Απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο είναι εφικτό το υδρογόνο να καλύψει μελλοντικά το 50% της ενεργειακής ζήτησης στην Ευρώπη δίνει ο αναλυτής Frank Wouters και ο καθηγητής Ad Van Wijk, μέσω του energypost.eu. Ειδικότερα, τονίζουν πως ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί σε όλους τους τομείς (βιομηχανία, μεταφορές, εμπορικά, νοικοκυριά), με έμφαση στις μεταφορές. Συγκεκριμένα, αναφέρουν πως το υδρογόνο μπορεί να αποθηκευτεί εποχιακά και μπορεί να μεταφερθεί οικονομικά σε μεγάλες αποστάσεις, αξιοποιώντας σε μεγάλο βαθμό την υπάρχουσα υποδομή φυσικού αερίου. Έτσι, το υδρογόνο από ΑΠΕ, σε συνδυασμό με την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει πλήρως τους υδρογονάνθρακες. Την ίδια ώρα, η Ευρώπη παραμένει καθαρός εισαγωγέας ενέργειας με το 54% των αναγκών για ενέργεια το 2015 να καλύπτεται από εισαγωγές, οι οποίες συνίστανται σε προϊόντα πετρελαίου, φυσικού αερίου και στερεά καύσιμα. Παρόλο, που η Ευρώπη εργάζεται φιλόδοξα, ώστε να εξαρτάται λιγότερο από τις εισαγωγές ενέργειας είναι απίθανο η Ευρώπη να καταστεί εξ ολοκλήρου αυτάρκης ενεργειακά. Παράλληλα, τα περισσότερα σενάρια συμπεριλαμβανομένης της έρευνας της BP δείχνουν για φέτος ότι θα παραμείνει καθαρός εισαγωγέας ενέργειας μέχρι τα μέσα του αιώνα, αλλά και μετά. Η τελική ενεργειακή ζήτηση στην Ευρώπη το 2050 εκτιμάται ότι θα είναι περίπου 10.000 TWh και το 50% από ηλεκτρική ενέργεια θα παράγεται από ΑΠΕ.
Αξίζει να σημειωθεί, πως σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης για τον ελληνικό ενεργειακό τομέα το 2019, που παρουσιάστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, η Ελλάδα παραμένει βασικός εισαγωγέας ενέργειας σε ποσοστό 73,6%, όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης βρίσκεται στο 53,6%. Η Ελλάδα έχει την τρίτη μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη μετά την Κύπρο και την Τουρκία.
Οι ίδιοι αναλυτές εστιάζουν και σε μια άλλη παράμετρο. Το σημερινό ηλεκτρικό δίκτυο δεν κατασκευάστηκε για να υποστηρίξει την ενεργειακή μετάβαση και πρέπει να εκσυγχρονιστεί δραστικά. Το 2018 η εκτιμώμενη αιολική ενέργεια στην ανοικτή θάλασσα περιορίστηκε σε 1 δισ. ευρώ λόγω της ανεπαρκούς χωρητικότητας του δικτύου μεταφοράς. Ακόμα, η ανάπτυξη νέας δυναμικής ανανεώσιμης ενέργειας επιβραδύνεται λόγω της έλλειψης χωρητικότητας του δικτύου. Σημειώνεται, επίσης, πως ένα δίκτυο φυσικού αερίου είναι πολύ πιο οικονομικό, καθώς μπορεί να μεταφέρει 10-20 φορές περισσότερη ενέργεια από ένα ηλεκτρικό καλώδιο.
Στην κατεύθυνση, επομένως, εδραίωσης του υδρογόνου προτείνουν την ανάπτυξη των υποδομών και των αναπροσανατολισμό των υπαρχουσών δομών μεταφοράς φυσικού αερίου για τη μεταφορά πράσινου υδρογόνου. Επισημαίνουν ακόμη οι αναλυτές ότι θα πρέπει να γίνει εστίαση στην ανάπτυξη ικανότητας ηλεκτρόλυσης, καθώς θεωρούν πως με αυτό τον τρόπο το υδρογόνο μπορεί να αποκτήσει ηγετική θέση στην ενεργειακή αγορά της Ευρώπης. Άλλωστε, εκτιμούν πως το 65% της σημερινής τελικής ενεργειακής ζήτησης στην Ευρώπη που σήμερα αποτελείται από φυσικό αέριο και πετρελαϊκά προϊόντα μπορούν να αντικατασταθούν από υδρογόνο. Προτείνουν έτσι, συνολικά στην Ευρώπη και όχι για κάθε χώρα, το 50% της ενεργειακής ζήτησης να καλύπτεται από υδρογόνο. Θεωρούν δε εφικτό τον στόχο ιδίως στον τομέα των μεταφορών.