Θέτει ως αφετηρία του «μια εκ πρώτης όψεως παράλογη υπόθεση» (λόγια του συγγραφέα), εντούτοις ο σκοπός του δεν είναι απλώς να προκαλέσει. Eχει καμία σχέση η πείνα που μαστίζει τα παιδιά της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής με τους χάρτες της Γης που κρέμονται από τους τοίχους των σχολείων τους; Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν ο τρόπος που κρεμάμε τους χάρτες με τον Βορρά προς τα πάνω να επηρεάζει τις τύχες των λαών; Τι επιπτώσεις είχε αυτό στη συνείδηση, στη στάση και στη δράση των ανθρώπων; Τι συνέβαινε σε άλλες εποχές;
Ο τρόπος που κρεμάμε τους χάρτες μας, με τον Βορρά σταθερά επάνω και τον Νότο κάτω, αποτελεί σήμερα μια παγκόσμια σύμβαση. Ωστόσο, οι έννοιες του «Πάνω» και του «Κάτω» δεν είναι μόνο υψομετρικές αλλά και αξιολογικές/ιεραρχικές, σε όλες τις γλώσσες και για όλους τους λαούς. Μερικά μόνο παραδείγματα: «Ανώτερος άνθρωπος, υψηλόφρων, υψηλά ιδανικά», «ανώτερη τάξη», «Αυτού Υψηλότης», «Deutschland über alles», «υποτελής», «χαμερπής», «ταπεινός», «underground». Εχουν συνεπώς τη δύναμη τα σύμβολα, οι χάρτες δηλαδή, ιδεολογικά φορτισμένα καθώς είναι, να επηρεάσουν το ηθικό, τη στάση, άρα και τη δράση των λαών;
Στον πυρήνα της ύλης του βιβλίου βρίσκονται οι ηθικο-ιδεολογικές χρήσεις της σταδιακής συσχέτισης του Βορρά από τα υπόλοιπα σημεία του ορίζοντα με την έννοια του Πάνω (και ανώτερου) από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο συγγραφέας, ωστόσο, διερευνά ένα σαφώς ευρύτερο πεδίο: πώς η δύναμη των συμβόλων και συστημάτων ιεράρχησης που επινοεί κάθε φορά ο άνθρωπος για να εξηγήσει το χάος της ανοικονόμητης πραγματικότητας μπορεί από απαραίτητο εργαλείο της σκέψης να μεταμορφωθεί –με τρόπο πολλές φορές ύπουλο και ανυποψίαστο– σε δυνάστη του. O Πανταζής ξεκινά την περιπλάνησή του εξηγώντας τον ρόλο του συμβόλου (π.χ. η λέξη, η εικόνα, ο χάρτης) τονίζοντας την αυτόνομη λειτουργία στον κόσμο της φαντασίας και του υποσυνειδήτου ακόμη και στην εποχή της κυριαρχίας της επιστημονικής σκέψης. Εξηγεί το φαινόμενο της διπολικότητας, σύμφωνα με το οποίο ο άνθρωπος ταξινομεί συμβατικά τον κόσμο του ανάμεσα στα δύο άκρα ενός άξονα, έτσι που τα άκρα να παίρνουν τη μορφή αντίθετων πόλων, συνοδευόμενων πάντοτε από ηθικολογικό ή μεταφυσικό φορτίο, θετικό ή αρνητικό (π.χ. πάνω - κάτω, αρσενικό - θηλυκό, αριστερό - δεξιό, μαύρο - άσπρο κ.λπ.). Τέτοιες συμβολικές διεργασίες είναι κατά κύριο λόγο υποσυνείδητες και γι’ αυτό τον λόγο δύσκολα αποδείξιμες ή μετρήσιμες. Είναι ωστόσο αυτός επαρκής λόγος να τις αγνοούμε;
Η σημασία του προσανατολισμού (= στροφή προς την Ανατολή) για τον άνθρωπο είναι αυτονόητη. Για τους αρχαίους λαούς συνδέθηκε από πολύ νωρίς με την οργάνωση του χρόνου, τις χερσαίες και θαλάσσιες μετακινήσεις και τη λατρεία.
