Η κυβέρνηση αποφασίζει αν, με ποιους όρους και για πόσο χρονικό διάστημα κάποια από αυτά τα δικαιώματα μπορούν να εκχωρηθούν ή να παραχωρηθούν σε τρίτους, συγκεκριμένα σε ξένες εταιρείες.
Εναλλακτικά, η κυβέρνηση μπορεί να κρατήσει την πλήρη κυριότητα, νομή και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, τους οποίους διαχειρίζεται η κρατική εταιρία της χώρας.
Σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, οι χώρες, που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ή την τεχνογνωσία να αναπτύξουν μόνες τους τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του υπεδάφους ή/ και του βυθού, υπογράφουν συμβάσεις με ξένες εταιρείες ή κοινοπραξίες πολλών εταιρειών, στις οποίες εκχωρούν τα δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων, είτε κατόπιν διμερών διαπραγματεύσεων είτε ακολουθώντας τη διαδικασία των ανοικτών διεθνών διαγωνισμών[2].
Οι επενδύσεις στην έρευνα και εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου θεωρούνται υψηλού κινδύνου από όλες τις απόψεις: εμπορική, οικονομική, γεωλογική και πολιτική. Είναι εξαιρετικά δύσκολο, ακόμη και με τη σύγχρονη εξελιγμένη τεχνολογία των τρισδιάστατων σεισμικών ερευνών (3-D seismic survey) να καθοριστεί εξ αρχής η ποσότητα και η ποιότητα των υδρογονανθράκων, οι οποίοι συνήθως βρίσκονται σε μεγάλα γεωλογικά βάθη, κάτω από το έδαφος ή το βυθό της θάλασσας, όπως επίσης και τα κόστη εξόρυξης και παραγωγής, τα οποία συναρτώνται με τις διεθνείς τιμές πώλησης και διαπραγμάτευσης του πετρελαίου και των παραγώγων του αλλά και τα ιδιαίτερα γεωλογικά δεδομένα του εκάστοτε κοιτάσματος[3]. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά μέσο όρο, μία γεώτρηση με ημί- βυθιζόμενο γεωτρύπανο (semi submersible) σε υποθαλάσσιο κοίτασμα κοστίζει περίπου 120- 150 εκατ. $ και θεωρείται δύσκολο η πρώτη γεώτρηση να είναι επιτυχής, να ανευρεθούν δηλαδή από την πρώτη στιγμή εξορύξιμες και εμπορεύσιμες ποσότητες πετρελαίου ή φυσικού αερίου.
Από πολιτικής άποψης, η κυβέρνηση της χώρας που διαθέτει τους υδρογονάνθρακες οφείλει να διαθέτει ένα πλήρες και επαρκές ρυθμιστικό και φορολογικό νομικό πλαίσιο, το οποίο αφενός θα διασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον και τη σύννομη ανάπτυξη των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας προς το συμφέρον του λαού της, αφετέρου θα δημιουργεί το βέλτιστο επενδυτικό κλίμα, το οποίο θα προστατεύει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των ξένων εταιρειών, που θα επενδύσουν στη χώρα, σε μακροχρόνια προοπτική, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η επένδυσή τους. Επιπλέον, η φιλοξενούσα χώρα θα πρέπει να διασφαλίζει συνθήκες διαφάνειας, υγιούς και αθέμιτου ανταγωνισμού στις διεθνείς προκηρύξεις και τους διαγωνισμούς (tenders) για την κατακύρωση της ανάπτυξης των κοιτασμάτων της σε ξένες εταιρείες, ούτως ώστε να αποφεύγονται περιστατικά διαφθοράς[4].
Η τήρηση των απαραίτητων χρονοδιαγραμμάτων αποτελεί επίσης κομβικής σημασίας θέμα για μία επιτυχή επένδυση έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων. Συνήθως, μεσολαβεί μεγάλο χρονικό διάστημα από την υπογραφή μιας σύμβασης μέχρι την πραγματική ροή των πρώτων καθαρών κερδών. Πρόκειται άρα για μακροχρόνιες επενδύσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων δύνανται να αλλάξουν τόσο οι γενικές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες στη φιλοξενούσα χώρα (π.χ. χρηματοπιστωτική κρίση, ένταση με όμορο κράτος, εθνικές εκλογές και συνακόλουθη αλλαγή πολιτικού σκηνικού συνοδευόμενη με αιτήματα επαναδιαπραγμάτευσης των εν λόγω συμβάσεων) όσο και οι ειδικοί όροι, που περιέχονται στη σύμβαση, εφόσον υφίσταται εξ αρχής ρήτρα επαναδιαπραγμάτευσης.
Οι αρχικές επενδύσεις, που πραγματοποιεί η ξένη εταιρεία, περιλαμβάνουν το μεγαλύτερο επενδυτικό ρίσκο (risk capital), καθώς στα πρώτα στάδια των εργασιών συλλέγονται οι απαραίτητες γεωλογικές πληροφορίες, οι οποίες θα δώσουν το πρώτο δείγμα αν υφίστανται ή όχι αξιόλογοι και εμπορεύσιμοι υδρογονάνθρακες. Για το σκοπό αυτό, η ξένη εταιρεία προσλαμβάνει (subcontract) άλλες εξειδικευμένες εταιρείες, οι οποίες πραγματοποιούν γεωφυσικές και τρισδιάστατες σεισμικές μελέτες[5]. Αν το πρώτο στάδιο των γεωλογικών ερευνών οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα, τότε ενισχύεται διαπραγματευτικά η θέση της κυβέρνησης της φιλοξενούσας χώρας έναντι της ξένης εταιρείας, γιατί η επένδυση αποβαίνει επιτυχής και πλέον η κυβέρνηση μπορεί να επιβάλει νέους όρους στη σύμβαση με την ξένη εταιρεία, βάσει των νέων δεδομένων, που προκύπτουν.
Γενικά χαρακτηριστικά
Οι συμβατικοί όροι και το περιεχόμενο της κάθε σύμβασης διαφέρουν. Γενικά, παρατηρείται το φαινόμενο οι πρώτες εταιρείες, που ξεκινούν έρευνα και εξόρυξη σε μία τρίτη χώρα να εξασφαλίζουν ευνοϊκότερους όρους στα πρώτα συμβόλαια, που υπογράφει η κυβέρνηση της χώρας, σε σύγκριση με τις εταιρείες, που έπονται. Το γεγονός αυτό οφείλεται, από πλευράς κυβέρνησης της φιλοξενούσας χώρας, αφενός στην έλλειψη εμπειρίας σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο τύπο συμβάσεων και αφετέρου στην αγωνιώδη προσπάθεια να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερους και ποιοτικά καλύτερους ξένους επενδυτές. Προϊόντος του χρόνου και μετά τη σύναψη των αρχικών συμβολαίων, παρατηρείται συχνά μία μεταστροφή, ήτοι σκλήρυνση της στάσης της κυβέρνησης έναντι των επενδυτών, η οποία εκφράζεται συνήθως με αλλαγές στο φορολογικό σύστημα και τη συνακόλουθη επιβολή νέων φόρων στις επενδύτριες εταιρείες[6]. Η ερευνητική ιστορία των κοιτασμάτων της Βόρειας Θάλασσας αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα για τα ανωτέρω. Στη Βόρεια Θάλασσα κυριάρχησαν οι συμβάσεις παραχωρήσεων (concession). Οι πρώτοι επενδυτές είχαν εξασφαλίσει πολύ ευνοϊκούς όρους σε σχέση με τους επόμενους, οι οποίοι αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν με πιο σκληρούς οικονομικούς και φορολογικούς όρους. Το δεύτερο κύμα επενδυτών εξασφάλισε αληθινά ευνοϊκούς όρους, καθώς πλέον η έρευνα και εξόρυξη είχε προχωρήσει και είχαν αρχίσει να εισρέουν στα κρατικά ταμεία τα πρώτα καθαρά έσοδα (profit oil) από την παραγωγή και πώληση του πετρελαίου[7].
