Η προβλεπόμενη περιορισμένη κατασκευή νέων αγωγών φυσικού αερίου είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης, η οποία αναδεικνύει την πολυπλοκότητα και την έλλειψη σαφήνειας που συνδέονται με το ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ περί αυξημένης δυναμικότητας.
Πιο συγκεκριμένα, η διαδικασία ανάπτυξης ενός νομικά δεσμευτικού ρυθμιστικού πλαισίου για τη μεγαλύτερη κατανομή δυναμικότητας σε συστήματα μεταφοράς φυσικού αερίου (Capacity Allocation Mechanism Network Code – CAM NC) και επομένως για την κατασκευή νέων αγωγών φυσικού αερίου της ΕΕ ήταν αργή. Οκτώ χρόνια μετά την υιοθέτηση του Τρίτου Ενεργειακού Πακέτου το Μάρτιο του 2009 και περισσότερο από πέντε χρόνια που τέθηκε σε ισχύ τον Σεπτέμβριο του 2011, ο CAM NC τελικά δημιουργήθηκε το Μάρτιο του 2017.
Ωστόσο, δεν επίλυσε πλήρως όλα τα κανονιστικά ζητήματα σχετικά με τη μεγαλύτερη κατανομή δυναμικότητας. Η πάροδος του χρόνου έδειξε ότι πολλοί νέοι αγωγοί, οι οποίοι άρχισαν να κατασκευάζονται την περίοδο έναρξης ισχύος του Τρίτου Ενεργειακού Πακέτου, αναπτύχθηκαν μέσα σε ένα συνονθύλευμα εξαιρέσεων εντός του Πακέτου. Αυτό σήμαινε ότι η μεγαλύτερη δυναμικότητα κατανεμόταν και συμβασιοποιούταν υπό διαφορετικά νομοθετικά καθεστώτα, τα οποία -αν και δεν διαφέρουν- δεν ήταν πανομοιότυπα με το ρυθμιστικό πλαίσιο που καθόρισε o CAM NC, αναφέρει το OIES.
Επιπλέον, μολονότι o CAM NC θέσπισε ένα νομικά δεσμευτικό ρυθμιστικό πλαίσιο για τη διεξαγωγή μιας διαδικασίας αυξημένης δυναμικότητας, άφησε σημαντικές κανονιστικές ιδιαιτερότητες, ιδίως όσον αφορά τις μεθόδους κατανομής της δυναμικότητας, ώστε να αποφασίζουν οι Διαχειριστές των Συστημάτων Μεταφοράς (TSOs) και οι Εθνικές Ρυθμιστικές Αρχές (NRAs). Αυτό σήμαινε ότι οι τελευταίοι ήταν σε θέση να αναπτύξουν μεθόδους κατανομής της δυναμικότητας που διαφέρουν σε ολόκληρη την ΕΕ. Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν διαφορές στη ρυθμιστική αντιμετώπιση της αυξημένης δυναμικότητας τόσο μεταξύ του CAM NC και των προηγούμενων πλαισίων, όσο και εντός του ίδιου του CAM NC. Έτσι, το ρυθμιστικό πρόβλημα της αυξημένης δυναμικότητας δεν έχει επιλυθεί πλήρως σε επίπεδο ΕΕ και εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα όσον αφορά τη μελλοντική μεταχείρισή του.
Όπως χαρακτηριστικά τονίζει το OIES, τα προβλήματα αυτά έγιναν εντονότερα λόγω της συνεχιζόμενης πολιτικοποίησης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για το φυσικό αέριο, ιδίως όσον αφορά το ρωσικό αέριο, και αυτό προσθέτει περαιτέρω αβεβαιότητα αναφορικά με την κανονιστική ρύθμιση των νέων αγωγών της ΕΕ, που συνδέονται με τους ρωσικούς εξαγωγικούς αγωγούς. Σημάδια αυτής της πολιτικοποίησης άρχισαν να εμφανίζονται ακόμη και πριν από την απότομη επιδείνωση της πολιτικής σχέσης ΕΕ - Ρωσίας μετά την κρίση του 2014 στην Ουκρανία. Για παράδειγμα, το ανώτατο όριο που επέβαλε το 2009 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσον αφορά τη χρησιμοποίηση από την Gazprom της δυναμικότητας του αγωγού OPAL (και συνεπώς του Nord Stream 1) δε δικαιολογείται σε ρυθμιστικά επίπεδα.
