Αμφίβολο για το εάν μπορεί να διασφαλισθεί η ευμενής συγκυρία όσον αφορά τα έσοδα του ειδικού λογαριασμού για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΕΛΑΠΕ) εμφανίζεται η ΔΕΗ. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην πρόσφατη Ετήσια Οικονομική Έκθεση της επιχείρησης για το 2018, επισημαίνεται ότι είναι πιθανόν 

η Πολιτεία να προβεί στο μέλλον σε περαιτέρω αύξηση του κόστους της αγοραζόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), «γεγονός που ενδέχεται να έχει σημαντική αρνητική επίδραση στα λειτουργικά αποτελέσματα και την οικονομική κατάσταση του Ομίλου». Το έλλειμμα του ειδικού λογαριασμού για τις ΑΠΕ του ΛΑΓΗΕ (νυν ΔΑΠΕΕΠ - Διαχειριστής ΑΠΕ και Εγγυήσεων Προέλευσης) που δημιουργείται όταν οι συνολικοί πόροι του δεν επαρκούν για να καλύψουν την εκροή για το ρυθμιζόμενο τιμολόγιο με το οποίο αποζημιώνονται οι παραγωγοί «πράσινης» Ηλεκτρικής Ενέργειας, δημιουργούσε για πολλά χρόνια αβεβαιότητα και σοβαρά ζητήματα ρευστότητας στην αγορά.

Βασικοί πόροι του συγκεκριμένου λογαριασμού αποτελούν τα ποσά τα οποία καταβάλλουν οι προμηθευτές για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, το ειδικό τέλος ΑΠΕ (το γνωστό ΕΤΜΕΑΡ) που επιβαρύνει τους καταναλωτές μέσω των τιμολογίων ρεύματος καθώς και άλλα μικρότερα ποσά, όπως προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία.

Επειδή το έλλειμμα δεν είχε μηδενιστεί, με το άρθρο 23 του νόμου 4414/2016 (νέο καθεστώς στήριξης των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ), , επιβλήθηκε νέα χρέωση, η Πρόσθετη Χρέωση Εκπροσώπων Φορτίου (το λεγόμενο ΠΧΕΦΕΛ) στους Εκπροσώπους Φορτίου (προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας), προκειμένου να ισοσκελιστεί ο ειδικός λογαριασμός ΑΠΕ του ΛΑΓΗΕ στο τέλος του 2017. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην Ετήσια Οικονομική Έκθεση 2018 της ΔΕΗ, η συγκεκριμένη χρέωση επιβάρυνε σημαντικά τα οικονομικά αποτελέσματα και τις χρηματορροές του ομίλου κατά τα έτη 2016, 2017 και 2018. Από την 1η Ιανουαρίου (2019) η συγκεκριμένη χρέωση καταργήθηκε (βάσει του νόμου 4585/2018) καθώς η αύξηση της ΟΤΣ (Οριακής Τιμής Συστήματος) καθώς και των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (που επηρεάζουν τα έσοδα του ΕΛΑΠΕ) είχαν οδηγήσει τον λογαριασμό σε πλεόνασμα.

 

Διπλός ο κίνδυνος από τα ΝΟΜΕ

Όσον αφορά στις δημοπρασίες ενέργειας, στην Οικονομική Έκθεση για το 2018 γίνεται σαφές ότι η ΔΕΗ δεν είναι σε θέση να παράσχει οποιαδήποτε διαβεβαίωση ότι θα επιτευχθεί η μείωση των μεριδίων της στη χονδρική και στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στα υποχρεωτικά επίπεδα έως το τέλος του 2019. Από 1η.1.2020 και μετά καμιά επιχείρηση δεν θα μπορεί να παράγει ή να εισάγει άμεσα ή έμμεσα πάνω από το 50% του συνόλου της παραγόμενης και εισαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των εταιρειών θα επιβάλλεται πρόστιμο ύψους 5% έως 10% επί του ετήσιου κύκλου εργασιών τους κατά το προηγούμενο έτος. Επίσης, στην έκθεση γίνεται αναφορά στην τιμή πώλησης των προθεσμιακών προϊόντων, μέσα από τις σχετικές δημοπρασίες, η οποία εάν υπολείπεται της Οριακής Τιμής Συστήματος, η ΔΕΗ θα υποστεί σημαντικές απώλειες εσόδων.

Στην Ετήσια Οικονομική Έκθεση επισημαίνονται και άλλοι κίνδυνοι, μεταξύ των οποίων και η πιθανή αλλαγή της μεθοδολογίας υπολογισμού της αποζημίωσης για παροχή ΥΚΩ, που δεν θα επιτρέπει στη ΔΕΗ να ανακτά το σύνολο του κόστους της, ή τυχόν πιθανή υιοθέτηση νέων ΥΚΩ κλπ..

Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται ακόμη και στον τιμολογιακό κίνδυνο για τις ανταγωνιστικές δραστηριότητες. Η «ελευθερία» της ΔΕΗ για διαμόρφωση του ανταγωνιστικού μέρους των τιμολογίων της, επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της τρέχουσας κοινωνικοοικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα. Έτσι, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, ο όμιλος ενδέχεται να αντιμετωπίσει δυσκολίες στην ενσωμάτωση πιθανού αυξημένου κόστους εμπορευμάτων καθώς και του κόστους που σχετίζεται με την ηλεκτρική ενέργεια ή των δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, μέσω αύξησης των τιμολογίων.

Όπως αναφέρεται «παρά την απελευθέρωση των τιμολογίων και λόγω του γεγονότος ότι στο πρόσφατο παρελθόν υπήρξαν νομικές και διοικητικές ενέργειες κατά της Μητρικής Εταιρείας εκ μέρους κάποιων πελατών Υψηλής Τάσης, όσον αφορά τόσο τη δομή και την αξία όσο και τους όρους πληρωμής των τιμολογίων της, η δυνατότητα της Μητρικής Εταιρείας για τον καθορισμό των τιμολογίων της ενδέχεται να συνεχίσει και στο μέλλον να είναι περιορισμένη». Εάν αυτές οι συνεχιζόμενες επιδικίες δεν επιλυθούν υπέρ της ΔΕΗ, σημειώνεται ότι «η αδυναμία της να καθορίζει τα τιμολόγιά της χωρίς περαιτέρω νομικές καταγγελίες θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις εργασίες της, την οικονομική της κατάσταση και τα λειτουργικά της αποτελέσματα».