Οι ΗΠΑ σε σύμπραξη με τους συμμάχους της, Ισραήλ και Σαουδική Αραβία, κατηγορούν το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν ότι χρηματοδοτεί τη διεθνή τρομοκρατία, στη Λωρίδα της Γάζας, τον Λίβανο, στην Συρία και στην Υεμένη.
Εκφράζουν, δε, τη βεβαιότητα ότι η Τεχεράνη εξακολουθεί να αναπτύσσει το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων της, βεβαιότητα που προσκρούει στις έντονες αμφιβολίες των διεθνών εμπειρογνωμόνων.
Το Ιράν ισχυρίζεται ότι διαθέτει λύσεις τις οποίες ο πρόεδρος της χώρας, Χασάν Ροχανί, συνοψίζει στη φράση: «μπορούμε να απαντήσουμε με διπλωματία και με πόλεμο».
Το Ιράν θα μπορούσε, ακόμη, να αποχωρήσει οριστικά από τη συμφωνία για τα πυρηνικά που δεσμεύει και χώρες όπως είναι η Κίνα, η Ρωσία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία. Ως ύστατο μέτρο αντίδρασης το καθεστώς της Τεχεράνης θα μπορούσε να διακόψει τη ναυσιπλοΐα στα Στενά του Ορμούζ, που είναι ένας από τους πιο σημαντικούς θαλάσσιους δρόμους για τη μεταφορά πετρελαίου. Η καταφυγή σε μια τέτοια λύση θα έπληττε καίρια το εμπόριο και θα οδηγούσε, με μαθηματική βεβαιότητα, σε ένοπλη σύγκλουση.
Είναι γνωστό ότι οι χώρες που πλήττονται περισσότερο από τα νέα μέτρα του Λευκού Οίκου είναι η Τουρκία, η Κίνα και η Ινδία. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ιρανικού πετρελαίου, χάρη στο οποίο κάλυψε, πέρυσι, το 6% των αναγκών της σε αργό. Δεν αποτελεί, επομένως, έκπληξη το γεγονός ότι οι μεγαλύτερες αντιδράσεις προέρχονται από την πλευρά του Πεκίνου. «Η συνεργασία μας με το Ιράν είναι ανοιχτή, διαφανής και νόμιμη και θα πρέπει να γίνει σεβαστή», τόνισε εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών. Αντίθετα, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ταϊβάν συμπορεύονται με τις ΗΠΑ, ενώ η Ινδία δεν έχει αποσαφηνίσει, ακόμη, τη θέση της. Επίσης, Νότια Κορέα και Ιαπωνία διαπραγματεύονται με την αμερικανική ηγεσία για μια πιθανή εξαίρεση από τα μέτρα.
Ούτε για τις ΗΠΑ όμως, οι κίνδυνοι θα πρέπει να θεωρούνται αμελητέοι. Εάν το Πεκίνο αντιπαρατεθεί ευθέως με την Ουάσιγκτον, δίχως να υπάρξει κάποιος συμβιβασμός, οι μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις της Κίνας θα υποστούν, κατά πάσα πιθανότητα, κυρώσεις, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις, καθώς τα ανοικτά διμερή μέτωπα είναι αρκετά και καθορίζουν, εν πολλοίς, τη μελλοντική συνεργασία των δύο χωρών. Όλα τούτα, δίχως να λαμβάνεται υπόψη μια ραγδαία άνοδος των τιμών του πετρελαίου, λόγω των περικοπών στην τροφοδοσία της αγοράς.
Από μόνη της, η δέσμευση της Ουάσιγκτον, του Ριάντ και του Αμπού Ντάμπι, να λάβουν μέτρα που θα εξασφαλίζουν την επάρκεια της αγοράς με αργό, δεν είναι αρκετή, επειδή η αύξηση της τιμής του πετρελαίου θα πλήξει σοβαρά την ήδη αναιμική οικονομική ανάπτυξη του πλανήτη.
Εάν δε, η κατάσταση επιδεινωθεί περαιτέρω και κλείσουν τα Στενά του Ορμούζ, μια νέα πετρελαϊκή κρίση δέον να θεωρείται αναπόφευκτη.