Η έρευνα, εξόρυξη και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων μιας χώρας, εκτός από ακριβή, αποτελεί και μακροχρόνια επένδυση και ως εκ τούτου είναι ή τουλάχιστον πρέπει να είναι μέρος της γενικότερης οικονομικής στρατηγικής της με τρεις κεντρικούς στόχους: α) την εμπέδωση της κυριαρχίας και της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων επί των κοιτασμάτων, β) την οικονομική ανάπτυξη προς όφελος του λαού και γ) την προστασία του περιβάλλοντος. Οι τρεις αυτοί στόχοι εξυπηρετούνται με τη θεσμοθέτηση μιας ολοκληρωμένης και στοιχειοθετημένης ενεργειακής πολιτικής, η οποία θα πρέπει να καθορίζει: α) το νομικό και φορολογικό πλαίσιο για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων, που περιλαμβάνονται σε ολόκληρο τον ενεργειακό κύκλο (upstream- έρευνα, εξόρυξη, παραγωγή, midstream- διύλιση και παράγωγα, εξαγωγή, downstream-, εμπορία, διαμετακόμιση και πώληση στις διεθνείς αγορές) και β) το συμβατικό πλαίσιο, τον τύπο συμβολαίου δηλαδή, σύμφωνα με το οποίο θα υπογράφονται οι συμβάσεις με τις ξένες εταιρείες. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται από τις ξένες ενεργειακές πολυεθνικές, οι οποίες πραγματοποιούν επενδύσεις σε κοιτάσματα τρίτων χωρών σε παγκόσμια εμβέλεια, η ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου και εμπεδωμένου ειδικού φορολογικού συστήματος, που θα ισχύει αποκλειστικά για τον ενεργειακό τομέα και το οποίο θα είναι σταθερό σε βάθος χρόνου, ούτως ώστε να μειώνεται, κατά το δυνατόν, το επενδυτικό ρίσκο[8].
Μέθοδοι σύναψης συμβολαίων έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων
Στη διεθνή πρακτική υφίστανται δύο μέθοδοι σύναψης συμβολαίων έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων: α) με διμερή διαπραγμάτευση και β) με διεθνή διαγωνισμό[9].
Α) Όταν ένα συμβόλαιο αποτελεί αντικείμενο διμερούς διαπραγμάτευσης, η ξένη εταιρεία προσεγγίζει την κυβέρνηση της χώρας, που διαθέτει τους υδρογονάνθρακες, με σκοπό να επιτύχει ένα επωφελές για την ίδια συμβόλαιο έρευνας, εξόρυξης, παραγωγής και εξαγωγής του πετρελαίου ή του φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα, τα διμερή συμβόλαια αφορούν στη χορήγηση παραχώρησης (concession) από πλευράς κυβέρνησης και σε αντάλλαγμα η εταιρεία πληρώνει στην κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας τα λεγόμενα τέλη ή μερίσματα (royalties), δηλαδή ένα ποσό υπό τύπου δικαίωμα επί της εκμετάλλευσης του ή των κοιτασμάτων. Συνήθως, η συγκεκριμένη διαδικασία δεν είναι δημόσια, δηλαδή δεν έχει προκηρυχθεί κάποιος διεθνής, ανοικτός διαγωνισμός. Επίσης, τα συμβόλαια, που συνάπτονται με αυτή τη διαδικασία, είναι ιδιωτικά και δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα [10].
Συνήθως, τα διμερή συμβόλαια τα διαπραγματεύεται από πλευράς φιλοξενούσας χώρας όχι η ίδια η κυβέρνηση αλλά η κρατική ενεργειακή εταιρεία, για τους εξής τρεις λόγους: α) η κρατική εταιρεία είναι σε θέση να διαθέτει περισσότερη και καλύτερη πληροφόρηση για το είδος και το μέγεθος των υπό συμβολαιοποίηση κοιτασμάτων, για την τεχνολογία και την τεχνογνωσία που απαιτούνται για την εκμετάλλευσή τους, καθώς και για τις δυνατότητες και ικανότητες (τεχνικές και οικονομικές) των ξένων εταιρειών για να διεξάγουν τις απαιτούμενες εργασίες. β) η κρατική εταιρεία αποτελεί καλύτερο συνομιλητή για τις ξένες εταιρείες, καθώς είναι λιγότερο πολιτικοποιημένη και περισσότερο καθ΄ ύλην αρμόδια να διεξάγει τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις και γ) η κρατική εταιρεία μπορεί να «επιβάλει» στις ξένες εταιρείες να χρησιμοποιήσουν και εγχώριους ειδικούς επιστήμονες και εργατικό προσωπικό στις εργασίες έρευνας και εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων (όρος με την ονομασία local content, που επιβάλλεται στα συμβόλαια) και κατ’ αυτόν τον τρόπο αφενός να αποκτήσει την τεχνογνωσία που της λείπει, αφετέρου να ελέγχει εκ των έσω την πρόοδο των εργασιών και τον τρόπο- μεθόδους, που χρησιμοποιούν οι ξένες εταιρείες[11].
Β) Όταν η κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας έχει προκηρύξει ανοικτό διαγωνισμό, οι εταιρείες που θα συμμετέχουν σε αυτόν οφείλουν να πληρούν ορισμένα βασικά κριτήρια, τα οποία γνωστοποιούνται εξαρχής, ενώ οι όροι και προϋποθέσεις του διαγωνισμού υπόκεινται σε πλήρη δημοσιότητα και αναλύονται στην εσωτερική νομοθεσία περί έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων της φιλοξενούσας χώρας. Ο σχετικός διαγωνισμός δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης και περιλαμβάνει αυστηρά χρονοδιαγράμματα για την υποβολή της πρώτης αίτησης και στη συνέχεια των αναλυτικών φακέλων με τις προσφορές των εταιρειών. Επίσης, όταν πρόκειται για κράτη- μέλη της Ε.Ε., οι εν λόγω διαγωνισμοί δημοσιεύονται υποχρεωτικά και στην επίσημη εφημερίδα της Ε.Ε., στο αντίστοιχο φύλλο. Το συμβόλαιο απονέμεται στην εταιρεία, που θα πληροί όλα τα απαιτούμενα κριτήρια και θα πλειοδοτήσει στο διαγωνισμό, υπό συνθήκες ανταγωνισμού της ανοικτής αγοράς και με τη διαδικασία της υποβολής των σφραγισμένων φακέλων. Μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού και την κατακύρωση του ή των κοιτασμάτων στην ξένη εταιρεία ή κοινοπραξία, η κυβέρνηση έχει τη διακριτική ευχέρεια να τροποποιήσει ελαφρώς τους όρους του συμβολαίου, κατόπιν διαπραγμάτευσης, προκειμένου να ευνοήσει την ξένη εταιρεία, χωρίς ωστόσο να προβαίνει σε ριζική αλλαγή των όρων του διαγωνισμού, ούτε και να παραβιάζει την εθνική ή την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αν πρόκειται για κράτος- μέλος της Ε.Ε[12].
