Το ηλεκτρικό σύστημα της Κρήτης βασίζεται στο πετρέλαιο με ένα πλήθος μονάδων χαμηλής απόδοσης και υψηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με δυσμενείς συνέπειες στο κόστος παραγωγής και στην επιβάρυνση των ΥΚΩ. Ένας μεγάλος αριθμός μονάδων πετρελαίου με υψηλές εκπομπές πρέπει να τεθεί εκτός λειτουργίας από 01/01/2020 σε εφαρμογή σχετικής Οδηγίας, όπου η Ελλάς έχει εξαίρεση μέχρι την 31/12/2019, με αποτέλεσμα η Κρήτη να αντιμετωπίζει το 2020 οξύ πρόβλημα από έλλειμμα ισχύος.

Η διασύνδεση της Κρήτης προσφέρεται πολύ ευνοϊκά εδώ και αρκετά χρόνια, αφού η επένδυση έχει περίοδο αποπληρωμής περί τα  4 χρόνια με τον άμεσο μηδενισμό και δια παντός των αντίστοιχων ΥΚΩ, αλλά λείπουν οι πολιτικές πρωτοβουλίες και οι δέουσες αποφάσεις. Η αιχμή ζήτησης το 2017 έφθασε τα 655MW και μέχρι να γίνει η διασύνδεση εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 700MW. H Κρήτη ήδη με την αύξηση φορτίου αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα επάρκειας το 2019, αφού η προσθήκη νέων μονάδων πετρελαίου αναβαλλόταν ενόψει της αναμενόμενης διασύνδεσης, που τώρα επισπεύδεται, αλλά με βιαστικές και προσωρινές λύσεις που δεν καλύπτουν ούτε το παρόν.

Η πρώτη φάση περιλαμβάνει τη διασύνδεση Κρήτη - Πελοπόννησος με δύο υποβρύχια καλώδια 150kV εναλλασσομένου ρεύματος ισχύος 2Χ200MVA, όπου μπορούν να διακινούνται 150-180MW πραγματικής ισχύος. Είναι, τεχνικά, στα όρια με ευαισθησία στις διαταραχές του δικτύου, μια λύση απελπισίας λόγω των καθυστερήσεων της μεγάλης διασύνδεσης και αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2020 για να αξιοποιηθεί και η πλεονάζουσα ισχύς της μονάδας φυσικού αερίου ΑΗΣ Μεγαλουπόλεως.

Η δεύτερη φάση περιλαμβάνει την διασύνδεση Κρήτη-Αττική με δύο υποβρύχια καλώδια και παράλληλη όδευση ισχύος 2Χ350MW με τεχνολογία HVDC και συνδέσμους εκατέρωθεν με VSC (Voltage Source Converter), η οποία είναι ακόμη στο στάδιο των τελικών αποφάσεων.

Όπως προκύπτει, η συνολική ικανότητα των δύο διασυνδέσεων 150/180+350MW (η άλλη γραμμή λογίζεται ως εφεδρεία, συνθήκη Ν-1) δεν επαρκεί για την κάλυψη των σημερινών φορτίων της Κρήτης. Οι εναπομένουσες μονάδες πετρελαίου, μετά την απόσυρση των παλαιών με τις υψηλές εκπομπές, μπορούν να καλύψουν οριακά το προκύπτον έλλειμμα σήμερα. Με την χαμηλή ισχύ της σχεδιαζόμενης διασύνδεσης (350MW) προκύπτει ότι αμέσως πρέπει να αρχίσει η εγκατάσταση νέων μονάδων πετρελαίου στην Κρήτη για την εξασφάλιση της επάρκειας, που θα συνεχισθεί και στις επόμενες δεκαετίες για την αυξανόμενη ζήτηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Οι συνέπειες αυτής της λύσης προσωρινού χαρακτήρα εκτός από τα αυξανόμενα βάρη χρήσης δικτύου μεταφοράς είναι η συνέχεια των ΥΚΩ στην οικονομία και στους καταναλωτές και ο περιορισμός της διείσδυσης των ΑΠΕ, ενώ ενισχύεται η διείσδυση του πετρελαίου. Με τέτοιες αποφάσεις η Ελλάς μένει προσκολλημένη στο μοντέλο του περασμένου αιώνα και αρνείται τον μετασχηματισμό του ενεργειακού τομέα προς καθαρή και προσιτή ενέργεια για να ανοίξει ο δρόμος και στην ηλεκτροκίνηση.

