Επιπλέον, οι ενεργειακές υποδομές σε αρκετές περιπτώσεις δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που θα εξασφάλιζαν την πορεία μετάβασης προς ένα ενεργειακό σύστημα χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η Κύπρος, από 91% εξάρτηση εισήλθε ήδη σε περίοδο μηδενικής ενεργειακής εξάρτησης. Την τελευταία δεκαετία η σταθερή πολιτική της Κύπρου για ανάδειξη του ορυκτού της πλούτου οδήγησε στην ανακάλυψη τεσσάρων σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου, της Αφροδίτης, της Καλυψώς, του Γλαύκου και του Ονισηφόρου (βλ. πίνακα 2).
Σύμφωνα με τις έως τώρα αξιολογήσεις, τα αναμενόμενα απολήψιμα αποθέματα φυσικού αερίου εκτιμήθηκαν (με 50% πιθανότητα) ότι συνολικά είναι της τάξης των 14,35 τρισ. κυβικών ποδών, ή 0,41 τρισ. κυβικών μέτρων (Τcm). To μέγεθος αυτό εφ’ όσον επιβεβαιωθεί με τις επόμενες γεωτρήσεις αντιπροσωπεύει τις ενεργειακές ανάγκες της Κύπρου για τουλάχιστον 300 χρόνια.
Να σημειωθεί ότι με βάσει τη μέση τιμή εισαγωγών φυσικού αερίου στην ΕΕ η ακαθάριστη συνολική αξία των ανακαλυφθέντων ήδη κοιτασμάτων της Κύπρου ξεπερνά πιθανότατα σήμερα τα 120 δισ. ευρώ. Με αυτόν το τρόπο, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα η Κύπρος εισήλθε σε περίοδο πλήρους ενεργειακής απεξάρτησης, ενώ η οικονομία της αναβαθμίζεται καθημερινά με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς.
Σχετικά με την ανάδειξη του ορυκτού πλούτου κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Κύπρου είναι γνωστό ότι όλες οι κυπριακές οικολογικές οργανώσεις τοποθετήθηκαν θετικά (με συγκεκριμένες περιβαλλοντολογικές προτάσεις) υπέρ των εξορύξεων φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ. Στην Ελλάδα, οι αντίστοιχες περιβαλλοντικές οργανώσεις, παρότι γνωρίζουν ότι τις επόμενες δεκαετίες το φυσικό αέριο θα αποτελέσει το κύριο στήριγμα των ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας), εν τούτοις απορρίπτουν συνολικά και συλλήβδην κάθε δυνατή εξόρυξη υδρογονανθράκων στην χώρα μας.
Επί της ουσίας, αυτή η πολιτική θέση στηρίζει απολύτως τη διατήρηση της εξάρτησης της Ελλάδας από εισαγωγές. Παράλληλα συμπίπτει πλήρως με τις τουρκικές θέσεις, σύμφωνα με τις οποίες η Κύπρος και η Κρήτη δεν διαθέτουν δικαιώματα εξόρυξης από κοιτάσματα φυσικού αερίου που βρίσκονται εντός της θαλάσσιας υφαλοκρηπίδας του Ελληνισμού. Κι αυτό, επειδή η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι τα νησιά δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα!
Σύμφωνα με τις ακραίες θέσεις των ελληνικών περιβαλλοντικών οργανώσεων, (συμπεριλαμβανομένης και της WWF η οποία απέστειλε πρόσφατα μία προεκλογική επιστολή προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό) οι πολίτες της χώρας μας θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι σήμερα θα είναι δυνατή μία μαζική ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως μέσο απανθρακοποίησης. Με αυτόν τον τρόπο ισχυρίζονται ότι απαλλάσσεται όλο το ελληνικό ενεργειακό σύστημα από τα ορυκτά καύσιμα (λιγνίτη, πετρέλαιο, φυσικό αέριο και LNG). Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που η Κίνα, η Γερμανία και η Ελλάδα εξακολουθούν να καίνε στερεό άνθρακα ή λιγνίτη για τις ενεργειακές τους ανάγκες. Ο ακραίος αυτός παραλογισμός αντιμετώπισης της τρέχουσας ενεργειακής κατάστασης πρακτικά δεν οδηγεί πουθενά.