Περιεχόμενο συμβολαίων
Ορισμένα επιμέρους θέματα τίθενται αναφορικά με την υπογραφή συμβολαίων με ξένες εταιρείες, όταν το συμβόλαιο υπογράφεται με ξένη ιδιωτική εταιρεία. Μπορεί η κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας να επιβάλει μονομερώς αλλαγές στο συμβόλαιο σε ύστερο χρόνο? Τι συμβαίνει όταν πρόκειται σε μία χώρα να γίνει εθνικοποίηση των ιδιωτικών εταιρειών, που αναλαμβάνουν την εκμετάλλευση κοιτασμάτων σε τρίτες χώρες? Η κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας θεωρείται ότι έχει παραδώσει εξ ολοκλήρου όλα τα δικαιώματά της επί των κοιτασμάτων για όλη τη χρονική διάρκεια του συμβολαίου? Έχουν υπάρξει αρκετά παραδείγματα χωρών, που έχουν προσπαθήσει να ανακτήσουν τον έλεγχο των κοιτασμάτων, μετά την υπογραφή των σχετικών συμβολαίων, όπως οι Πράξεις Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης του Ιράν (1951 Β53) και του Μεξικό (1938), πράξεις σταδιακής απαλλοτρίωσης μέσω φορολογικών αυξήσεων και υποχρεωτικών επιστροφών γης στη Βενεζουέλα, καθώς και σημαντικές τροποποιήσεις των συμβολαίων από πλευράς Σαουδικής Αραβίας.
Στην περίπτωση της Πράξης Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης του Μεξικό, η απαλλοτρίωση οδήγησε σε διεθνές εμπάργκο κατά του πετρελαίου του Μεξικό με τεράστιες οικονομικές ζημίες για τη χώρα, ενώ το Ιράν έδιωξε τις ξένες εταιρείες λίγα χρόνια μετά την εθνικοποίηση, με τις γνωστές συνέπειες για τη θέση του Ιράν στις διεθνείς αγορές. Η ιστορία της SAUDI ARAMCO αφορά στη διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης των συμβολαίων της. Την ARAMCO κατείχαν τέσσερις αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες είχαν επιτύχει παραχωρήσεις από το Βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας. Το 1948, η Σαουδική Αραβία αποφάσισε ότι το μερίδιό της δεν ήταν αρκετό, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν αρκετοί γύροι διαπραγματεύσεων με τις πολυεθνικές. Τελικά, οι Σαουδάραβες πέτυχαν επαναπροσδιορισμό των όρων του συμβολαίου επί τη βάσει ποσοστού 50%- 50%. Επιπλέον, το Βασίλειο τη Σαουδικής Αραβίας αποκτούσε δύο μέλη στο Διοικητικό Συμβούλιο της ARAMCO[13]. Μετά την ίδρυση του OPEC το 1960, κατοχυρώθηκε θεσμικά η συμμετοχή της φιλοξενούσας χώρας στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας ή της κοινοπραξίας, που είχε αναλάβει την έρευνα και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων με ποσοστό τουλάχιστον 25%. Αρχικά, η Σαουδική Αραβία έλαβε αυτό το ποσοστό, ωστόσο, προϊόντος του χρόνου και των γεωπολιτικών εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, σήμερα είναι ο μοναδικός και απόλυτος μέτοχος στη SAUDI ARAMCO.
Διεθνείς συμβατικοί τύποι έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων
Στη διεθνή πρακτική, διακρίνουμε τέσσερις συμβατικούς τύπους, που χρησιμοποιούνται διεθνώς για την έρευνα, εξόρυξη και εκμετάλλευση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου:
- Η σύμβαση παροχής υπηρεσιών (service contract),
- Η παραχώρηση ή αδειοδότηση (concession or licence),
- Η μικτή επιχείρηση (joint venture) και
- Η σύμβαση καταμερισμού της παραγωγής (production sharing agreement- PSA)[14].
Οι διαφορές μεταξύ τους αφορούν αφενός στο επίπεδο ελέγχου, που χορηγείται από την κυβέρνηση προς τις ξένες εταιρείες και αφετέρου στον καταμερισμό των κερδών μεταξύ της κυβέρνησης και των ξένων επενδυτών. Ως εκ τούτου, οι τύποι αυτοί συμβολαίων επιδιώκουν να συμφιλιώσουν δύο εξ αρχής αντικρουόμενα συμφέροντα: εκείνα της χώρας που έχει τα κοιτάσματα αλλά αδυνατεί να τα αναπτύξει και να τα εκμεταλλευτεί οικονομικά από μόνη της και εκείνα της ξένης εταιρείας, που πραγματοποιεί, εξ ορισμού, πανάκριβες επενδύσεις στα κοιτάσματα της ξένης χώρας και αποσκοπεί στον όσο δυνατόν μεγαλύτερο προσπορισμό κέρδους από την εκμετάλλευσή τους[15].
Αν και οι τέσσερις διεθνείς τύποι συμβολαίων έχουν πολλές και σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενό τους καθορίζεται από δύο βασικά σημεία: α) τον τρόπο καταμερισμού των κερδών μεταξύ κυβέρνησης και ξένων εταιρειών και β) τον τρόπο επιμερισμού των εξόδων[16]. Τυπικά, κατά το χρόνο υπογραφής ενός συμβολαίου, οποιασδήποτε μορφής, ούτε η ξένη πετρελαϊκή εταιρεία ούτε η κυβέρνηση γνωρίζουν με βεβαιότητα πόσο θα κοστίσει η έρευνα και η εξόρυξη πετρελαίου ή φυσικού αερίου από ένα κοίτασμα, ή αν οι μελλοντικές τιμές του πετρελαίου ή του φυσικού αερίου θα δικαιολογούν τα επενδεδυμένα κεφάλαια. Επίσης, πριν από την πρώτη γεώτρηση, δεν είναι σαφείς οι ακριβείς ποσότητες των υδρογονανθράκων ενός κοιτάσματος, ούτε κατά ποιό ποσοστό αυτοί είναι εξορύξιμοι και εμπορικά εκμεταλλεύσιμοι[17].
Σύμβαση παροχής υπηρεσιών
Το συμβατικό πλαίσιο, που εφαρμόζεται στο Ιράκ και το Ιράν από τη δεκαετία 1970 είναι το συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών (service contract), το οποίο προτιμάται σε χώρες όπου οι εταιρείες και γενικά ο τομέας της βαριάς βιομηχανίας ανήκουν στο κράτος και δεν έχουν ιδιωτικοποιηθεί. Στα συμβόλαια παροχής υπηρεσιών καθορίζεται με σαφήνεια ποιες υπηρεσίες θα παράσχουν οι ξένες εταιρείες για την εκμετάλλευση ενός κοιτάσματος, για ένα εξ αρχής καθορισμένο, συνήθως μικρό, χρονικό διάστημα και έναντι επίσης εξ αρχής προκαθορισμένης αμοιβής, η οποία δεν είναι σε είδος αλλά σε χρήμα. Με τον τρόπο αυτό, η κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας περιορίζει τη «διείσδυση» της ξένης εταιρείας, τόσο χρονικά όσο και ποιοτικά, χωρίς να παραχωρεί ποσοστό συνεκμετάλλευσης πάνω στο κοίτασμα και χωρίς να συνομολογεί μελλοντικά κέρδη. Τα συμβόλαια παροχής υπηρεσιών είναι ο συμβατικός τύπος ενεργειακής εκμετάλλευσης, που προτιμούν και οι χώρες του Κόλπου. Με τα συμβόλαια αυτά, η αντισυμβαλλόμενη εταιρεία ή κοινοπραξία αναλαμβάνει το κόστος της έρευνας και ανάπτυξης ενός κοιτάσματος και σε αντάλλαγμα, αν οι γεωτρήσεις αποβούν επιτυχείς, η κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας επιτρέπει στην εταιρεία να καλύψει τα επενδυτικά της έξοδα μέσω των πωλήσεων του πετρελαίου ή του φυσικού αερίου και επιπλέον πληρώνει στην εταιρεία μία προκαθορισμένη στο συμβόλαιο αμοιβή, βασισμένη σε ποσοστό επί των καθαρών εσόδων, το οποίο υπόκειται σε φορολογία[18].
Μία παραλλαγή του συμβολαίου παροχής υπηρεσιών είναι το συμβόλαιο «buy back», το οποίο έχει εφαρμοστεί σε ορισμένα κοιτάσματα του Ιράν[19]. Με τον συμβατικό αυτό τύπο, μία ξένη εταιρεία παρέχει επενδυτικά κεφάλαια για την ανάπτυξη ενός κοιτάσματος, αλλά πληρώνεται με προσυμφωνημένο ποσοστό, το οποίο αναγράφεται στο συμβόλαιο, και ως εκ τούτου δεν έχει δικαίωμα να διεκδικήσει έσοδα από επιπλέον κέρδη (excessive profit), σε περίπτωση που το κοίτασμα αποβεί άνω του αναμενόμενου κερδοφόρο[20].
Σύμβαση παραχώρησης
Ο συμβατικός αυτός τύπος εξελίχθηκε σημαντικά από την περίοδο της πρώτης εμφάνισής του στις αρχές του 1900, όταν επρόκειτο ουσιαστικά για μονομερή, συμβόλαια, που λάμβαναν οι ξένες εταιρείες από τις τότε αυτοκρατορίες, αποικίες και πρώην προτεκτοράτα. Στη σύγχρονη εκδοχή τους, στη σύμβαση παραχώρησης ή αδειοδότησης (concession or licence), η κυβέρνηση χορηγεί, στο πλαίσιο διαγωνισμού, στην ξένη εταιρεία, συχνότερα σε κοινοπραξία ξένων εταιρειών, αποκλειστική άδεια εξόρυξης πετρελαίου ή φυσικού για συγκεκριμένα κοιτάσματα και για προκαθορισμένη χρονική περίοδο. Οι υδρογονάνθρακες περνούν στην ιδιοκτησία της εταιρείας ή της κοινοπραξίας, όταν εξορυχθούν, προκειμένου να πωληθούν, να διυλιστούν ή να μεταπωληθούν. Η ξένη εταιρεία, από την πλευρά της, προπληρώνει στην κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας φόρους και μερίσματα (royalties) για το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο[21]. Ο συμβατικός αυτός τύπος είναι αρκετά δημοφιλής και απαντάται κυρίως στο Κουβέιτ, το Σουδάν, την Αγκόλα και το Εκουαδόρ[22].
Ιστορικά, η περιοχή με τη μεγαλύτερη εμπειρία σε συμβόλαια παραχωρήσεων είναι η Μέση Ανατολή, όπου κυριαρχούν τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά: α) τα δικαιώματα εκμετάλλευσης που χορηγήθηκαν στις ξένες εταιρείες κάλυπταν τεράστιες γεωγραφικές εκτάσεις και σε ορισμένες περιπτώσεις ολόκληρα κράτη. β) τα συμβόλαια είχαν υπογραφεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα. γ) οι αντισυμβαλλόμενες ξένες εταιρείες είχαν τον πλήρη έλεγχο αναφορικά με το χρονοδιάγραμμα και τις μεθόδους εξόρυξης και παραγωγής του πετρελαίου και δ) δεν υπήρχε στο συμβόλαιο ρήτρα υποχρεωτικής παραγωγής για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η ρύθμιση αυτή λειτουργούσε προς όφελος των εταιρειών, καθώς σε περιόδους χαμηλών τιμών του πετρελαίου, είχαν τη δυνατότητα να μειώσουν την παραγωγή και κατ΄ αυτόν τον τρόπο να μην υποστούν μεγάλες οικονομικές ζημίες. Η κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας είχε ελάχιστα απορρέοντα από το συμβόλαιο της παραχώρησης δικαιώματα, πλην βεβαίως του ποσοστού επί της παραγωγής, το οποίο ήταν προσυμφωνημένο και περιλαμβανόταν στο συμβόλαιο για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσε η παραχώρηση. Τυπικά παραδείγματα συμβάσεων παραχώρησης στη Μέση Ανατολή αποτελούν η Παραχώρηση του Abu Dhabi του 1939, με την οποία χορηγήθηκε συμβόλαιο σε κοινοπραξία 5 ξένων εταιρειών με το δικαίωμα έρευνας, εξόρυξης και εκμετάλλευσης ολόκληρης των χώρας για χρονική περίοδο 75 ετών! Επίσης, με τη Σύμβαση του 1933 μεταξύ του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας και της κοινοπραξίας STANDARD OIL OF CALIFORNIA, η κοινοπραξία αναλάμβανε την υποχρέωση να πληρώσει στον Βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας 50.000 κιλά χρυσού με αντάλλαγμα παραχώρηση έρευνας, εξόρυξης και εκμετάλλευσης πετρελαίου σε μία περιοχή 500.000 τ.μ. για 66 έτη[23].
Από τη δεκαετία 1950 και μετά, αρκετές τέτοιες λεόντειες συμβάσεις παραχωρήσεων στη Μέση Ανατολή άρχισαν να αναθεωρούνται, μετά από επαναδιαπραγμάτευση. Την αρχή έκανε η Σαουδική Αραβία με την πρόθεσή της να αναθεωρήσει τα ποσοστά στην παραχώρηση της SAUDI ARAMCO. Στο αρχικό συμβόλαιο προβλεπόταν ότι η κυβέρνηση θα λάμβανε 21 cents/ βαρέλι, όταν το βαρέλι πωλούνταν διεθνώς σε τιμή άνω των 2$. Με τη νέα σύμβαση παραχώρησης, τα κέρδη διαμοιράστηκαν εξ ημισείας (50%- 50%) ενώ η ξένη εταιρεία καλούνταν να πληρώσει και φόρο. Αντίστοιχες αναπροσαρμογές έγιναν και στις επίσης λεόντειες συμβάσεις παραχωρήσεων στο Ιράκ και το Ιράν. Επιπλέον, μετά την ίδρυσή του, ο OPEC ασχολήθηκε επισταμένως με το θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης των εν λόγω συμβολαίων και της αλλαγής του κέντρου βάρους στις διαπραγματεύσεις επ’ ωφελεία των κυβερνήσεων της Μέσης Ανατολής και προσπαθώντας να μειώσει τα πλεονεκτήματα των ξένων εταιρειών. Ο νέος τύπος σύμβασης παραχώρησης υπεγράφη για πρώτη φορά στο Ομάν το 1967 και στο Abu Dhabi το 1974. Ως βασικά χαρακτηριστικά παραμένουν η χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων έρευνας, εξόρυξης, εκμετάλλευσης και εμπορίας του πετρελαίου στις ξένες εταιρείες[24]. Ωστόσο, η χρονική περίοδος της σύμβασης είναι μικρότερη, ενώ περιλαμβάνονται πλέον ρήτρες υποχρεωτικής παραγωγής, υψηλότεροι φόροι επί της παραγωγής και πληρωμές ωφελημάτων (bonus) προς την κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας σε περίπτωση επιπλέον παραγωγής. Επίσης, πλέον, η κρατική εταιρεία πετρελαίου της φιλοξενούσας χώρας συμμετέχει στην κοινοπραξία των ξένων εταιρειών και στο Διοικητικό Συμβούλιο, με ποσοστό, το οποίο κάθε φορά αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης[25].
