Το σύγχρονο Ελληνικό δράμα συνίσταται στην - πρωτοφανή για ειρηνική περίοδο - απώλεια του ημίσεως του εθνικού εισοδήματος μεταξύ 2007 και 2018 (25% σε πραγματικούς όρους και 25% εκ της διαφυγής δυνητικού εισοδήματος). Εάν η Τρίτη Ελληνική δημοκρατία

 δεν απεδεικνύετο τόσον καταστρεπτική, το εθνικό προϊόν θα έπρεπε να είναι 300 δις. ευρώ έναντι 185 σήμερα με τόσα χρήματα που πήρε από τα Κοινοτικά Ταμεία και τα οποία κατασπαταλήθησαν από τα κόμματα εξουσίας. Την ιδία 10ετή περίοδον, ο Ελληνόκτητος εμπορικός στόλος εδιπλασιάσθη, στα 3.936 πλοία άνω των χιλίων κόρων και αντιπροσώπευε το ένα πέμπτον του παγκοσμίου στόλου και το 53% της Ευρωπαϊκή Ενώσεως. «Τα χρήματα πιάσανε τόπο» που θα ’λεγε Χιώτης πλοιοκτήτης.

Η τεραστία αντίφαση αυτή, ο μεν Ελληνικός λαός να υποφέρει τα μάλλα, ο δε Ελληνικός εφοπλισμός να ευημερεί και ν’ αναπτύσσεται κάθε χρόνο έχει μία εξήγηση: Ότι ο εμπορικός στόλος είναι κυρίως εκτός της Ελληνικής σημαίας δηλ. της αρμοδιότητος του υπουργείου Ναυτιλίας κλπ.

Στις αρχές του τρέχοντος έτους, οι Ελληνες εφοπλιστές είχαν παραγγείλει στα διεθνή ναυπηγεία 223 νεότευκτα πλοία συνολικής χωρητικότητος 25 εκατ. τόννων, σύμφωνα με την Ενωση των (ΕΕΕ).

Μία ιδέα θα ήταν, αν αντί «επιτελικού κράτους» που απεργάζεται τώρα ο Κυρ. Μητσοτάκης, ανελάμβαναν οι επιτυχημένοι Ελληνες πλοιοκτήτες την υπόθεση της οικονομικής αναπτύξεως της χώρας. Ό,τι και να συνέβαινε, δεν θα είχε ο λαός την απώλεια ευημερίας που υπέστη στα χέρια των πολιτικών της τελευταίας 10ετίας, από της δεξιάς μέχρι της «απώτερης αριστερής».

Το πιο πιθανόν από την υποκατάσταση κομματαρχών με επιχειρηματίες στην κυβέρνηση, θα ήταν να αυξάνεται κάθε χρόνο το εθνικό προϊόν διά των επενδύσεων και των ευστόχων οικονομικών αποφάσεων – όπως ακριβώς συνέβη στη Ελληνική ναυτιλία.

Δια τους μη γνωρίζοντας, ο Ελληνικός εμπορικός στόλος είχε πλήρως καταστραφεί κατά την διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου από τα Γερμανικά υποβρύχια. Η απώλεια του έμψυχου υλικού δεν έχει υπολογισθή ακόμη στις Γερμανικές επανορθώσεις, για τις οποίες η κυβέρνηση ετήρησε αιδώσιμο σιωπή στις «προγραμματικές δηλώσεις». Η αναγέννηση του Ελληνικού εφοπλισμού εστηρίχθη με την πώληση 100 Αμερικανικών φορτηγών πλοίων (τύπου «Λίμπερτυ») το 1947 επί πιστώσει, που δεν «πάγωσαν» αλλ’ εξοφλήθησαν στο ακέραιο εγκαίρως.

Οι Αμερικανοί δεν έκαμαν καμμιά φιλανθρωπία υπέρ της Ελλάδος αλλά εξυπηρέτησαν τα συμφέροντα των. Τα περισσότερα πλοία ξηρού φορτίου και πετρελαιοφόρα που χρησιμοποιούν ανήκουν σε Έλληνες και τα στρατά τους στην Κορέα και το Ιράκ Ελληνικά πλοία μετέφεραν .Είναι αυτό που αποκαλεί ο εν Αθήναις Αμερικανός πρέσβυς κύριος Πάϊατ: Win-win( που θα εξετασθή εις άλλην ευκαιρίαν).

Βεβαίως όσο καλή κι’ αν είναι η ιδέα μιας «κυβερνήσεως εφοπλιστών» στην Ελλάδα, οι ίδιοι ουδέποτε θα την εδέχοντο, με τους 850.000 δημοσίους υπαλλήλους, μονίμους, ισοβίους κι αναξιολογήτους. Διότι όταν ένας καπετάνιος ή αξιωματικός και μηχανικός στα πλοία αποδεικνύεται ακατάλληλος ή επικίνδυνος πάραυτα απομακρύνεται. Στο δημόσιο , προάγονται ακόμη και αν καταληφθούν «κλέπτοντες οπώρας».

Επίσης, στα ποντοπόρα πλοία δεν διορίζονται συγγενείς και φίλοι όπως στο δημόσιο από την εκάστοτε «διακυβέρνηση», αλλά επαγγελματίες προερχόμενοι από ναυτικές σχολές και από «σάντουϊτς-κόρσες» (έξη μήνες στην θάλασσα και έξη στη ξηρά), οι δε βαθμοί της ιεραρχίας κατακτώνται, δεν απονέμονται. Πάντα ταύτα, με ικανοποιητικές αμοιβές που οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν είδαν ούτε στις… συντάξεις-μαϊμού που προσπαθεί να μαζέψει ο κ. Βούρτσης.

Οι πολιτικοί τέλος καταλείπουν δυναστείες ενώ οι εφοπλιστές αφήνουν γενναιοδωρίες ως οι Ωνάσηδες, οι Νιάρχοι, οι Χανδρήδες,οι Γουλανδρήδες, οι Ευγενίδηδες και τόσοι άλλοι.