Οι στόχοι που έχουν τεθεί σε παγκόσμιο επίπεδο από την δεσμευτική συμφωνία των Παρισίων (COP 21), όπου, μεταξύ άλλων, προβλέπει την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προκειμένου να συγκρατηθεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στο όριο των +2 βαθμών Κελσίου, με βάση αναφοράς τα επίπεδα θερμοκρασίας της προβιομηχανικής εποχής, αλλά και οι προσπάθειες που καταβάλλονται από μεγάλες χώρες (λχ. Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, κα.), αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο, όπως είναι η περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτιμάται ότι θα συμβάλλουν ώστε να επιτευχθεί ο απαραίτητος μετασχηματισμός του βιομηχανικού και ενεργειακού συστήματος ώστε να επέλθει η επιθυμητή ισορροπία στην βιόσφαιρα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ΕΕ όπου εδώ και 15 χρόνια θέτει, και διαρκώς αναπροσαρμόζει, στόχους ως προς την διείσδυση των ΑΠΕ (32% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης μέχρι το 2030), την ενεργειακή αποδοτικότητα (32.5% βελτίωση μέχρι το 2030) και στις μεταφορές (τουλάχιστον το 14% των καυσίμων που χρησιμοποιούνται για λόγους μεταφοράς πρέπει να προέρχονται από ΑΠΕ μέχρι το 2030).
Οι ανωτέρω στόχοι που απορρέουν τόσο από την συμφωνία των Παρισίων του Δεκεμβρίου 2015, όσο και από τους στόχους της ΕΕ - η οποία παράλληλα επιχειρεί την αναμόρφωση και ενοποίηση των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου σε πανευρωπαϊκή κλίμακα - επηρεάζουν πρωτίστως το σύστημα ηλεκτροπαραγωγής και δευτερευόντως τον εμπορικό και οικιακό τομέα (με την ταχεία διείσδυση του φυσικού αερίου και την βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας), αλλά και την βιομηχανία, η οποία αναζητά πλέον τρόπους βελτίωσης και αναδιάρθρωσης των παραγωγικών μηχανισμών. Οι μεταφορές, οι οποίες και ευθύνονται για το 32% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ), αποτελούν ίσως το πλέον ακανθώδες θέμα της Ενεργειακής Μετάβασης. Καθότι, εν πολλοίς, παραμένει ακόμα μη προβλέψιμος ο ρυθμός διείσδυσης της ηλεκτροκίνησης και της αεριοκίνησης με μόλις 3,0 εκατ. κυκλοφορούντα σήμερα ηλεκτρικά οχήματα, και με τις αυτοκινητοβιομηχανίες να παραμένουν στην πράξη δέσμιες της τεχνολογίας εσωτερικής καύσης. Ως εκ τούτου, εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις για το εάν και κατά πόσο θα υπάρξει μια μαζική στροφή των καταναλωτών σε πλέον «καθαρές» μορφές καυσίμων.
Υπάρχουν ακόμα δυο σοβαρά ζητήματα που σπανίως, όμως, συζητώνται αν και αποτελούν βασικές συνιστώσες και καθοριστικοί παράγοντες στην διαδικασία της Ενεργειακής Μετάβασης. Το πρώτο αφορά το φυσικό αέριο και τις έρευνες που απαιτούνται σε συνεχή βάση για την εξεύρεση και εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων. Εδώ εξακολουθεί να υπάρχει μια τέλεια σύγχυση σε διεθνές επίπεδο, αλλά και συστηματική προσπάθεια παραπληροφόρησης της κοινής γνώμης από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι οποίες πρεσβεύουν την πλήρη και άμεση διακοπή των ερευνών υδρογονανθράκων και της εκμετάλλευσης κοιτασμάτων υπό το έωλο επιχείρημα της προστασίας του περιβάλλοντος. Αγνοώντας ηθελημένα (α) ότι η τεχνολογία έρευνας και ανακάλυψης κοιτασμάτων αερίου είναι η ίδια που εφαρμόζεται για τις έρευνες πετρελαίου , αλλά και (β) τους Ευρωπαϊκούς και διεθνείς στόχους για την μείωση των εκπομπών και την στροφή προς το φυσικό αέριο που η επίτευξή τους προϋποθέτει. Μάλιστα, τελευταία παρατηρείται ένα αυξανόμενο κύμα διαμαρτυρίας από πλευράς μικρομετόχων των πετρελαϊκών εταιρειών που απαιτούν την αποχή των από έρευνες υδρογονανθράκων!
Το δεύτερο θέμα εστιάζεται στην επέκταση της χρήσης πυρηνικής ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή, κάτι που είναι απαραίτητο εάν πράγματι επιθυμούμε την μείωση των εκπομπών και την πλέον αποτελεσματική διείσδυση των ΑΠΕ. Και αυτό γιατί η πυρηνική ενέργεια προσφέρει μηδενικές εκπομπές, ενώ παράλληλα διασφαλίζει το απαραίτητο φορτίο βάσης (base load) στην ηλεκτροπαραγωγή, που είναι απαραίτητο για την λειτουργία μονάδων ΑΠΕ σε πραγματικά μεγάλη κλίμακα. Εδώ το θέμα είναι καθαρά οικονομικό, αφού η παραγωγή ηλεκτρισμού από πυρηνικούς αντιδραστήρες παραμένει υψηλή και απαιτείται σημαντική μείωση του κόστους. Όμως, η πλήρης δαιμονοποίηση της πυρηνικής ενέργειας για ηλεκτροπαραγωγή - όπως πχ. εδώ και πολλά χρόνια συμβαίνει στην χώρα μας, χωρίς ουσιαστική έρευνα του θέματος - από περιβαλλοντολόγους και άλλους επισπεύδοντες, δεν βοηθά σε μια νηφάλια και αντικειμενική τοποθέτηση επί του θέματος.