Μικτή επιχείρηση
Η ιστορία αυτού του τύπου συμβολαίου προέρχεται από τις ΗΠΑ, καθώς το πρώτο τέτοιο μοντέλο προτάθηκε από την Αμερικανική Ένωση Εργαζομένων του Πετρελαίου (American Association of Petroleum Landmen). Η μικτή επιχείρηση αποτελείται από μία εταιρεία- διαχειριστή (operator), η οποία είναι υπεύθυνη για την έρευνα και ανάπτυξη όλων των απαραίτητων εργασιών. Γενικός επόπτης είναι η Διαχειριστική Επιτροπή (Operating Committee), η οποία αποτελείται από όλες τις εταιρείες, που συμμετέχουν στη μικτή επιχείρηση και έχουν δικαίωμα ψήφου ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους σε αυτή. Ωστόσο, οι εργασίες έρευνας και εκμετάλλευσης του κοιτάσματος ανήκουν στην ευθύνη της διαχειρίστριας εταιρείας και μόνον[26]. Η κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας και οι ξένες εταιρείες έχουν από κοινού την ιδιοκτησία του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων του έργου καθώς και της παραγωγής του πετρελαίου ή του φυσικού αερίου, ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους στη μικτή επιχείρηση, το οποίο ορίζεται στο συμβόλαιο. Με αυτόν το συμβατικό τύπο, δηλαδή, καθορίζεται καθεστώς συνιδιοκτησίας τόσο στον εξοπλισμό όσο και στην παραγωγή από το κοίτασμα. Με τον ίδιο τρόπο και ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής, καθορίζεται και η συνυπευθυνότητα σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του επενδυτικού κινδύνου και των υποχρεώσεων, που απορρέουν από την κοινή επένδυση[27].
Συμπερασματικά, η σύσταση μιας μικτής επιχείρησης υποδηλώνει τη βούληση των συμβαλλομένων μερών για από κοινού ανάληψη της ευθύνης για όλες τις συναφείς με την έρευνα και εκμετάλλευση εργασίες και διαδικασίες. Η χώρα, η οποία χρησιμοποιούσε κατά κόρον αυτόν το συμβατικό τύπο είναι η Νιγηρία. Επί σειρά δεκαετιών, η ανάπτυξη των πολλών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου της Νιγηρίας πραγματοποιούνταν επί τη βάσει μικτών επιχειρήσεων με ξένες πολυεθνικές ενεργειακές εταιρείες, κυρίως με τη ROYAL DUTCH SHELL. Όταν η οικονομική κατάσταση στη χώρα επιδεινώθηκε εξαιτίας του εμφυλίου αλλά και, πρόσφατα, της ισλαμικής τρομοκρατίας, η Νιγηρία αδυνατούσε πλέον να τηρεί τους οικονομικούς όρους και να πληρώνει το μερίδιο συμμετοχής της στις μικτές επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση της χώρας εγκατέλειψε αυτόν τον συμβατικό τύπο και στράφηκε προς την υπογραφή συμβάσεων καταμερισμού της παραγωγής (PSAs), οι οποίες πλέον κυριαρχούν σήμερα στον ενεργειακό τομέα της Νιγηρίας[28].
Σύμβαση Καταμερισμού της Παραγωγής (Production Sharing Agreement- PSA)
Τα πρώτα PSAs εισήχθησαν στην Ινδονησία το 1966, και από τότε μέχρι σήμερα έχουν καθιερωθεί ως ο κυρίαρχος συμβατικός τύπος έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων στις περισσότερες πλούσιες σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο περιοχές του πλανήτη[29]. Από το 1966 μέχρι σήμερα έχουν υπογραφεί εκατοντάδες PSAs σε όλες τις περιοχές του πλανήτη. Οι χώρες με τα περισσότερα συμβόλαια, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία είναι οι: Ινδονησία, Γουατεμάλα, Αζερμπαϊτζάν, Υεμένη, Αίγυπτος, Λιβύη, Νιγηρία και Περού.
Ένας προτεινόμενος ορισμός του PSA είναι ο ακόλουθος:
«Η σύμβαση καταμερισμού της παραγωγής είναι η συμφωνία μεταξύ μιας αντισυμβαλλόμενης εταιρείας και της φιλοξενούσας χώρας, με την οποία η τελευταία παραχωρεί στην πρώτη το αποκλειστικό δικαίωμα να διερευνήσει, να διεξάγει μελέτες, να εξορύξει υδρογονάνθρακες και να φέρει όλους τους συναφείς με αυτές τις δραστηριότητες κινδύνους και δαπάνες από μία συγκεκριμένη πλουτοπαραγωγική πηγή για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και έναντι προκαθορισμένης συμμετοχής στην παραγωγή. Ο επενδυτής αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει αυτές τις εργασίες μέσα στο αναφερόμενο χρονικό διάστημα με δικά του έξοδα και φέροντας όλους τους κινδύνους. Κατά συνέπεια, η ξένη εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου δρα ως αντισυμβαλλόμενος στη φιλοξενούσα χώρα για την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και λαμβάνει μέρος από την παραγωγή σε ποσοστά, τα οποία αναφέρονται ρητώς στο συμβόλαιο προκειμένου να καλύψει το κόστος παραγωγής και το κέρδος της»[30].
