Διεξήχθη, σήμερα, η πρώτη συζήτηση στο ΣτΕ για την προσφυγή της ΔΕΗ κατά της απόφασης του ΥΠΕΝ για τον καθορισμό της Τιμής Εκκίνησης της πρώτης δημοπρασίας NOME. Οι δύο πλευρές έχουν περιθώριο ολίγων ημερών για να καταθέσουν γραπτά υπομνήματα επί της ουσίας της υπόθεσης, αλλά όπως όλα δείχνουν δεν πρόκειται να εκδοθεί απόφαση για τους επόμενους μήνες.

Θυμίζουμε ότι στις αρχές Μαΐου, η κα. Αλεξάνδρα Ψυρρή, Διευθύντρια του Κλάδου Μακροπρόθεσμων Ενεργειακών Συναλλαγών της ΔΕΗ, μιλώντας στο πλαίσιο της Ημερίδας του ΙΕΝΕ με θέμα «Οι Προκλήσεις στη Λειτουργία της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας», είχε επιχειρήσει να δώσει μια ολοκληρωμένη αποτίμηση των επιπτώσεων των ΝΟΜΕ για τη ΔΕΗ.

Η ΔΕΗ επισημαίνει ότι ενώ έως τον Αύγουστο του 2018 οι δημοπρατηθείσες ποσότητες ΝΟΜΕ κάλυπταν το φορτίο των εναλλακτικών προμηθευτών, από το μήνα αυτό και μετέπειτα, παρατηρείται σταθερή μείωση του ρυθμού αύξησης του εγχώριου φορτίου τους και αντίστοιχη αύξηση των εξαγωγών ΝΟΜΕ.

Σύμφωνα με την Επιχείρηση, αυτό καταδεικνύει ότι τα προϊόντα ΝΟΜΕ που δημοπρατήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν, ήταν υπεραρκετά για την ανάπτυξη νέου πελατολογίου και την επίτευξη του στόχου που έθετε ο νόμος. Επί συνολικής δηλωθείσας ποσότητας ΝΟΜΕ περίπου 13 TWh η χρήση για εγχώριο φορτίο ήταν 65%, με το υπόλοιπο 35% να χρησιμοποιήθηκε για εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΔΕΗ, η βεβαιωμένη αξία των ΝΟΜΕ, αν αυτές αποτελούσαν μέρος της παραγωγής της, αντιστοιχεί σε περίπου 805 εκ. ευρώ, ενώ λόγω της δημοπράτησής τους, η ΔΕΗ υπέστη οικονομικές απώλειες της τάξης των 228 εκ. ευρώ για τη χρήση 2018. Για το Μάιο 2019, η δήλωση χρήσης ΝΟΜΕ από τρίτους είναι ίση με 1.819 MWh/h. Η πλευρά της ΔΕΗ υποστηρίζει ότι από τα έως τώρα αποτελέσματα της εφαρμογής των ΝΟΜΕ, επαληθεύεται η πρόβλεψή της, ότι η εφαρμογή του μέτρου θα αποτύγχανε να αποφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, τουτέστιν, τη δραστική μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.

Τέλος, σημειώνεται πως στην προσφυγή της, η ΔΕΗ, θέτει θέμα περιορισμού της «οικονομικής της ελευθερίας και υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι στην τελική διαμόρφωση της τιμής εκκίνησης δεν λαμβάνεται υπόψιν το πλήρες κόστος παραγωγής από τις λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες