Με την ΔΕΗ να έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον της κυβέρνησης αλλά και της κοινής γνώμης τις τελευταίες ημέρες, ένα από τα πλέον σοβαρά θέματα που αφορούν την λειτουργία του ενεργειακού συστήματος της χώρας και την ενεργειακή μας πολιτική γενικότερα, που είναι το φυσικό αέριο, κινδυνεύει να μείνει στο περιθώριο. 

Στην όλη συζήτηση που διεξήχθη επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, το εξαιρετικά σοβαρό και επείγον ζήτημα της Ενεργειακής Μετάβασης της χώρας, εν όψει των Ευρωπαϊκών και διεθνών δεσμεύσεων, δεν συζητήθηκε καθόλου αφού η «διάσωση» της ΔΕΗ «έπαιζε» ως πρώτο θέμα στο πολιτικό ταμπλό. Όμως, εάν καλοεξετάσουμε τα πράγματα, η περαιτέρω αξιοποίηση του φ. αερίου αποτελεί μέρος της λύσης και για την ίδια την ΔΕΗ, της οποίας το ενεργειακό μείγμα έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια ως αποτέλεσμα των διαρκώς μεταβαλλόμενων, εις βάρος της, συνθηκών. Εξετάζοντας την σύνθεση του ηλεκτρικού ισοζυγίου της χώρας την τελευταία τετραετία (βλέπε διάγραμμα), παρατηρούμε μια αισθητή μείωση του μεριδίου των λιγνιτών (από το 42%, το 2015 στο 19% σήμερα) προς όφελος του φ. αερίου, το μερίδιο του οποίου έχει αυξηθεί σημαντικά την ίδια χρονική περίοδο (στο 34% το 2019 έναντι 10% το 2015).

Μείγμα Ηλεκτρισμού στην Ελλάδα τον Ιούνιο 2015 και τον Ιούνιο 2019 (Πηγή: ΙΕΝΕ)

 

Από την πλευρά της, η ΔΕΗ ακολουθεί μία άκρως αμυντική πολιτική ως προς το ενεργειακό της μείγμα τα τελευταία χρόνια, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να μειώσει τις ζημιές από την λειτουργία των λιγνιτικών της μονάδων, οι οποίες πλέον επιβαρύνονται από το υψηλό κόστος ρύπων (€28/τόνο σήμερα, σε σύγκριση με €5/τόνο επί σειρά ετών μέχρι πρόσφατα) και υψηλά λειτουργικά έξοδα, παρά το χαμηλό σχετικά κόστος του εγχώριου λιγνίτη. Έτσι, από σοβαρό asset που ήταν επί πολλά χρόνια για την ΔΕΗ ο φθηνός και άφθονος λιγνίτης, τώρα έχει μετατραπεί σε βαρίδι, υποχρεώνοντας την ΔΕΗ να μειώνει αυτοβούλως την παραγωγή από λιγνίτη και αυξάνοντας ταυτόχρονα την χρήση φ. αερίου αλλά και εισάγοντας περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από τις γειτονικές χώρες. Χαρακτηριστικό της εικόνας απαξίωσης της λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ ήτο ο άγονος διαγωνισμός της 15/7 για την πώληση των μονάδων Μελίτης και Μεγαλόπολης. Όταν, μόλις πριν τρία χρόνια, οι Έλληνες ανταγωνιστές της ΔΕΗ διαμαρτύρονταν για την αδυναμία πρόσβασής τους στην «φθηνή λιγνιτική παραγωγή» της Επιχείρησης. Νομοτελειακά η χρήση του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή θα μειωθεί σταδιακά μέχρι που τελικά θα σταματήσει να αποτελεί ενεργειακά αξιοποιήσιμο καύσιμο. Ήδη, με την προγραμματισμένη λειτουργία της υψηλής απόδοσης (άνω του 45%) μονάδος Πτολεμαΐδα V των 660 MW το 2021 πρόκειται να αποσυρθούν παλαιές και ρυπογόνες λιγνιτικές μονάδες συνολικής εγκατεστημένης ισχύος άνω των 1200 MW, έτσι που αρχίζει πραγματικά η αντίστροφη μέτρηση για το παραδοσιακό ελληνικό ενεργειακό καύσιμο.