Η μεταβολή των εννοιών
Οσο οι άνθρωποι πίστευαν στην επίπεδη στρογγυλή Γη, ήταν προφανές ποιο σημείο του κόσμου ήταν το πιο ψηλό και ποιο το πιο χαμηλό.
Η ανθρώπινη φυσιολογία και η παρατήρηση της φύσεως μετέβαλαν τις υψομετρικές αυτές έννοιες σχεδόν αυτονοήτως σε αξιακές. Τα δύο άκρα ενός νοητού κατακόρυφου άξονα αντιστοιχούσαν στους κόσμους των θεών και των νεκρών. Ωστόσο, καθώς η Γη εθεωρείτο άλλοτε επίπεδη, λογικά κανένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα δεν θα έπρεπε να τοποθετείται ψηλότερα.
Και όμως, καθώς η μέρα για τους αρχαίους λαούς ταυτιζόταν με τη ζωή και η νύχτα με τον θάνατο, οι περισσότερες κοσμολογίες ταύτιζαν αυθαίρετα την Ανατολή με το Πάνω και τη Δύση με το Κάτω. Για τους βόρειους λαούς πάλι, το
Κάτω (nether) ταυτιζόταν με τον Βορρά. Αλλού, γεωλογικές ιδιομορφίες καθόριζαν την ανωτερότητα ενός σημείου του ορίζοντα (π.χ. οι Αιγύπτιοι τοποθετούσαν αρχικά τον κάτω κόσμο στον Βορρά, πέρα από κει που ο Νείλος χυνόταν στη θάλασσα). Με αφετηρία τον Ομηρο, ο οποίος θεωρούσε τον Νότο ως το ανώτερο σημείο του ορίζοντα, ο συγγραφέας παρακολουθεί την πορεία επικράτησης του Βορρά ως της νοητής κορυφής της Γης και του κόσμου στις κοσμολογίες των αρχαίων Ελλήνων. Είναι εντυπωσιακό ότι το έναυσμα για τη θεωρία της σφαιρικής Γης και της ηλιοκεντρικής θεωρίας υπήρξε μυστικιστικό. Οι φυσιοκρατικές ερμηνείες ακολούθησαν. Η ψυχολογία και το γεγονός ότι οι ιδέες αυτές διατυπώνονται από τους Ελληνες που κατοικούσαν στο βόρειο ημισφαίριο (και είχαν σταθερό σημείο αναφοράς τον βόρειο πολικό αστέρα) ήταν οι πραγματικοί λόγοι για την ταύτιση του Βορρά με το Επάνω, καταλήγει ο Πανταζής, όχι η λογική.
Το συναρπαστικό ανάγνωσμα ενός τολμηρού διανοητή
Η στάση των μεγάλων γεωγράφων της αρχαιότητας δεν υπήρξε ενιαία. Οπως αποδεικνύει ο συγγραφέας, οι χάρτες του πατέρα της γεωγραφίας Ερατοσθένη (276-195/4 π.Χ.) είχαν τον Νότο επάνω. Η κυριαρχία του χριστιανισμού θα επαναφέρει δυναμικά στην κορυφή του άξονα προσανατολισμού των μεσαιωνικών χαρτών την Ανατολή, όπου άλλωστε τοποθετούνταν σε μεσαιωνικούς χάρτες οι Αγιοι Τόποι και ο Κήπος της Εδέμ. Ο Εωσφόρος (δηλ. αυτός που φέρνει το φως της αυγής) εξοβελίζεται παραδόξως στα σκοτάδια της μακρινής Δύσης. Η μέσω των Αράβων εισαγωγή της πυξίδας από την Κίνα στη Δύση και η εξέλιξη της ναυπηγικής θα αλλάξει και πάλι τα δεδομένα και «το πολικό αστέρι έπαιρνε θριαμβευτικά τη ρεβάνς από το άστρο της Βηθλεέμ».
