Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου Συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από τότε που άρχισε να ισχύει στην Ευρωπαϊκή Ενωση ο θεσμός της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, ευρύτερα γνωστός στην εποχή του και ως πρόκληση του 1992. Υπενθυμίζουμε ότι η ενιαία αγορά αποφασίστηκε και υιοθετήθηκε επισήμως από τους Δώδεκα με την γνωστή Πράξη του Λουξεμβούργου ή «Ενιαία Πράξη», η οποία υπεγράφη τον Φεβρουάριο του 1986 και άρχισε ν εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 1987. Οι φιλόδοξοι στόχοι αυτής της πρωτοβουλίας των Δώδεκα ήταν η πλήρης κατάργηση των εμποδίων στην κυκλοφορία προσώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων στον κοινοτικό χώρο, καθώς και η επιτήρηση των άμεσων και έμμεσων κρατικών επιδοτήσεων στις επιχειρήσεις. Επίσης, η Ενιαία Πράξη προέβλεπε την κατάργηση των εθνικών προτιμήσεων από πλευράς μεταφορών και δημοσίων αγορών, την ισοτιμία των πτυχίων και την ελεύθερη πρόσβαση των Ευρωπαίων πολιτών στις διάφορες επαγγελματικές δραστηριότητες και, βέβαια, θεσμοθετούσε την πλήρη ελευθερία στις ενδοκοινοτικές μεταφορές κεφαλαίων. Όπως υπογράμμιζε η περίφημη έκθεση του Ιταλού τεχνοκράτη Πάολο Τζεκίνι –ο οποίος με την ενεργό βοήθεια χιλίων οικονομολόγων είχε καταγράψει τα εντυπωσιακά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη της ενιαίας αγοράς- η Ευρώπη, μόνον από την κατάργηση των διοικητικών αγκυλώσεων και διαδικασιών, θα εξοικονομούσε κάθε χρόνο περί τα 1.400 εκατ. ευρώ χαρτοβασίλειο. Περαιτέρω, η ενιαία αγορά θα προσέθετε 0,6% στην μέση ευρωπαϊκή ανάπτυξη και, στις πιο προσαρμοσμένες χώρες, θα έβαζε φραγμό στην ανεργία. Η τότε κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου είχε υπογράψει την Ενιαία Πράξη με βαριά καρδιά και ο πρωθυπουργός δικαιολογούσε την υπογραφή της λόγω των εκ 1.390 δισεκατ. δρχ. διαρθρωτικών ενισχύσεων που θα δεχόταν η χώρα για να προσαρμοστεί στο νέο και υπό εκκόλαψη το 1986 ευρωπαϊκό περιβάλλον. Οι πόροι αυτοί κατασπαταλήθηκαν σε ασήμαντα έργα βιτρίνας και την περίοδο 1987-1993 η Ελλάδα έκανε ελάχιστα για να εφαρμόσει αυτά που είχε επισήμως δεσμευθεί να πράξει. Η πενταετία 1987-1992 ήταν αυτή του σκανδάλου Κοσκωτά, των αισθηματικών περιπετειών του Ανδρέα Παπανδρέου, της εγχειρήσεώς του στο Λονδίνο και της ασθενούς πλειοψηφίας της κυβερνήσεως Κ. Μητσοτάκη. Μίας κυβέρνηση η οποία για να εκλεγεί, απαιτήθηκαν 12 μήνες προεκλογικών αντιπαραθέσεων και τρεις εκλογικές αναμετρήσεις. Συνεπώς, την κρίσιμη για την χώρα μας περίοδο προετοιμασίας για την ενιαία αγορά, στην ουσία δεν έγινε τίποτε, ή σχεδόν τίποτε. Έτσι, χώρες όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, που ήσαν σε δυσμενέστερη από την Ελλάδα θέση το 1986, χάρη στην Ενιαία Πράξη γνώρισαν εντυπωσιακούς ρυθμούς αναπτύξεως, αξιοποίησαν την κοινοτική διαρθρωτική ενίσχυση και μας άφησαν πολύ πίσω, στην τελευταία θέση των χωρών-μελών της Ε.Ε. Ιδιαίτερα η Ιρλανδία, χάρη στην ενιαία αγορά, έφθασε να έχει μέχρι και 8% μέσο ετήσιο ρυθμό αναπτύξεως την περίοδο 1987-1993, με αποτέλεσμα να περάσει, από προτελευταία, στην έκτη θέση των πλουσιοτέρων και πιο προσαρμοσμένων στην εσωτερική αγορά ευρωπαϊκών χωρών μελών της Ε.Ε. Ομως, και στην δεκαετία 1993-2002, παρά την επίτευξη ονομαστικής συγκλίσεως και την ένταξή μας στην ευρωζώνη, από διαρθρωτικής πλευράς ή ελληνική οικονομία πραγματοποίησε ελάχιστα θετικά βήματα στα επίπεδα αυτά που θα της εξασφαλίσουν εύρωστη πορεία τα προσεχή χρόνια. Γι’ αυτό, πρέπει να υπογραμμισθούν δύο σοβαρότατες πτυχές του οικονομικού μέλλοντος της χώρας μας. Πρώτον, πίσω από τα αμφιβόλου ποιότητας έργα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, υπάρχει ένα κρίσιμο διαρθρωτικό κενό, με το οποίο ουδείς ασχολείται. Δεύτερον, εξ αυτού του λόγου, η ελληνική οικονομία απομακρύνεται ταχύτερα από ό,τι στο παρελθόν από τους μέσους όρους των άλλων αναπτυγμένων χωρών. Και το γεγονός αυτό αποδεικνύει την τραγικότητα για το μέλλον της χαμένης ευκαιρίας να αξιοποιηθεί η ενιαία ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά. (Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 4/2/03)

Διαβάστε ακόμα