Σε διακανονισμό με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης (SEC) κατέληξαν η εταιρεία Tesla και ο ιδρυτής της, Elon Musk, ο οποίος και ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί από πρόεδρος της εταιρείας, αλλά θα παραμείνει στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου.

Πέραν της παραίτησης του Musk από την προεδρία για διάστημα τριών ετών, ο διακανονισμός προβλέπει ότι η Tesla, αλλά και προσωπικά ο ιδρυτής της θα πληρώσουν έκαστος πρόστιμο $ 20 εκατ. στις οικονομικές ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ.

Οι μέτοχοι της Tesla ευελπιστούν οι εξελίξεις αυτές να προκαλέσουν την ανάκαμψη της εταιρείας από την κρίση που προκάλεσε σοβαρή και απότομη πτώση στην τιμή των μετοχών της εταιρείας ηλεκτρικών οχημάτων τις τελευταίες εβδομάδες, μετά τη μήνυση που άσκησαν κατά του Musk οι αρμόδιες αμερικανικές αρχές, κατηγορώντας τον για απάτη.

Οι μετοχές της εταιρείας υποχώρησαν κατά 14% την Παρασκευή, αφού ο Musk ξεκίνησε μια διαμάχη με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αρνούμενος, αρχικά, να προχωρήσει σε συμβιβασμό.

Η αδιαλλαξία του οδήγησε την Επιτροπή στην κατάθεση μήνυσης με την οποία επιδίωκε την απομάκρυνση του Musk από την Tesla ως ποινή για τα tweets του στις αρχές Αυγούστου, στα οποία ισχυριζόταν αναληθώς ότι βρισκόταν κοντά στο να αποσύρει την Tesla από το χρηματιστήριο.

Η συνθηκολόγηση του ιδρυτή της Tesla κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου αναμένεται ότι θα μειώσει την πίεση στην τιμή των μετοχών της εταιρείας, η οποία επιβαρύνθηκε υπό το φόβο για το τι θα συνέβαινε αν ο Musk απομακρυνόταν εξ ολοκλήρου από την εταιρεία. Έχει συμφωνήσει να παραιτηθεί ως πρόεδρος για τρία χρόνια και να πληρώσει πρόστιμο 20 εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά θα παραμείνει ως διευθύνων σύμβουλος.

Ο Musk «αντιπροσωπεύει πιθανά το 25 με 40% της αξίας της επιχείρησης», δήλωσε στους Financial Times ο John Coffee, καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Columbia.

Παράλληλα, παράγοντες της αγοράς είχαν προειδοποιήσει για τις πολύ μεγαλύτερες ζημίες που θα είχαν υποστεί οι επενδυτές εάν το δικαστήριο είχε υποστηρίξει την προσπάθεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να αποβάλει πλήρως και οριστικά τον Musk από την Tesla. O Walter Price, διευθυντής χαρτοφυλακίου της Allianz, υποστήριξε στους Financial Times ότι ο διευθύνων σύμβουλος αποδείχτηκε «απερίσκεπτος» υπερεκτιμώντας την πρόοδο που είχε σημειώσει στις διαπραγματεύσεις του για απόσυρση της Tesla από τα χρηματιστήρια, ωστόσο στην υπερεκτίμηση της προόδου του σε μια εξαγορά, αλλά, όπως τόνισε, το να εξαναγκαζόταν να αποχωρήσει από την εταιρεία θα ήταν λάθος. «Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε τεράστια ζημιά στους μετόχους της εταιρείας και δε θα συνέβαλε στην ικανότητα των ΗΠΑ να ανταγωνίζονται με άλλες χώρες για την ηγετική θέση στον τομέα της παραγωγής οχημάτων», υποστήριξε.

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Jay Clayton, δήλωσε ότι ο διακανονισμός που επετεύχθη είναι προς το συμφέρον των αγορών και των επενδυτών, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων της Tesla. Η συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα δύο μέρη επιβεβαίωσε την αρχή ότι «όταν οι εταιρείες και τα στελέχη τους κάνουν δηλώσεις, πρέπει να ενεργούν υπεύθυνα, κάτι που περιλαμβάνει και την προσπάθεια να διασφαλίζεται ότι οι δηλώσεις δεν είναι ψευδείς ή παραπλανητικές και δεν αποκρύπτουν πληροφορίες που ένας λογικός επενδυτής θα θεωρούσε σημαντικές για τη λήψη μιας επενδυτικής απόφασης».

Πέραν του προστίμου που καλείται να πληρώσει ο Musk, η Tesla συμφώνησε, επίσης, να καταβάλει πρόστιμο ύψους $20 εκατ. για το γεγονός ότι δεν κατάφερε να εφαρμόσει επαρκείς διαδικασίες ελέγχου που θα εμπόδιζαν τα tweets του Musk. Τόσο ο ίδιος ο Musk, όσο και η εταιρεία δεν αποδέχθηκαν ούτε αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

Οι ρυθμιστικές αρχές αξιοποίησαν, επίσης, την κρίση που προκάλεσαν τα αμφιλεγόμενα tweets του Musk προκειμένου να εξαναγκάσουν την εταιρεία να προχωρήσει σε αλλαγές στην πολιτική διοίκησής της, κάτι το οποίο ζήτησαν πολλοί μέτοχοι της Tesla τις τελευταίες ημέρες. Έτσι, η Tesla είναι υποχρεωμένη, βάσει του διακανονισμού της με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, να προσλάβει δύο επιπλέον διευθυντές και να συστήσει μια νέα επιτροπή ανεξάρτητων διευθυντών, καθώς και να υιοθετήσει διαδικασίες ελέγχου σχετικά με τη δημόσια επικοινωνία του Musk.

Η αρχική άρνηση του Musk να δεχθεί ένα συμβιβασμό, η οποία ακολουθήθηκε άμεσα από μια δημόσια δήλωση υποστήριξης στο πρόσωπό του από το διοικητικό συμβούλιο της Tesla, δέχτηκε κριτική από ειδικούς στην εταιρική διακυβέρνηση και νομικούς, οι οποίοι εκτίμησαν ότι τόσο ο επικεφαλής της, όσο και η Tesla πυροδότησαν μία περιττή κρίση, ερχόμενοι σε αντιπαράθεση με τις ρυθμιστικές αρχές.