Η ConocoPhillips αναμένει ότι οι τρέχουσες χαμηλές διεθνείς τιμές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) θα ανακάμψουν, καθώς η αυξανόμενη ζήτηση απορροφά το πλεόνασμα προσφοράς στην αγορά, δήλωσε σήμερα ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας.

«Οι τιμές του LNG είναι αρκετά χαμηλές αυτή τη στιγμή, αλλά πιστεύουμε ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που δε θα διαρκέσει πολύ», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της ConocoPhillips, Ryan Lance, σε συνέδριο στην Αυστραλία.

«Μόλις βγήκαμε από ένα ήπιο χειμώνα στο βόρειο ημισφαίριο. Πιστεύουμε ότι η αύξηση της ζήτησης θα απορροφήσει την τρέχουσα πλεονάζουσα προσφορά που υπάρχει στην αγορά σήμερα», ανέφερε.

Η ConocoPhillips εκμεταλλεύεται τους σταθμούς LNG του Darwin (3,7 εκατ. τόνων ετησίως) στη βόρεια Αυστραλία και τη μονάδα Australia Pacific LNG (9 εκατ. τόνων ετησίως) στην ανατολική ακτή της χώρας.

Η εταιρεία αναμένεται αργότερα φέτος να προχωρήσει στην τελική επενδυτική απόφαση σχετικά με το αν θα αναπτύξει το πεδίο φυσικού αερίου Barossa, προκειμένου να εξασφαλίζεται η πλήρωση της μονάδας LNG του Darwin, όταν η παραγωγή από το πεδίο Bayu Undan στη Θάλασσα του Τιμόρ -που τροφοδοτεί τώρα τη μονάδα- εξαντληθεί, γύρω στο 2022.

Το Barossa, περίπου 300 χλμ βόρεια του Darwin, ανήκει στις εταιρείες ConocoPhillips, τη νοτιοκορεατική SK E & S Co και τη Santos.

Ο Lance δήλωσε ότι οι αγοραστές εκμεταλλεύονται τις σημερινές χαμηλές τιμές του LNG, οι οποίες κινούνται σε χαμηλό τριετίας, κάτω από τα $5 ανά εκατομμύριο βρετανικές θερμικές μονάδες (mmBTU), με σκοπό να εξασφαλίσουν από τους προμηθευτές βραχυπρόθεσμες συμβάσεις και μεγαλύτερο εύρος τιμολόγησης.

«Σήμερα η αγορά ρυθμίζεται από τους αγοραστές», δήλωσε ο Lance.

«Μακροπρόθεσμα, αναμένουμε ότι η σημερινή υπερπροσφορά θα περιοριστεί στα μέσα της δεκαετίας του 2020», ανέφερε.

Μέχρι τότε, θα τεθούν στην παραγωγή νέα πεδία φυσικού αερίου που θα γεμίσουν τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις, με αποτέλεσμα να απαιτηθεί η ανάπτυξη νέων μονάδων. Οι παραγωγοί θα αναγκαστούν να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμες συμβάσεις από τους αγοραστές, ώστε να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν τα έργα κατασκευής των νέων αυτών μονάδων.

«Οι περισσότερο μακροπρόθεσμες συμβάσεις θα ικανοποιήσουν δύο ανάγκες: την ασφάλεια του εφοδιασμού για τους τελικούς καταναλωτές και την ασφάλεια της ζήτησης προκειμένου οι προμηθευτές να διασφαλίσουν τις οικονομικές τους αποφάσεις», υπογράμμισε ο Lance.