Ο αποκλεισμός των ορυκτών καυσίμων από τον ηλεκτροπαραγωγικό τομέα των ΗΠΑ, βασικός στόχος του ‘Green New Deal’ που υποστηρίχθηκε από πολλούς Δημοκρατικούς υποψηφίους για την προεδρία της  

χώρας, θα κοστίσει $4,7 τρισ. και θα προκαλέσει τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές αναταράξεις, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε σήμερα, Πέμπτη, από την εταιρεία ενεργειακών μελετών Wood Mackenzie.Το ποσό αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε $35.000 δολάρια ανά νοικοκυριό, ή σε σχεδόν $2.000 ετησίως για μία εικοσαετία, σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία χαρακτηρίζει το κόστος «συγκλονιστικό».

Η έκθεση αυτή είναι μια από τις πρώτες ανεξάρτητες εκτιμήσεις κόστους για ένα θέμα που είχε αναδειχθεί ως βασικό ζήτημα στις προεδρικές εκλογές του 2020, με την πλειονότητα των Δημοκρατικών να προτείνουν σχέδια πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων για την εξάλειψη των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από όλο το φάσμα της οικονομίας των ΗΠΑ.

Το σχέδιο του Τζο Μπάιντεν για μηδενικές εκπομπές, για παράδειγμα, έχει προϋπολογισμό $1,7 τρισ., ενώ η πρόταση του Μπέτο Ο Ρουρκ κοστολογείται στα $5 τρισ. Η βουλευτής Αλεξάντρια Οκάσιο - Κορτέζ, μία εκ των συντακτών του "Green New Deal", ενός μη δεσμευτικού ψηφίσματος του αμερικανικού Κογκρέσου, τοποθετεί το κόστος μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής περίπου στα $10 τρισ.

Τα σχέδια αυτά έχουν ως σκοπό να διαδώσουν και στα δύο στρατόπεδα της πολιτικής ζωής των ΗΠΑ μία αίσθηση επείγοντος σχετικά με την υπερθέρμανση του πλανήτη, αν και έχουν κατακριθεί από τον Πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ και πολλούς Ρεπουμπλικανούς, οι οποίοι τα έχουν κατά καιρούς χαρακτηρίσει ανέφικτα, δαπανηρά και απειλητικά για την οικονομία.

Δημοσκόπηση των Reuters και Ipsos που δημοσιεύθηκε χθες, Τετάρτη, έδειξε ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί υποστηρίζουν την ‘επιθετική’ δράση κατά της κλιματικής αλλαγής, ανάλογη με αυτή που προτείνουν οι Δημοκρατικοί, ωστόσο αυτή τους η στήριξη μειώνεται δραματικά όταν έρθουν αντιμέτωποι με το γεγονός ότι οι πρωτοβουλίες αυτές θα τους κοστίσουν.

 

«Ολικός Επανασχεδιασμός»

Η έκθεση της Wood Mackenzie επικεντρώνεται αποκλειστικά στο κόστος που αντιστοιχεί στην απανθρακοποίηση του ηλεκτροπαραγωγικού τομέα των ΗΠΑ, ο οποίος και αποτελεί έναν εκ των κυριότερων παραγόντων που συμβάλλουν στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Η έκθεση, ωστόσο, δε λαμβάνει υπόψη το κόστος για την απανθρακοποίηση άλλων τομέων, όπως οι μεταφορές, η γεωργία ή η μεταποίηση.

Σύμφωνα με την έκθεση, η απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα απαιτεί έναν «ολικό επανασχεδιασμό» του ηλεκτροπαραγωγικού τομέα των ΗΠΑ, προκειμένου αυτός να προσαρμοστεί σε ένα σύστημα κατά βάση ασυνεχών πόρων όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια, οι οποίες βασίζονται στο να φυσάει ο άνεμος και να υπάρχει ηλιοφάνεια προκειμένου να παράγεται ηλεκτρική ενέργεια.

Η έκθεση εκτιμά ότι θα πρέπει να προστεθούν 1.600 GW αιολικής και ηλιακής δυναμικότητας, με κόστος περίπου $1,5 τρισ. Η δυναμικότητα αυτή είναι υπερενδεκαπλάσια της υπάρχουσας αιολικής και ηλιακής ισχύος των ΗΠΑ. Παράλληλα, ενώ το κόστος της αιολικής και ηλιακής ενέργειας έχει μειωθεί, μια απότομη αύξηση της ζήτησης θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στις αλυσίδες εφοδιασμού και να εκτοξεύσει τις τιμές βασικών υλικών, όπως ο χάλυβας και ο χαλκός.

Η μελέτη αναφέρει, επίσης, ότι θα απαιτηθούν υποδομές αποθήκευσης ενέργειας της τάξης των 900 GW, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι αιολικές και ηλιακές μονάδες θα μπορούν να λειτουργήσουν αξιόπιστα ακόμα και σε μη ιδανικές καιρικές συνθήκες. Η ισχύς αυτή των υποδομών αποθήκευσης ενέργειας είναι 900 φορές μεγαλύτερη από αυτή που σήμερα είναι εγκατεστημένη στις ΗΠΑ. Μία τέτοια έντονη αύξηση των επενδύσεων στην τεχνολογία αποθήκευσης ενέργειας -η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης- θα αυξήσει το κόστος ηλεκτροπαραγωγής εξ ολοκλήρου από ΑΠΕ στα $4 τρισ., ανέφερε η έκθεση.

Τέλος, η προσθήκη καλωδιώσεων μετάδοσης υψηλής τάσης μήκους 200.000 μιλίων πουα απαιτείται για τη μεταφορά της αιολικής και ηλιακής ενέργειας από τις πεδιάδες ή τις ερήμους στις μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές αντιστοιχεί σε ένα επιπλέον κόστος $700 δισ.

Η έκθεση προειδοποιεί ότι η απότομη αύξηση των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας που θα απαιτηθεί για τη χρηματοδότηση μίας τέτοιας μετάβασης ενδέχεται, επίσης, να προκαλέσει δημόσια αντίδραση ενάντια στις ‘επιθετικές’ κλιματικές πολιτικές και τελικά αργή υλοποίησή τους.

«Εάν κινηθούμε υπερβολικά γρήγορα, κινδυνεύουμε να ακυρώσουμε την πρωτοβουλία αυτή στο σύνολό της», δήλωσε σε συνέντευξή του ο Dan Shreve, ένας εκ των συντακτών της έκθεσης.

Η έκθεση ανέφερε η παράταση του χρονοδιαγράμματος για μια τέτοια μετάβαση προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, καθώς και η ενσωμάτωση των ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων από πυρηνική ενέργεια και μέρους των μονάδων που τροφοδοτούνται με φυσικό αέριο θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά το κόστος.

Το να επιτραπεί, για παράδειγμα, το 20% των αναγκών των ΗΠΑ σε ηλεκτρική ενέργεια να καλύπτεται από το φυσικό αέριο θα μειώσει το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ κατά 20% και τις απαιτούμενες επενδύσεις στον τομέα της αποθήκευσης ενέργειας κατά 60%, επισημαίνει η Wood Mackenzie.