Για να καταλάβουμε για ποιόν λόγο οι προτάσεις των οικολογικών οργανώσεων είναι εξαιρετικά ακραίες αρκεί να αναφέρουμε την περίπτωση της Γαλλίας. Εκεί, η πρόσφατη επιβολή φόρου άνθρακα επί των προϊόντων πετρελαίου, η οποία σχετίζεται με τη χρηματοδότηση της «Ενεργειακής Μετάβασης» σε μηδενική εκπομπή αερίων διοξειδίου του άνθρακα (CO2) το 2050, οδήγησε τελικά στην εξέγερση των Κίτρινων Γιλέκων. Η εξέγερση, η οποία συνεχίζεται επί έξι ολόκληρους μήνες, δημιούργησε πολύ μεγάλα προβλήματα στη γαλλική οικονομία.
Οι ΑΠΕ και η σκληρή πραγματικότητα
Το θέμα της «Ενεργειακής Μετάβασης» αποτελεί ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, διότι απαιτεί τον έλεγχο των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, μέσω της μείωσης της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, άνθρακα). Βεβαίως και πρέπει να πάμε προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι πολίτες το επιζητούν. Εξάλλου στην Ευρώπη διδαχθήκαμε ότι είναι δυνατόν να εισάγουμε ένα σημαντικό ποσοστό ανανεώσιμης ενέργειας στο μείγμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιαίτερα στην Ελλάδα.
Αλλά ενώ από πρακτική άποψη η χρήση ΑΠΕ φαίνεται να είναι a priori εξαιρετικά ελκυστική, δεν πρέπει να ξεχνάμε την ισχύουσα σκληρή πραγματικότητα. Ας αντιληφθούμε λοιπόν ότι η ηλεκτρική ενέργεια αντιπροσωπεύει μόνο το 28% της ενεργειακής κατανάλωσης στην Ελλάδα. Επομένως, είναι σημαντικό να γίνει διάκριση του ενεργειακού μείγματος που αφορά όλες τις δραστηριότητες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Για τις ανεμογεννήτριες, ο μέσος συντελεστής φορτίου (αναλογία μεταξύ της παραγόμενης ενέργειας και εκείνης που αντιστοιχεί στη μέγιστη ισχύ που εμφανίζεται) είναι 23%, ενώ είναι μόλις 15% για τα ηλιακά φωτοβολταϊκά.
Για να επιτευχθεί ένα δεδομένο επίπεδο ενέργειας, είναι συνεπώς απαραίτητο να υπάρξουν εγκατεστημένες ενεργειακές μονάδες με ισχύ πολλές φορές μεγαλύτερη από την τιμή που ικανοποιεί τη ζήτηση. Όσον αφορά το επίπεδο ισχύος, η κατάσταση είναι ακόμη δυσμενέστερη, δεδομένου ότι ο λόγος της εγκατεστημένης ισχύος με την εγγυημένη ισχύ μονάδος είναι της τάξεως των 20% για τις ανεμογεννήτριες. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της παραγωγής αιολικής ενέργειας, που δείχνει ότι η διαθέσιμη ισχύς από όλες τις χερσαίες ανεμογεννήτριες που είναι τοποθετημένες σε ελληνικό έδαφος πέφτει συχνά πολύ χαμηλά, ίσως και στο 5% της εγκατεστημένης ισχύος.
Ενέργεια «κατ’ απαίτηση»
Έτσι, ένα σύνολο που μπορεί κατ’ αρχήν να παρέχει 10 GW παράγει μόνο 0,5 GW για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αυτή η μεταβλητότητα των αιολικών και ηλιακών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας απαιτεί την εφαρμογή εναλλακτικών ενεργειών για να ξεπεραστεί αυτή η μεταβλητότητα και να αντισταθμιστεί η πτώση της παραγωγής που οφείλεται στην απουσία του ανέμου ή του ήλιου. Μια λύση σε αυτά τα εποχιακά διαλείμματα ενεργειακής απόδοσης θα μπορούσε να ήταν η μαζική αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας σε περιόδους όπου υπάρχει πλεόνασμα, ώστε να είναι διαθέσιμη σε στιγμές που θα χρειαζόταν.