Δύο βασικά χαρακτηριστικά ξεχωρίζουν το PSA από τους άλλους συμβατικούς τύπους έρευνας και εξόρυξης: α) το πρώτο αφορά στην ξένη αντισυμβαλλόμενη εταιρεία, με την έννοια ότι αυτή παρέχει όλες τις τεχνικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, που υποστηρίζουν τις εργασίες έρευνας και εξόρυξης, άρα φέρει και όλο τον επιχειρηματικό κίνδυνο σε περίπτωση μη ανεύρεσης αξιόλογων και εμπορεύσιμων αποθεμάτων. Σε μία τέτοια περίπτωση, η ξένη εταιρεία δε δικαιούται καμίας αποζημίωσης από την κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας και αποχωρεί από το κοίτασμα, αφού κλείσει όλες τις οικονομικές και τεχνικές εκκρεμότητες. β) το δεύτερο αφορά στην κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας, η οποία κατέχει αφενός όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα επί των κοιτασμάτων, αφετέρου όλες τις υποδομές και εγκαταστάσεις, τις οποίες θα παράσχει η αντισυμβαλλόμενη εταιρεία. Επίσης, η κυβέρνηση δε φέρει κανένα κίνδυνο, ούτε πραγματοποιεί κανενός είδους άμεση επένδυση, ωστόσο έχει συμμετοχή στα κέρδη, με ποσοστό, το οποίο προκαθορίζεται και αναγράφεται στο PSA[31]. Τα κυριαρχικά δικαιώματα της κυβέρνησης περιορίζονται σημαντικά από τους όρους, που επιβάλουν οι ξένοι επενδυτές στο συμβόλαιο, όπως είναι π.χ. η αναλυτική και λεπτομερής ενημέρωση της κυβέρνησης για όλες τις λεπτομέρειες και την πορεία των εργασιών, η οποία γίνεται στην πράξη όποτε και όπως επιθυμεί η ξένη διαχειρίστρια του κοιτάσματος εταιρεία, η οποία έχει τη διακριτική ευχέρεια να μοιράζεται με την κυβέρνηση τις πληροφορίες, που θεωρεί σκόπιμο να μοιραστεί[32]. Επιπλέον, έχουν παρατηρηθεί διενέξεις μεταξύ κυβέρνησης και εταιρειών, όταν έρχεται η χρονική στιγμή της ανάκτησης των αρχικών επενδύσεων από τις ξένες εταιρείες (cost oil), καθώς συχνά αδυνατούν να συμφωνήσουν στο ύψος και το ποσοστό, που πρέπει να λάβουν οι ξένες εταιρείες, πριν ξεκινήσει η ροή των καθαρών κερδών[33]. Τα περισσότερα συμβόλαια περιλαμβάνουν ένα ποσοστό της τάξης του 50% αποζημίωσης της εταιρείας για το cost oil, αν και υπάρχουν και συμβόλαια, που δεν θέτουν συγκεκριμένο ποσοστό, με αποτέλεσμα το cost oil να είναι απεριόριστο, δηλαδή στο σύνολό του στη διάθεση της εταιρείας.[34] Το ποσοστό του cost oil εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε κοιτάσματος, δηλαδή αν πρόκειται για ένα κοίτασμα σε μεγάλο βάθος και με μεγάλες γεωλογικές δυσκολίες, τότε το ποσοστό του cost oil θα είναι υψηλότερο, γιατί και η εταιρεία θα έχει επενδύσει περισσότερα κεφάλαια για την πρώτη φάση της ανάπτυξης του κοιτάσματος. Η πιο γενναιόδωρη πληρωμή της εταιρείας για το cost oil συμβαίνει όταν η κυβέρνηση καθυστερεί σημαντικά να προχωρήσει στην απόδοσή του προς την εταιρεία. Τέλος, αν το αρχικώς υπολογισμένο ποσοστό του cost oil δεν είναι επαρκές για να καλύψει τις αρχικές επιχειρησιακές δαπάνες, τότε μέρος του μετατοπίζεται για να αποδοθεί στην εταιρεία στη δεύτερη φάση της παραγωγής[35].
Το υπόλοιπο της παραγωγής, μετά την πρώτη φάση ανάπτυξης ενός κοιτάσματος, διανέμεται μεταξύ της κυβέρνησης και της εταιρείας επί τη βάσει ποσοστών, που έχουν ήδη προσυμφωνηθεί και αναγραφεί εντός του PSA (profit oil). Ας υποθέσουμε ότι τα προσυμφωνημένα ποσοστά είναι 60%-40% μεταξύ κρατικής εταιρείας και κοινοπραξίας. Και ας υποθέσουμε ότι το μέρισμα έχει πληρωθεί και ότι το cost oil κυμαίνεται στο σύνηθες ποσοστό του 50%. Το profit oil θα πρέπει να υπολογιστεί επί τη βάσει του υπολοίπου 50% της ακαθάριστης παραγωγής. Έτσι, η κρατική εταιρεία θα λάβει 60% από το 50% του profit oil και η ξένη κοινοπραξία θα λάβει το 40% από το 50% της συνολικής παραγωγής. Τέλος, η αντισυμβαλλόμενη εταιρεία οφείλει να πληρώσει τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος επί του μεριδίου της στο profit oil[36].
Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο, που περιλαμβάνουν αρκετά PSAs και το οποίο επιδιώκουν οι ξένες εταιρείες να αναγράφεται ρητά στο κείμενο του συμβολαίου, είναι οι λεγόμενες ρήτρες σταθερότητας (stabilization clauses). Με αυτές τις ρήτρες, απαγορεύεται η εφαρμογή μελλοντικών νόμων και διατάξεων, ιδιαιτέρως φορολογικών, που θα ψηφιστούν μετά την υπογραφή και την έναρξη ισχύος του PSA, στην έρευνα και εξόρυξη του κοιτάσματος, που αποτελεί αντικείμενο του συμβολαίου. Επί παραδείγματι, κατά τη διάρκεια της ισχύος ενός PSA συμβαίνει να προκηρυχθούν εθνικές εκλογές και να αλλάξει η κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας. Η επόμενη κυβέρνηση ενδέχεται να ψηφίσει νέους νόμους, πιθανόν πιο αυστηρούς, σε ό, τι αφορά τη φορολογία των ξένων επιχειρήσεων, που επενδύουν στη χώρα[37]. Μία τέτοια εξέλιξη αποτελεί περίπτωση υψηλού κινδύνου (high risk) για την ξένη εταιρεία, ή κοινοπραξία, γι’ αυτό το λόγο και αναλύεται ενδελεχώς η εν γένει εσωτερική πολιτική κατάσταση της φιλοξενούσας χώρας (risk assessment analysis) πριν τη λήψη της τελικής απόφασης για την πραγματοποίηση ή μη της επένδυσης.
Η εξαίρεση ενός PSA από τέτοια μελλοντική νομοθεσία καθίσταται εφικτή όταν περιλαμβάνεται στο κείμενο η ρήτρα σταθερότητας και εφόσον ισχύουν σωρευτικά οι παρακάτω δύο προϋποθέσεις: α) το PSA πρέπει να ενδύεται την περιβολή του νόμου του κράτους, έχοντας επικυρωθεί από το Εθνικό Κοινοβούλιο της φιλοξενούσας χώρας και επιπλέον πρέπει να περιβάλλεται και με αυξημένη τυπική ισχύ έναντι επόμενου νόμου, πλην του Συντάγματος της χώρας. Έτσι, σε περίπτωση σύγκρουσης διατάξεων του PSA και ενός επόμενου νόμου, το PSA έχει προτεραιότητα, παρά τη γενική αρχή ότι νέος νόμος αναιρεί τον προηγούμενο και β) το PSA πρέπει να περιλαμβάνει ρητά τη ρήτρα ότι σε περίπτωση αύξησης της φορολογίας, αυτή θα πληρωθεί από την κρατική εταιρεία και όχι από την κοινοπραξία των ξένων εταιρειών[38]. Τα ίδια ισχύουν και σε περίπτωση αλλαγής της εθνικής νομοθεσίας σε ό,τι αφορά το εργασιακό, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και την προστασία του περιβάλλοντος. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι ένα PSA διαρκεί από 25 έως και 40 χρόνια, γιατί αυτός είναι ο συνήθης κύκλος ζωής ενός κοιτάσματος, αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για τον πλέον ισχυρό διεθνή τύπο συμβολαίου, καθώς υπέρκειται οιασδήποτε μελλοντικής εθνικής νομοθεσίας σε βάθος χρόνου και άρα αποτελεί την καλύτερη εξασφάλιση για τα επενδυτικά και τα οικονομικά συμφέροντα των ξένων εταιρειών[39].