Τούτων λεχθέντων, το μέλλον για την ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα σε ότι αφορά την κάλυψη του φορτίου βάσης συμπυκνώνεται στο φυσικό αέριο, στα υδροηλεκτρικά (που μόνο ένα μικρό μέρος του φορτίου μπορούν να καλύψουν) και στις εισαγωγές. Με το φυσικό αέριο να αποτελεί ουσιαστικά το κλειδί για την Ενεργειακή Μετάβαση και το καύσιμο που θα επιτρέψει την περαιτέρω επέκταση των ΑΠΕ και την διείσδυσή τους στο διασυνδεδεμένο δίκτυο. Με τις ΑΠΕ (δηλ. φωτοβολταϊκά, αιολικά, βιομάζα, γεωθερμία) να αναπτύσσονται σημαντικά την επόμενη δεκαετία, υπερδιπλασιάζοντας την σημερινή εγκατεστημένη ισχύ τους από τα 6 GW στα 15 GW μέχρι το 2030.

Η δε στροφή προς το φυσικό αέριο από τους μεγάλους ανεξάρτητους παραγωγούς είναι ήδη εμφανής σε ένα νέο κύκλο κατασκευής μεγάλων μονάδων, μετά τον πρώτο κύκλο της περιόδου 2004-2012, με τους περισσότερους να ανακοινώνουν ο ένας μετά τον άλλο σχέδια για την κατασκευή νέων μονάδων συνδυασμένου κύκλου (CCGT). Με τον Μυτιληναίο να προχωρά με μονάδα 660 MW στον Αγ. Νικόλαο, την ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ με σταθμό 665 MW στην Κομοτηνή, την Elpedison με μονάδα 826 MW, επίσης στην Κομοτηνή, και τις ΚΕΝ και Όμιλο Κοπελούζου να ανακοινώνουν αντίστοιχα σχέδια.

Έτσι, από μια συνολική εγχώρια κατανάλωση φ. αερίου που έφθασε το 2018 σε επίπεδο ρεκόρ στα 4,7 δισεκ. κυβ. μέτρα (με το 2018 να αποτελεί έτος ρεκόρ για την αύξηση της Ευρωπαϊκής και παγκόσμιας κατανάλωσης αερίου), οι επίσημες εκτιμήσεις για την ζήτηση αερίου μέχρι το 2030 θα πρέπει επειγόντως να αναθεωρηθούν προς τα άνω. Σύμφωνα με την Έκθεση του ΕΣΕΚ, η ζήτηση φ. αερίου για το 2030 εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 6,0 δισεκ. κυβ. μέτρα, ένα νούμερο που αντιβαίνει την κοινή λογική, αφού τόσο η ζήτηση για ηλεκτρισμό όσο και από τα δίκτυα πόλεων αναμένεται να είναι σημαντικά αυξημένη. Όμως, το σύνολο των ποσοτήτων του αερίου που σήμερα καταναλώνεται στην Ελλάδα εισάγεται (από Ρωσία, Τουρκία και μέσω LNG), αυξάνοντας περαιτέρω την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας η οποία στο 74,5% θεωρείται από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.

Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η κατανάλωση φ. αερίου θα βαίνει ολοένα αυξανόμενη τα επόμενα χρόνια, καθώς θα μετασχηματίζεται το ενεργειακό μείγμα με περισσότερο φ. αέριο και ΑΠΕ, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να μπορέσει να αξιοποιήσει τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που διαθέτει ή που πρόκειται να ανακαλυφθούν. Υπό αυτή την έννοια, η δήλωση του Υφυπουργού Ενέργειας, κ. Γεράσιμου Θωμά, κατά την διάρκεια της συζήτησης επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης την περασμένη Κυριακή (21/7) ότι η κυβέρνηση προτίθεται να φέρει το συντομότερο προς κύρωση στην Βουλή τις τέσσερις υπογραφείσες συμβάσεις για τις έρευνες στην Δυτική Ελλάδα, Κυπαρισσιακό και νοτιοδυτικά της Κρήτης, έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί φανερώνει την κυβερνητική αποφασιστικότητα να προχωρήσει τάχιστα με την αξιοποίηση του υδρογονανθρακικού πλούτου της χώρας, βάζοντας στο περιθώριο τις άκαιρες, ατεκμηρίωτες και εθνικά επιζήμιες ενστάσεις των διαφόρων περιβαλλοντικών οργανώσεων.