Όσο περνούν οι μέρες μειώνονται και οι πιθανότητες για έγκριση από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) του Μόνιμου Μηχανισμού Αποζημίωσης Επάρκειας Ισχύος (των παλιών ΑΔΙ) πριν την 4η Ιουλίου οπότε θα τεθεί σε εφαρμογή ο νέος Κανονισμός για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. 

Η απόφαση θεωρείται κρίσιμη για τη ΔΕΗ διότι μέσω του συγκεκριμένου μηχανισμού θα επιδοτούνται κάθε χρόνο οι λιγνιτικές μονάδες, Παρά τις εναγώνιες εκκλήσεις του προέδρου της επιχείρησης κ. Μανόλη Παναγιωτάκη προς την επικεφαλής της DG Comp κυρίας Μαργκρέτε Βέσταγκερ, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι δεν θα υπάρξει ανταπόκριση έως την ερχόμενη Πέμπτη για εξαίρεση της υπό κατασκευή μονάδας «Πτολεμαΐδας V» από τους νέους ευρωπαϊκούς κανόνες. Η καθιέρωση Μηχανισμού πριν την έναρξη ισχύος του νέου Κανονισμού είναι αναγκαία για τη βιωσιμότητα της επένδυσης του 1,4 δισ. ευρώ.

Από την πλευρά τους, στελέχη του ΥΠΕΝ θεωρούν ότι η τροπολογία που είχε κατατεθεί στην ελληνική Βουλή και ψηφιστεί στις 6 Ιουνίου με την οποία θεσπίζεται και τίθεται σε εφαρμογή ο Μηχανισμός (δίχως την προέγκριση της Κομισιόν) βάζει τη νέα μονάδα στο ...κάδρο των μονάδων που θα λάβουν επιδοτήσεις.

Σε κάθε περίπτωση, προϋπόθεση για να μπορέσει το κόστος για την κατασκευή της Πτολεμαΐδας V να αποσβεστεί είναι να πάρει η μονάδα ΑΔΙ (υπολογίζονται σε 50 με 60 εκατ. ευρώ τον χρόνο). Πέρα από τα ΑΔΙ ωστόσο, όπως ανέφερε ο κ. Παναγιωτάκης, η νέα μονάδα θα πρέπει να στελεχωθεί σωστά ώστε να έχει το ελάχιστο λειτουργικό κόστος και να βελτιωθεί η αποδοτικότητα των ορυχείων προκειμένου να πέσει το κόστος του λιγνίτη. Με αυτές τις προϋποθέσεις, υπολογίζεται ότι η ΔΕΗ θα έχει 350 εκατ. ευρώ έσοδα τον χρόνο.

 

Αυξάνεται η τάση απολιγνιτοποίησης

Την ίδια ώρα που η ΔΕΗ αναζητεί σανίδα σωτηρίας στις Βρυξέλλες, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, η μία εταιρεία προμήθειας ηλεκτρισμού μετά την άλλη αποφασίζουν να απομακρυνθούν από το κάρβουνο, θέτοντας συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα. Σε αυτές τις πολιτικές αναφέρθηκε και ο Ben Fowke, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες προμήθειας ρεύματος και φυσικού αερίου στις ΗΠΑ, της Xcel Energy, μιλώντας με τον Bill Loveless, στο πλαίσιο του Columbia Energy Exchange.

Σε αντίθεση με την κλιματική και ενεργειακή πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, ο ιδιωτικός τομέας στις ΗΠΑ (περιλαμβάνονται και οι προμηθευτές ενέργειας) διαδραματίζει σήμερα μεγαλύτερο ρόλο από ποτέ στον περιορισμό των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Ανάμεσά τους και η Xcel Energy, η οποία έχει δεσμευτεί σε μια πορεία απανθρακοποίησης. Τον περασμένο Δεκέμβριο ανακοίνωσε ότι θα προμηθεύει 100% carbon-free ηλεκτρισμό στους πελάτες της έως το 2050. Έθεσε επίσης ως στόχο τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 80% έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2005.