Τα έργα των διασυνδέσεων και γενικώς οι επενδύσεις στα ενεργειακά έργα εντάσεως κεφαλαίου, σχεδιάζονται για διάρκεια ζωής 40 και πλέον ετών, δηλαδή η διασύνδεση της Κρήτη πρέπει να έχει χρονικό ορίζοντα το 2050 και πέρα με απόσυρση όλων των μονάδων πετρελαίου. Στην σχετική μελέτη του ΙΕΝΕ κατ’ ανάθεση της ΡΑΕ, (Οκτώβριος 2012), προτείνεται η διασύνδεση με δύο υποβρύχια καλώδια ικανότητας 2Χ1GW τεχνολογίας HVDC/VSC με ξεχωριστές διαδρομές. Αυτή η λύση εξασφαλίζει υψηλή αξιοπιστία και μεγαλύτερη ευελιξία στην διαχείριση με πλήρη κάλυψη των φορτίων της Κρήτης για τις επόμενες δεκαετίες, συμβάλλοντας και στην υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ. Επιπλέον, θα αποτελέσει πρόδρομο έργο για την διασύνδεση Κύπρου-Ισραήλ και μελλοντικά της Ρόδου και Δωδεκανήσου, αναβαθμίζοντας γεωπολιτικά τη χώρα. Είναι ο δρόμος για την μετάβαση σε καθαρή ενέργεια με προσιτές τιμές χωρίς τα βάρη των ΥΚΩ, αξιοποιώντας και την οικονομική υποστήριξη της επένδυσης από την ΕΕ ως έργο κοινού ενδιαφέροντος (PCI).

Από τεχνική άποψη επισημαίνεται ότι η τεχνολογία HVDC/VSC είναι καινοτόμος και το δίκτυο βασίζεται στην λειτουργία των ηλεκτρονικών ισχύος και των συστημάτων ελέγχου, είναι η τεχνολογία που θα επικρατήσει στο μέλλον με τις ΑΠΕ και τα συστήματα αποθήκευσης. Για την σχεδιαζόμενη διασύνδεση, ενδεχομένως, να προβάλλεται ως αναγκαία η παράλληλη λειτουργία σύγχρονης γεννήτριας με στρεφόμενη μάζα για την αύξηση της αδράνειας του συστήματος προς αντιμετώπιση διαταραχών του δικτύου, οπότε γίνεται χρήση των μονάδων πετρελαίου και σε μεγάλη έκταση. Αυτό όμως προσφέρεται ήδη με την απευθείας σύνδεση ΕΡ με την Πελοπόννησο, οπότε δεν χρειάζονται οι μονάδες πετρελαίου. Θα ήταν χρήσιμο να γίνει ένα αποφασιστικό βήμα προς το μέλλον με καινοτόμες τεχνολογίες, αλλά εάν υπάρχει εμμονή για λειτουργία σύγχρονης γεννήτριας, υπάρχουν άλλες ιδέες περιβαλλοντικά φιλικές και οικονομικές αντί των μονάδων πετρελαίου, που εδώ μάλλον θα λειτουργούν ως μονάδες βάσεως.

Η διασύνδεση της Κρήτης δεν είναι μια οποιαδήποτε διασύνδεση, αλλά αυτή πρέπει να δώσει αξιόπιστη και οριστική λύση, εξασφαλίζοντας την αδιάλειπτη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και επί μακρόν με χαμηλό κόστος. Να συμβάλλει στην μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ περιορίζοντας τις εκπομπές με απόσυρση των μονάδων πετρελαίου και απαλλάσσοντας την οικονομία από τα σημερινά βάρη. Ακόμη, η διασύνδεση της Κρήτης είναι η επέκταση του Ευρωπαϊκού διασυνδεδεμένου ηλεκτρικού συστήματος στα νοτιοανατολικά για να εξασφαλισθεί η διασύνδεση Κύπρου-Ισραήλ και πιθανόν της Αιγύπτου μέσω Κύπρου, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις διασυνδεόμενες χώρες. Επιπλέον, θωρακίζεται το ηλεκτρικό σύστημα της Κρήτης και ενισχύεται το νότιο σύστημα της χώρας. Οι διεθνείς ηλεκτρικές διασυνδέσεις εξυπηρετούν την μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ, χωρίς να αγνοείται και η γεωπολιτική διάστασή τους και συμβάλλουν στην ομαλή λειτουργία της ενιαίας Ευρωπαϊκής αγοράς για την επίτευξη σύγκλισης τιμών.

Η διασύνδεση Κύπρου-Ισραήλ μέσω Ελλάδος με την επέκταση του διασυνδεδεμένου Ευρωπαϊκού ηλεκτρικού δικτύου προς ανατολάς αποτελεί μια αναγκαία και χρήσιμη στρατηγική επιλογή. Επομένως, η διασύνδεση της Κρήτης πρέπει να αποτελέσει το αποφασιστικό βήμα ως πρόδρομο έργο για την διασύνδεση Κύπρου-Ισραήλ.

Κατόπιν των ανωτέρω, κρίνεται απολύτως αναγκαία η αναθεώρηση των αποφάσεων για την σχεδιαζόμενη ανεπαρκή διασύνδεση, σταθμίζοντας τα εθνικά συμφέροντα και την οικονομία και χαράσσοντας πορεία προς το μέλλον με καθαρή ενέργεια απαλλαγμένη από οικονομικά βάρη, ενώ η συνδρομή ενός έμπειρου Τεχνικού Συμβούλου θα ήταν πολύ χρήσιμη.

 

* O Γιάννης Χατζηβασιλειάδης είναι Πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ).