Όπως αναφέρεται στην έκθεση απαιτείται άμεση και αποφασιστική δράση, αφού η άνοδος της στάθμης των υδάτων, οι πλημμύρες, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και οι επισιτιστικές κρίσεις που αυτά φέρνουν επηρεάζουν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.
Η έως τώρα δράση κρίνεται ανεπαρκής. «Η Συμφωνία του Παρισιού κινείται στη σωστή κατεύθυνση, αλλά οι δεσμεύσεις των χωρών αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στις ανάγκες.... Επιπλέον παραμένει αβέβαιο το κατά πόσο οι χώρες μειώνουν τις εκπομπές αερίων, στο βαθμό που συμφωνήθηκε» αναφέρει η έκθεση και προειδοποιεί ότι όσο περισσότερο καθυστερεί η δράση τόσο πιο δεινές θα είναι οι επιπτώσεις και τόσο υψηλότερο το κόστος της σταθεροποίησης.
Το ΔΝΤ σημειώνει ότι η τεχνολογία και τα μέτρα πολιτικής για τη μετάβαση σε μία οικονομία καθαρής ενέργειας υπάρχουν. Αυτά θα μπορούσαν μάλιστα να δώσουν ώθηση τόσο στην ανάπτυξη όσο και στην απασχόληση.
Το Ταμείο υποστηρίζει ότι από τις στρατηγικές που έχουν δοκιμαστεί, η επιβολή φόρου άνθρακα (σε διυλιστήρια, ορυχεία κτλ) φαίνεται να είναι η πιο ισχυρή και αποτελεσματική. Και τούτο γιατί επιτρέπει στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να βρίσκουν φθηνότερου κόστους τρόπους να περιορίσουν τη χρήση ενέργειας και να στραφούν σε πιο καθαρές εναλλακτικές.
Αναγνωρίζει πάντως ότι το βάρος είναι μεγαλύτερο για την κατανάλωση των νοικοκυριών χαμηλότερων εισοδημάτων σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, αλλά ισότιμο ή και ελαφρώς χαμηλότερο σε άλλες (Καναδάς, Ινδία).
Για να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς απαιτούνται φιλόδοξα μέτρα, όπως ένας άμεσος παγκόσμιος φόρος άνθρακας, που θα φτάσει στα 75 δολάρια ανά τόνο C02 το 2030. Σε ένα τέτοιο σενάριο μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια οι τιμές ηλεκτρικού ρεύματος θα αυξηθούν κατά μέσο όρο 45% αθροιστικά και οι τιμές της βενζίνης κατά 15% σε σύγκριση με το σενάριο, στο οποίο δεν θα υπάρξει δράση.
Τα έσοδα από έναν τέτοιο φόρο (1,5% του ΑΕΠ το 2030 κατά μέσο όρο για τις χώρες του G20) θα μπορούσαν να διανεμηθούν κατά τρόπο, που να στηριχθούν οι πιο ευάλωτες ομάδες, για τη στήριξη ορισμένων κλάδων και των εργαζομένων τους που πλήττονται δυσανάλογα πολύ, τη μείωση άλλων φόρων και τις επενδύσεις σε υποδομές καθαρής ενέργειας.