Έκτοτε, και άλλες εταιρείες κοινής ωφέλειας έχουν θέσει αντίστοιχους στόχους απανθακοποίησης. Ανάμεσά τους, η Idaho Power και η Public Service Company του Νέου Μεξικού, με στόχους 100% ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς άνθρακα έως το 2045 και το 2040, αντίστοιχα.

Ο Ben Fowke, στη συνομιλία του με τον Bill Loveless παραδέχεται ότι η επίτευξη των στόχων της Xcel Energy δεν θα είναι εύκολη. Παρ 'όλα αυτά, είναι πεπεισμένος ότι η εταιρεία του, με έδρα τη Μινεάπολη και με 3,6 εκατομμύρια πελάτες στο Κολοράντο, το Μίτσιγκαν, τη Μινεσότα, το Τέξας και άλλες τέσσερις αμερικανικές πολιτείες έχει κάνει καλή ...εκκίνηση όσον αφορά στην απεξάρτηση από τον άνθρακα, αυξάνοντας παράλληλα την εξάρτηση της εταιρείας από τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Παράλληλα, αναφέρθηκε στις προκλήσεις της εξεύρεσης των απαραίτητων τεχνολογιών ώστε να γίνει πραγματικότητα η απανθρακοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας.

Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με τον δείκτης Change Readiness Index (CRI) της KPMG για το 2019, ο οποίος δημοσιεύθηκε την περασμένη Δευτέρα, οι ΗΠΑ, παρότι υπολείπονται της Ευρώπης σε επίπεδο περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, κατέχουν ηγετική θέση παγκοσμίως στην ετοιμότητα του χρηματοοικονομικού κλάδου έναντι της κλιματικής αλλαγής. Η Βόρεια Αμερική είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών.

Ο δείκτης, ο οποίος ταξινομεί 140 χώρες με βάση πόσο αποτελεσματικά προετοιμάζονται και ανταποκρίνονται στις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται, αυτή τη φορά εστιάζει ειδικά στις δεξιότητες που πρέπει να αναπτύξουν τα κράτη για να αντεπεξέλθουν με επιτυχία στην κλιματική αλλαγή και να περιορίσουν τους σχετικούς κινδύνους.

Η Ευρώπη κυριαρχεί στην πρώτη δεκάδα αλλά υστερεί στον χρηματοοικονομικό κλάδο. Οι 10 κορυφαίες χώρες της κατάταξης του CRI είναι οι Ελβετία, Σιγκαπούρη, Δανία, Σουηδία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Νορβηγία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Νέα Ζηλανδία, Ολλανδία και σε μεγάλο βαθμό παραμένουν αμετάβλητες σε σύγκριση με τη μελέτη του 2017.

Εξαίρεση η Νορβηγία η οποία αναρριχήθηκε από την 11η στην 8η θέση, αντικαθιστώντας τη Φινλανδία στην πρώτη δεκάδα. Το Ηνωμένο Βασίλειο παρέμεινε στην πρώτη δεκάδα κατακτώντας την 8η θέση (από 10η), παρά την εντεινόμενη πολιτική αβεβαιότητα που συνοδεύει την απόφαση της Βρετανίας να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι επιδόσεις της ΕΕ στην παγκόσμια βιωσιμότητα ξεπερνούν τον παγκόσμιο μέσο όρο των υπόλοιπων περιοχών. Ο δείκτης CRI του 2019 υποδεικνύει, ωστόσο, ότι ο χρηματοοικονομικός κλάδος στην Ευρώπη υστερεί σε σύγκριση με τον παγκόσμιο μέσο όρο και τη Βόρεια Αμερική, σημειώνοντας οριακά καλύτερες επιδόσεις από τις αναπτυσσόμενες αγορές. Οι ΗΠΑ καταλαμβάνουν τη 13η θέση σήμερα (υποχωρώντας από τη 12η θέση) στη γενική κατάταξη, ενώ ο Καναδάς βρίσκεται στη 16η θέση (καταγράφοντας άνοδο από τη 18η θέση).