Αυτά τα σημάδια έγιναν ακόμη πιο εμφανή μετά το 2014, όταν η ΕΕ ξεκίνησε να αναπτύσσει τις νέες πολιτικές πρωτοβουλίες της, οι οποίες αποσκοπούσαν de facto στη μείωση της εξάρτησης της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο και στη δημιουργία τεχνητών περιορισμών στη δυναμικότητα του ρωσικού εξαγωγικού αγωγού, προκειμένου να διατηρήσει μεταξύ άλλων το σημαντικό διαμετακομιστικό ρόλο του ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας.
Δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξάντλησε την ικανότητά της να ελέγχει τη δυναμικότητα του Nord Stream 2 βάσει του ισχύοντος κεκτημένου, δρομολόγησε αρκετές νομοθετικές πρωτοβουλίες, με σημαντικότερη την πρόταση τροποποίησης της Τρίτης Οδηγίας για το φυσικό αέριο. Εάν εγκριθεί, η τροποποιημένη Οδηγία θα επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ελέγχει το βαθμό χρησιμοποίησης της δυναμικότητας σε αγωγούς που εισέρχονται στην ΕΕ από τρίτες χώρες και, συνεπώς, το βαθμό χρησιμοποίησης της δυναμικότητας και στους αγωγούς της ΕΕ, αυξάνοντας έτσι την -ήδη σημαντική- αβεβαιότητα όσον αφορά τη ρυθμιστική αντιμετώπιση της αυξημένης δυναμικότητας (συμπεριλαμβανομένων των έργων που έχουν ξεκινήσει πριν από την υιοθέτησή της). Τη στιγμή της συγγραφής της συγκεκριμένης μελέτης, η έλλειψη πολιτικής συμφωνίας μεταξύ των κρατών μελών σημαίνει ότι δεν είναι βέβαιο εάν μια τέτοια κανονιστική δράση θα επιτύχει. Στο βαθμό που θα επιτύχει, θα πολιτικοποιήσει -και τελικά θα υπονομεύσει- ένα κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ που έχει συνταχθεί επιμελώς εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Η συγκεκριμένη μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, δεδομένης της αβεβαιότητας και της πολυπλοκότητας που συνδέονται με το ρυθμιστικό πρόβλημα της αυξημένης δυναμικότητας, τα έργα που έχουν ξεκινήσει πριν από την έναρξη ισχύος του CAM NC θα πρέπει να προχωρήσουν σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν τη στιγμή της εκκίνησής τους. Αν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι ρυθμιστικές αρχές ενδέχεται να «μπουν στον πειρασμό» να ζητήσουν κάποιες αλλαγές όσον αφορά τα κανονιστικά, θα πρέπει να αντισταθούν σε αυτόν τον πειρασμό, καθώς περαιτέρω αλλαγές θα αύξαναν χωρίς λόγο την αβεβαιότητα και την πολυπλοκότητα.
Συνολικά, η πολυπλοκότητα και η έλλειψη σαφήνειας που συνδέονται με το ρυθμιστικό πλαίσιο περί αυξημένης δυναμικότητας στην ΕΕ (που απορρέει από τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε η συγκεκριμένη νομοθεσία, καθώς και από την επακόλουθη πολιτικοποίησή της) υποδηλώνει ότι πολύ λίγοι μεγάλοι νέοι αγωγοί θα κατασκευαστούν μελλοντικά στην ΕΕ, εκτός από τους υπό κατασκευή ή προβλεπόμενους στη συγκεκριμένη μελέτη αγωγούς (συμπεριλαμβανομένων των TAP, EUGAL και του Baltic Pipe) και ενδεχομένως και εκείνων των αγωγών που απαιτούνται για τη σύνδεση του δεύτερου τμήματος του Turkish Stream με τις ευρωπαϊκές αγορές. Αυτό συμβαίνει επειδή θα είναι πολύ πιο εύκολο για όσους επιθυμούν να φέρουν επιπλέον αέριο στην Ευρώπη να το πράξουν μέσω τερματικών σταθμών εισαγωγής LNG.