Ένα κρίσιμο θέμα για την ξένη εταιρεία ή κοινοπραξία είναι ο γεωλογικός κίνδυνος (geological risk). Η αποτελεσματικότητα των φορολογικών συστημάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον υπολογισμό και του συγκεκριμένου κινδύνου για την ξένη εταιρεία ή κοινοπραξία, η οποία ξεκινά την έρευνα ενός κοιτάσματος, χωρίς να γνωρίζει προκαταβολικά αν είναι εξορύξιμοι οι υδρογονάνθρακες και σε ποιο βαθμό. Όταν το ερευνητικό πρόγραμμα οδηγήσει σε ανακάλυψη υδρογονανθράκων και οι γεωτρήσεις είναι επιτυχείς, ο κίνδυνος αφαιρείται, δεν υπολογίζεται γιατί δεν είναι υπαρκτός. Όταν όμως το πηγάδι αποδειχθεί ξερό, ή αλλιώς dry hole, τότε τίθεται το θέμα του διαμοιρασμού του κινδύνου μεταξύ της κοινοπραξίας και της κυβέρνησης της φιλοξενούσας χώρας. Τα διεθνή φορολογικά συστήματα, που εφαρμόζονται στα συμβόλαια έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων, διαφέρουν ως προς τον υπολογισμό του γεωλογικού κινδύνου. Σε κάποιες περιπτώσεις, η κυβέρνηση αποδέχεται να μοιραστεί τον κίνδυνο επιτρέποντας την αφαίρεση (deduction) ή την ανάκτηση μέρους των ερευνητικών εξόδων της κοινοπραξίας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας εμφανίζεται να αποφεύγει τον κίνδυνο (risk averse). Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει κάποιος κανόνας, που να αφορά στον γεωλογικό κίνδυνο, η διαχείριση του οποίου αποτελεί κάθε φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ της κυβέρνησης και της κοινοπραξίας και το συμπέρασμα περιλαμβάνεται στο κείμενο του PSA[40].
Τα βασικά χαρακτηριστικά, πάνω στα οποία βασίζεται το φορολογικό σύστημα του PSA, είναι τα ακόλουθα:
- Οι τίτλοι ιδιοκτησίας των υδρογονανθράκων παραμένουν στο κράτος.
- Το κράτος διατηρεί το διαχειριστικό έλεγχο (management control) και η αντισυμβαλλόμενη κοινοπραξία ευθύνεται για την εκτέλεση των εργασιών ανάπτυξης του κοιτάσματος, σύμφωνα με τους όρους, όπως αυτοί περιγράφονται εντός του συμβολαίου.
- Η αντισυμβαλλόμενη κοινοπραξία οφείλει να παραδίδει τον ετήσιο απολογισμό εργασιών και τον ετήσιο προϋπολογισμό του έργου, προκειμένου να ελεγχθούν και να εγκριθούν από την κρατική εταιρεία της φιλοξενούσας χώρας.
- Η αντισυμβαλλόμενη κοινοπραξία παρέχει τη χρηματοδότηση και την τεχνολογία, που απαιτούνται για όλες τις εργασίες ανάπτυξης του κοιτάσματος και φέρει όλο τον κίνδυνο.
- Κατά τη διάρκεια του συμβολαίου, μετά την ανάκτηση των αρχικών επενδυτικών και λειτουργικών εξόδων από την κοινοπραξία, η παραγωγή, που απομένει διανέμεται μεταξύ του κράτους και της κοινοπραξίας.
- Ο εξοπλισμός και οι εγκαταστάσεις περνούν στην ιδιοκτησία του κράτους, εκτός από τον εξοπλισμό και τις εγκαταστάσεις, που είναι ενοικιασμένες από την κοινοπραξία[41][42].
Τελικά συμπεράσματα
Συμπερασματικά, θεωρείται γενικά περισσότερο πιθανό μία ξένη εταιρεία να επενδύσει στην έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων σε μία τρίτη χώρα με το καθεστώς του PSA για τους εξής συνοπτικά καταγεγραμμένους λόγους:
- Εξασφάλιση ελέγχου των εργασιών
- Μεγαλύτερα κέρδη από την παραγωγή πετρελαίου
- Νομική εξασφάλιση
- Δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης νέας επένδυσης
- Εξασφάλιση ανάκτησης των αρχικών εξόδων
- Μικρότερος επενδυτικός κίνδυνος και
- Μικρότερη διείσδυση και έλεγχος του αναπτυξιακού προγράμματος και των εργασιών από την κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας[43].
[1] Bindermann K., “Production Sharing Agreements: an economic analysis”,(Oxford Institute for Energy Studies, WPM 25, October 1999) σ. 5.
[2] Ibid.
[3] Barnes, P. “Indonesia. The Political Economy of Oil” (Oxford University Press, 1995) σ.98-105.
[4] Barzel, Y «Economic Analysis of Property Rights» (Cambridge University Press. 2nd ed. 1997) σ. 46-50.
[5] Bentham, R.W. Smith, W.G.R. “State Petroleum Corporations: Corporate Forms, Powers and Control” University of Dundee: Centre for Petroleum and Mineral Law and Policy. (1986) σ. 23-24.
[6] Bunter, M.A.G. “The promotion and licensing of petroleum prospective average” Kluwer Law International, the Hague, Netherlands, (2001) σ.12.
[7] Bosson, R. Varon, B. “The Mining Industry and the Developing Countries” (World Bank Research Publication. Oxford University Press 1977) σ. 44-46.
[8] Anderson R.O. “Fundamentals of the Petroleum Industry” (Norman: University of Oklahoma Press 1984) σ. 32.
[9] Barrows, G. H. “World Fiscal Systems for Oil” Calgary (Van Meurs &Ass Ltd 1994) σ. 20-35.
[10] Bindermann K., “Production Sharing Agreements: an economic analysis”, (Oxford Institute for Energy Studies, WPM 25, October 1999) σ. 7-8.
[11] Karayianni M.: “PSAs and National Oil Funds” in (ed.) Akiner S. The Caspian: politics, energy and security, (London, RoutledgeCurzon, (2004) σ.148.
[12] Campbell, H.F Lindner, R.K. “A Model of Mineral Exploration and Resource Taxation” The Economic Journal Vol 95 ( March, 1985) σ. 146.
[13] Crommelin, M. Thompson, A.R. (eds) “Mineral Leasing as an Instrument of Public Policy” (Vancouver University of British Columbia Press 1977) σ.102-105.
[14] Blinn, K.W. et al. “International Petroleum Exploration & Exploitation Agreements, Legal, Economic, and Policy Aspects” (New York: Barrows 1986) σ. 80-85.
[15] Al Emadi T., “Joint venture contracts among current negotiated petroleum contracts: a literature review of JVCs development, concept and elements”, (University of Dundee, 2010) σ.1-2
[16] Cameron P.D. “International and Comparative Petroleum Law and Policy Lecture” (University of Dundee, 13/11/2009).