Σήμερα όμως, η δυνατότητα μιας οικονομικά βιώσιμης μαζικής αποθήκευσης ενέργειας δεν υπάρχει και υπολογίζεται ότι θα χρειασθούν ίσως και ένας αιώνας για να λυθεί αποτελεσματικά και με οικονομικό τρόπο το πρόβλημα στο σύνολό του. Οι πειραματισμοί σε επίπεδο κλίμακας μεγαβάτ δείχνει ότι βρισκόμαστε ακόμα μακριά από το να είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε βιομηχανικά βιώσιμες λύσεις αποθήκευσης σε κλίμακα χώρας.
Η κοινή λογική οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που εγγυάται την κατανάλωση μιας χώρας απαιτεί τη διαθεσιμότητα ενέργειας «κατ’ απαίτηση». Δηλαδή, εκείνης που δεν υποφέρει από διαλείμματα και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαρκή βάση. Έτσι, δεν υπάρχει χώρα, λόγω της απουσίας οικονομικής χρήσης λύσεων αποθήκευσης, που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στη μεταβλητότητα της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Επίσης δεν υπάρχει κράτος που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε σημαντικό βαθμό τις ανανεώσιμες πηγές, χωρίς να προσφεύγει στη χρήση άμεσα ελεγχόμενων και διαθέσιμων πηγών παραγωγής ενέργειας. Η καθαρότερη μορφή εξ αυτών είναι σήμερα οι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο.
Η ενεργειακή απεξάρτηση της Ελλάδος
Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις που δημοσιεύτηκαν σε τεύχος της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας των Αθηνών, μία συστηματική έρευνα εγχώριων πετρελαιοπιθανών περιοχών θα μπορούσε, σε ορίζοντα 35-45 χρόνων, να αποδώσει στην χώρα μας (50% πιθανότητα) εκμεταλλεύσιμα αποθέματα κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της τάξης των 2,7 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου (2,7 τρισ. m3). Να σημειώσουμε ότι αυτό το μέγεθος αντιπροσωπεύει τις σημερινές ενεργειακές ανάγκες της Ελλάδος για περίπου 100 χρόνια.
Οι αναλογικές αυτές στατιστικές εκτιμήσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν αρκετά συντηρητικές, δεδομένου ότι –λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων- δεν έλαβαν υπ’ όψη τους τις δυνατότητες παρουσίας υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υφαλογεννών ασβεστολίθων. Δηλαδή, υπεργιγαντιαίων στόχων κοιτασμάτων φυσικού αερίου (supergiant gas fields) “τύπου Zohr” που βρίσκονται εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Οι παραπάνω δυνατότητες εκμετάλλευσης κοιτασμάτων φυσικού αερίου μπορούν να οδηγήσουν την Ελλάδα σε ορίζοντα 25ετίας σε μία πλήρη ενεργειακή απεξάρτηση, η οποία θα αναβαθμίσει την οικονομία της. Παράλληλα, θα μπορούσαν να στηρίξουν με «καθαρότερο τρόπο» (αντικατάσταση του εγχώριου λιγνίτη με φυσικό αέριο) την εσωτερική ενεργειακή αστάθεια των ΑΠΕ και την «ενεργειακή μετάβαση» της χώρας μας σε καθαρότερες μορφές ενέργειας.
Κύρια προϋπόθεση για τα παραπάνω αποτελεί μία συνεπής εθνική στρατηγική ανάδειξης του ελληνικού ενεργειακού ορυκτού μας πλούτου σε φυσικό αέριο, σε βάρος της μέχρι τώρα ισχύουσας πολιτικής, η οποία δίνει προτεραιότητα σε εισαγωγές ενεργειακού ορυκτού από το εξωτερικό, γεγονός βέβαια που εξυπηρετεί τους αντίστοιχους εισαγωγείς.
Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη ότι η εκμετάλλευση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε ορίζοντα 40ετίας θα μπορούσαν να αποφέρουν στο ελληνικό Δημόσιο (ταμείο αλληλεγγύης νέων γενεών) έσοδα της τάξης των 300 δισ. ευρώ. Με πρόσφατη πρόταση μας στο SLpress.gr υποδείξαμε ότι θα μπορούσαμε σημαντικό μέρος του ποσού αυτού να το αφιερώσουμε στην στήριξη των αναγκαίων επενδύσεων «Ενεργειακής Μετάβασης» σε μία νέα εποχή διαμόρφωσης μηδενικών εκπομπών αερίου διοξειδίου του άνθρακα (CO2) το συντομότερο δυνατόν.
(από slpress.gr)