Οι ελπίδες για μια αναγέννηση του τομέα upstream της Ιταλίας δέχθηκαν πρόσφατα ισχυρό πλήγμα εξαιτίας της έγκρισης από το κοινοβούλιο της χώρας, τον Φεβρουάριο, ενός μορατόριουμ 18 μηνών για τις άδειες υπεράκτιων ερευνών πετρελαίου και φυσικού αερίου το οποίο συνοδεύτηκε από την απόφαση για απότομη 

αύξηση των τελών που καταβάλλονται από τις έως τώρα αδειοδοτημένες προηγούμενες παραχωρήσεις. Η κυβέρνηση δηλώνει ότι θέλει να δώσει προτεραιότητα στην ανανεώσιμη ενέργεια. Τα μέτρα εισήχθησαν ως τροποποίηση του λεγόμενου "διατάγματος απλούστευσης" που προωθεί η ιταλική κυβέρνηση και αποσκοπούν στο να βοηθήσουν το ενεργειακό σύστημα της χώρας στην «πορεία μετάβασης προς μειωμένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα», υποστήριξε ο υφυπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης, Davide Crippa. Ο Crippa είναι μέλος του λαϊκιστικού Κινήματος των Πέντε Αστέρων, το οποίο συμμετέχει στον κυβερνώντα συνασπισμό με τη δεξιά Λέγκα.

Το μορατόριουμ, το οποίο προβλέπεται ότι μπορεί να παραταθεί ως τους 24 μήνες, δίνει στην κυβέρνηση το χρόνο να συμφωνήσει ένα νέο «σχέδιο για τη μετάβαση των κατάλληλων περιοχών στη βιώσιμη ενέργεια», σχέδιο που αποσκοπεί στον προσδιορισμό των γεωγραφικών περιοχών στις οποίες θα επιτρέπονται μελλοντικά δραστηριότητες έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων.

Το μορατόριουμ επηρεάζει 73 υπάρχουσες άδειες έρευνας (47 χερσαίες και 26 υπεράκτιες), καθώς και 79 αιτήσεις για άδειες έρευνας (54 χερσαίες και 25 υπεράκτιες) και πέντε εκκρεμείς αιτήσεις για μη αποκλειστικές άδειες υπεράκτιων ερευνών.

Επιπλέον, η ιταλική νομοθεσία ορίζει ότι -εξαιρουμένης της αποθήκευσης φυσικού αερίου- ο upstream τομέας πετρελαίου και φυσικού αερίου δε θα θεωρείται πλέον «δραστηριότητα κοινού ενδιαφέροντος», γεγονός που αναμένεται να επιβραδύνει τις διαδικασίες χορήγησης αδειών, ιδίως όσον αφορά την απόκτηση γης για χερσαίες μονάδες.

Η κυβέρνηση αναμένεται, επίσης, να αυξήσει κατά 25 φορές τα τέλη για τις υπεράκτιες παραχωρήσεις, τόσο για έρευνα όσο και για παραγωγή, από την 1η Ιουνίου 2019. Ο Crippa δήλωσε ότι τα τέλη, που παραμένουν αμετάβλητα από το 1998, αποδίδουν σήμερα μόλις ένα εκατ. ευρώ ετησίως στον κρατικό κορβανά.

Η βιομηχανία, από την πλευρά της, επισημαίνει διαρκώς τις πιθανές απώλειες εσόδων από επενδύσεις εξαιτίας του μορατόριουμ. Ο Andrea Ketoff, γενικός διευθυντής της ιταλικής ένωσης πετρελαϊκών και εξορυκτικών βιομηχανιών, Assomineraria, αναφέρει ότι υπάρχει κίνδυνος να πληγούν επενδύσεις εκτιμώμενου ύψους 400 εκατ. ευρώ, ενώ η ενδεχόμενη απώλεια φόρων και δικαιωμάτων για το κράτος εξαιτίας αυτού ανέρχεται στα 110 εκατ. ευρώ ετησίως. Ο Ketoff υπογραμμίζει, ακόμη, ότι εάν η αξιολόγηση των «κατάλληλων περιοχών» είχε αρνητικό αντίκτυπο στις υπάρχουσες άδειες, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω απώλεια εσόδων από επενδύσεις ύψους αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ.