Για τη δύναμη των χαρτών ως φορέων ιδεολογίας ο συγγραφέας φέρνει μεταξύ πολλών άλλων το παράδειγμα της χάραξης των συνόρων των κατακτημένων εδαφών της Αμερικής και Αφρικής, όχι σύμφωνα με τον πληθυσμό τους ή προφανή φυσικά όρια, αλλά γεωδαιτικές γραμμές (ισημερινούς και μεσημβρινούς). Η επιλογή του Λονδίνου ως του πρώτου διεθνούς μεσημβρινού (στους αρχαίους χάρτες διέσχιζε τη Ρόδο) υπήρξε το αποτύπωμα των άλλοτε γεωπολιτικών ισορροπιών.
Το αποτέλεσμα της επίδρασης του χαρτογραφικού προσανατολισμού στην πρόσληψη της Ιστορίας υπήρξε καθοριστικό. Ο συγγραφέας επισημαίνει τις περιπτώσεις της λεγόμενης Καθόδου των Δωριέων και της θεωρίας για τη βορινή (αντί την ασιατική) κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων που κατέρχονται ως χείμαρρος για να κατακτήσουν τη Μεσόγειο. Οι «κατηφορικές» κινήσεις από τον «ανώτερο» τραχύ Βορρά προς τον κατώτερο «μαλθακό» Νότο φαίνονται σχεδόν φυσικές για τους νεότερους ιστορικούς, χωρίς να υποψιάζονται πως είναι ακριβώς ο κρεμασμένος από τον Βορρά χάρτης που τις κάνει τόσο πειστικές.
Πρόκειται για ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα του οποίου η αξία δεν περιορίζεται στην τυχόν απάντηση του βασικού ερωτήματος. Ο συγγραφέας με τρόπο απολύτως κατανοητό και ενίοτε παιγνιώδη παράγει ένα πλήθος οξυδερκών συσχετισμών και καινοτόμων ερμηνειών για ποικίλα ζητήματα, οι οποίες προέρχονται τόσο από το παρελθόν, τους αρχαίους πολιτισμούς μακρινών ηπείρων και την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, τον χριστιανικό Μεσαίωνα και την εποχή των Φώτων, όσο και τον σύγχρονο κόσμο, αντλώντας ερεθίσματα και επιχειρήματα κυριολεκτικά από παντού: από γελοιογραφίες μέχρι τους κλασικούς της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και από προφορικές μαρτυρίες μέχρι τη Θεωρία της Σχετικότητας. Η έφεση του συγγραφέα στη διεπιστημονική έρευνα και στο να υποβάλει σε κριτική τους πάντες και τα πάντα, χωρίς δεσμεύσεις, εξαρτήσεις και εκπτώσεις είναι τα στοιχεία εκείνα που κάνουν το βιβλίο αυτό, όπως και το υπόλοιπο συγγραφικό έργο του Πανταζή, πολύτιμο.
Σε μια εποχή ενίοτε στείρας υπερεξειδίκευσης και ιδρυματικής περιχαράκωσης της επιστήμης, ο Βαγγέλης Πανταζής υπήρξε το πρότυπο του ανεξάρτητου, αδέσμευτου και τολμηρού διανοητή, που γνώριζε καλά ότι η πεμπτουσία της διανοητικής εργασίας είναι η πνευματική ελευθερία και πως οι μεγάλες τομές στην επιστήμη προκύπτουν κατεξοχήν μέσα από την εποπτεία της ευρύτερης εικόνας. Απόπειρες καινοτόμου και ρηξικέλευθης διεπιστημονικής έρευνας στις ανθρωπιστικές/αρχαιογνωστικές επιστήμες παραμένουν σπάνιες στην Ελλάδα, ενώ οι λίγοι εκπρόσωποί της αντιμετωπίζονται δυστυχώς από μια σημαντική μερίδα του εγχώριου πανεπιστημιακού κατεστημένου είτε με άκριτη επιφύλαξη είτε με κάποια αφ’ υψηλού αδιαφορία.
(Bιβλιοκριτική: Γιώργος Δεληγιαννάκης, αναπληρωτής καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.)
(πηγή: "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")