεία, αφού πώλησε, το 2017, τις δραστηριότητές της στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και, αλλάζοντας την επωνυμία της, στράφηκε στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η είδηση για την πώληση περιουσιακών στοιχείων της Orsted διέρρευσε στον απόηχο της συμφωνίας, ύψους 43 δισ. ευρώ μεταξύ της γερμανικής RWE και της Eon, τον περασμένο Μάρτιο, αλλά και την ανακοίνωση ότι η Eneco, η ολλανδική κρατική επιχείρηση κοινής ωφελείας θα ιδιωτικοποιηθεί, καθώς οι ομοειδείς ευρωπαϊκές επιχειρήσεις υπόκεινται σε έντονες πιέσεις εν μέσω των διεργασιών για την Ενεργειακή Μετάβαση. Ο κ. Poulsen δήλωσε ότι δεν διείδε υψηλά περιθώρια ανάπτυξης για το ενεργητικό της εταιρείας του στον τομέα της εγχώριας ηλεκτρικής ενέργειας, σε μια περίοδο κατά την οποία η Orsted έχει αφιερωθεί στη διεθνή επέκτασή της.
«Αυτές οι δραστηριότητες καθώς είναι αμιγώς εγχώριες και, αναπόφευκτα, θα σμικρυνθούν σταδιακά, όπως θα συμβεί και με τη στρατηγική σημασία τους», δήλωσε ο ίδιος.
«Υπό αυτή την έννοια αισθανόμαστε ότι είναι προτιμότερο να αντιμετωπίσουμε, τώρα, το συγκεκριμένο ζήτημα», τόνισε. Όμως, ορισμένοι αναλυτές εξέφρασαν την έκπληξή τους για την απόφαση της εταιρείας να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία της, μεταξύ των οποίων και το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας που προμηθεύει με ρεύμα, ένα εκατ. πελάτες στην Κοπεγχάγη και τις γύρω περιοχές – επειδή αυτά θεωρούνται ως ζωτικής σημασίας υποδομές για τη χώρα.
Η Orsted ελέγχεται σε ποσοστό 50% από το δανικό δημόσιο. «Φανταζόμουν ότι θα ήθελαν να διατηρήσουν τον έλεγχο του ηλεκτρικού δικτύου στην ευρύτερη περιοχή της Κοπεγχάγης, για λόγους ασφαλείας», δήλωσε ο Marcus Bellander, αναλυτής της Carnegie Investment Bank. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι τα συνταξιοδοτικά ταμεία της χώρας, ή άλλα συνταξιοδοτικά ταμεία, θα μπορούσαν να εμφανιστούν ως δυνητικοί αγοραστές για τα περιουσιακά στοιχεία της Orsted, επειδή αποφέρουν σταθερό εισόδημα.