Τα μέτρα έχουν, επίσης, προκαλέσει την αντίδραση των συνδικάτων που εκπροσωπούν εργαζόμενους του τομέα upstream στις περιοχές Emilia-Romagna, Basilicata και Σικελία, όπου απαντώνται τα περισσότερα έργα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Περίπου 1.000 επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στον τομέα upstream της Ιταλίας, απασχολώντας περίπου 100.000 εργαζόμενους, σύμφωνα με στοιχεία της Assomineraria.

Οι επικριτές του μορατόριουμ προτάσσουν ότι οι εταιρείες θα μπορούσαν να διεκδικήσουν αποζημιώσεις για απώλειες επενδύσεων, αν και δεν έχει ακόμη καθοριστεί πώς θα λειτουργήσει αυτή η διαδικασία. Η κυβέρνηση προσπάθησε να μετριάσει τις δημόσιες ανησυχίες, λέγοντας ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποια από τα επιπλέον έσοδα που θα προκύψουν από τα υψηλότερα τέλη παραχώρησης για να καλύψει ενδεχόμενες ανάγκες χορήγησης αποζημιώσεων στο μέλλον.

Η παραγωγή υδρογονανθράκων της Ιταλίας μειώνεται

Το μορατόριουμ αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα σε μια βιομηχανία που ήδη αγωνίζεται να λειτουργήσει σε ένα αντίξοο περιβάλλον, σύμφωνα με τον Davide Tabarelli της συμβουλευτικής Nomisma Energia της Μπολόνια. Όπως σημειώνει ο Ιταλός αναλυτής, οι επιχειρήσεις πετρελαίου ήταν ήδη αντιμέτωπες με την απαγόρευση υπεράκτιων γεωτρήσεων σε απόσταση 12 μιλίων από την ακτή σύμφωνα με νομοθεσία που θεσπίστηκε το 2010.

Η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια, με μόλις 5,65 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου και 4,14 εκατ. τόνους πετρελαίου να παράγονται το 2017. Η αντίστοιχη παραγωγή το 1997 ήταν 19,5 δισ. κυβικά μέτρα αερίου και 5,94 εκατ. τόνοι πετρελαίου. Τα αποδεδειγμένα αποθέματα φυσικού αερίου της Ιταλίας εκτιμήθηκαν σε περίπου 45 δισ. κυβικά μέτρα το 2017, ενώ τα αποθέματα πετρελαίου ανήλθαν σε 78 εκατ. τόνους, σύμφωνα με στοιχεία της κυβέρνησης.

Τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν εγκριθεί μόνο 14 άδειες, εκ των οποίων τρεις αφορούσαν την παραγωγή και 11 την έρευνα υδρογονανθράκων, ενώ μόνο μία από τις έντεκα άδειες ερευνών αφορά υπεράκτια παραχώρηση, σύμφωνα με την Assomineraria. Μεταξύ 2013 και 2017, στην Ιταλία έχουν διανοιχθεί επτά ερευνητικές γεωτρήσεις -όλες χερσαίες- και 20 γεωτρήσεις παραγωγής. Αυτό συγκρίνεται με ένα μέσο όρο 70 γεωτρήσεων ετησίως που διανοίγονταν στη χώρα την περίοδο 1970 - 2017.

Πέραν των επιπτώσεων στις νέες άδειες, το μορατόριουμ κινδυνεύει επίσης να αποδυναμώσει τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες στον upstream τομέα, λέει ο Ketoff της Assomineraria.

Οι ιταλικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της Saipem, αντιπροσωπεύουν το 5% του παγκόσμιου τομέα upstream, δημιουργώντας συνδυασμένα έσοδα ύψους 20 δισ. ευρώ ετησίως σε εγχώρια και διεθνή έργα. Ενώ μεγάλο μέρος αυτών των εσόδων προέρχεται από δραστηριότητες στο εξωτερικό, η διατήρηση μιας ισχυρής βάσης στην εγχώρια αγορά της Ιταλίας είναι ζωτικής σημασίας για τη στρατηγική αυτών των εταιρειών, λέει ο Ketoff.

Περαιτέρω μείωση της εγχώριας παραγωγής φυσικού αερίου θα οδηγούσε επίσης σε μεγαλύτερη εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας, προσθέτει ο επικεφαλής της Assomineraria. Το εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα, που υποβλήθηκε πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκρίνει το φυσικό αέριο ως το κύριο συμπληρωματικό καύσιμο για τις ΑΠΕ στην πορεία προς την ενεργειακή μετάβαση. Η Ιταλία καταναλώνει περίπου 75 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως, εκ των οποίων περίπου το 90% εισάγεται, κυρίως από τη Ρωσία και την Αλγερία.