[17] Radon J.:“The ABCs of petroleum contracts: licence, concession agreements, joint ventures and production sharing agreements” Open oil Working Paper 12 Chapter 5 (2011),
http://www.gmec-ee.com/wp-content/uploads/2013/08/The-ABCs-of-Petroleum-Contracts.pdf
σ. 62-63.
[18] CEE- Center for Energy Economics Bureau of Economic Geology, Jackson School of
Geosciences, The University of Texas “Fiscal terms for upstream projects- An overview”, (Texas, USA 1999 σ. 5-6).
[19] Bunter M. “The Iranian Buy Back Agreement” Oil, Gas and Energy Law Intelligence, Vol. I issue 2, (2003) σ.44-45
[20] Muttitt G., “Production sharing agreements: oil privatization by another name?” General Union of Oil Employees conference on privatization,(Basrah, Iraq, 26/05/2005) https://www.platformlondon.org/carbonweb/documents/PSAs_privatisation.pdf
[21] Meese R. “The relevance of the granting of oil concessions in a maritime delimitation: the jurisprudence of the ICJ” Oil, Gas and Energy Law Intelligence, Vol. I, issue 2, (2003)
[22] Radon J.:“The ABCs of petroleum contracts: licence, concession agreements, joint ventures and production sharing agreements” Open oil Working Paper 12 Chapter 5 (2011),
http://www.gmec-ee.com/wp-content/uploads/2013/08/The-ABCs-of-Petroleum-Contracts.pdf p.63.
[23] Bindermann K., “Production Sharing Agreements: an economic analysis”, (Oxford Institute for Energy Studies, WPM 25, October 1999) σ. 9-10.
[24] Hart, O. “Firms, Contracts and Financial Structure” (Oxford University Press 1995) σ.3-5.
[25] Bindermann K.:“Production Sharing Agreements: an economic analysis”, (Oxford Institute for Energy Studies, WPM 25, October 1999) σ. 9-10.
[26] Al Emadi T., “Joint venture contracts among current negotiated petroleum contracts: a literature review of JVCs development, concept and elements”, (University of Dundee, 2010) σ.3-4.
[27] Wilkinson J., “Introduction to oil and gas joint ventures” (1997) σ. 2.
[28] Radon J.:“The ABCs of petroleum contracts: licence, concession agreements, joint ventures and production sharing agreements” Open oil Working Paper 12 Chapter 5 (2011)
[29] Barnes, P. “Indonesia. The Political Economy of Oil” (Oxford University Press 1995) σ. 23-26.
[30] CEE Bankwatch Network, The World Bank, “Pocketing Caspian Black Gold”, (April 2002) σ. 40-42.
[30] Philip D., Keen M., McPherson C. “The taxation of petroleum and minerals: principles, problems and practice”, (IMF and Routledge, London and New York, 2010) σ. 23.
[30] Ciarreta A., Nasirov S. “Development trends in the Azerbaijan oil and gas sector: achievements and challenges”, Energy Policy no 40 (2012) σ. 288.
[30] Akinuwi O., “Cost recovery and high oil price: how can host governments capture adequate revenue? A case study of Nigeria”, (University of Dundee 2009) σ. 62.
[31] Johnston D. “Ιnternational petroleum fiscal systems and production sharing contracts” (Pennwell Pub. 1994) σ. 39
[32] Johnston, D. “Production Sharing Agreements”, Seminar Paper SP 19, University of Dundee. Centre for Petroleum and Mineral Law and Policy (1994) σ. 5.
[33] Akinuwi O., “Cost recovery and high oil price: how can host governments capture adequate revenue? A case study of Nigeria”, (University of Dundee 2009) σ. 64.
[34] Muttitt G., “Production sharing agreements: oil privatization by another name?” General Union of Oil Employees conference on privatization,(Basrah, Iraq, 26/05/2005) https://www.platformlondon.org/carbonweb/documents/PSAs_privatisation.pdf
[35] Ashong M. “Cost recovery in Production Sharing Contracts: opportunity for striking it rich or just another risk not worth bearing?” CEPMLP Annual Review (2010) σ. 8-12.
[36] Ciarreta A., Nasirov S. “Development trends in the Azerbaijan oil and gas sector: achievements and challenges”, Energy Policy no 40 (2012) σ. 288-289.
Muttitt G., “Production sharing agreements: oil privatization by another name?” General Union of Oil Employees conference on privatization,(Basrah, Iraq, 26/05/2005)
https://www.platformlondon.org/carbonweb/documents/PSAs_privatisation.pdf
[37] Maniruzzaman ΑA.F.M. “The pursuit of stability in international energy investment contracts: a critical appraisal of the emerging trends” Journal of World Energy Law and Business, Vol. 1, No 2 (2008) σ. 122-126.
[38] Frolov O. “Arbitrability of disputes related to the privatization of state- owned property in Ukraine” Russia Law Journal, Vol. 4 Issue 3 (2016), σ. 99-100.
[39] Van Meurs P. Seck A. “Government takes decline as nations diversify terms to attract investment” The Oil and Gas Journal, (26 May 1997)
[40] http://www.ogj.com/articles/print/volume-97/issue-6/in-this-issue/production/bonuses enhance-upstream-fiscal-system-analysis.html
[41] Johnston D. “Global petroleum fiscal systems compared by contractor take” The Oil and Gas Journal vol. 5 ( 1994) σ. 47-50.
[42] Ashong M. “Cost recovery in Production Sharing Contracts: opportunity for striking it rich or just another risk not worth bearing?” CEPMLP Annual Review (2010) pp. 3-12.
[43] Ataka V. “The features and merits of production sharing agreements with service contracts
from the point of view of an IOC”
http://www.academia.edu/3300791/Production_Sharing_Contracts_vs_Service_Contrac
ts from the ViewPoint of an IO
* Η Μαρίκα Καραγιάννη, η οποία είναι η συγγραφέας της νέας αυτής ενεργειακής μονογραφίας του energia.gr, είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής και πολιτικός επιστήμονας με εμπειρία στα ευρωπαϊκά και διεθνή ενεργειακά θέματα. Έχει σπουδάσει στη Νομική Σχολή του ECIA, το Κολέγιο της Ευρώπης στο Μπριζ, στο European Political and Administrative Department και στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, στο τμήμα Χωρών της Μαύρης Θάλασσας.
Υπήρξε υπότροφος της Ακαδημίας Διπλωματών του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών (2002) και του αντίστοιχου τμήματος του Αζερμπαϊτζάν για τον τομέα ενέργειας της Κασπίας, στο Harvard Kennedy School of Government (2014) για τη Διεθνή Ενεργειακή Ασφάλεια και στο NATO SCHOOL OF OBERAMMERGAU (2014) για την ενεργειακή ασφάλεια και τον εφοδιασμό των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ σε περιόδους πολέμου ή κρίσης.
Μεταξύ 1998 και 2006 εργάστηκε ως δικηγόρος και είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Έχει υπηρετήσει, μεταξύ άλλων, στο Γραφείο Τύπου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Αθήνα (1999), στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας (2000-2005), στο γραφείο του Υπουργού Εξωτερικών, έχει εργαστεί ως σύμβουλος του υφυπουργού Εξωτερικών για θέματα ενέργειας και ως επιστημονική συντονίστρια της ελληνικής προεδρίας του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας των χωρών του Ευξείνου Πόντου.
Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά.