Η παγκόσμια ζήτηση πρωτογενούς ενέργειας αυξήθηκε κατά 2,3% το 2018, καθοδηγούμενη, σε μεγάλο βαθμό, από την Κίνα, την Ινδία και τις ΗΠΑ, ήτοι, τις χώρες που ευθύνονται για το 70% της αύξησης της ζήτησης, σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (ΙΕΑ). Είναι χαρακτηριστικό ότι 

στις ΗΠΑ, η πρωτογενής ζήτηση αυξήθηκε για πρώτη φορά από το 2014 αναφέρει η IEA στην έκθεσή «Energy Efficiency 2019», στην οποία υπολόγισε ότι το 2018, η ένταση πρωτογενούς ενέργειας -θεωρείται σημαντικός δείκτης της ποσότητας ενέργειας που χρησιμοποιείται στην παγκόσμια οικονομία - βελτιώθηκε κατά 1,2%, δηλαδή, στο βραδύτερο ρυθμό της από το 2010. «Αυτό ήταν χειρότερο από τη βελτίωση σε ποσοστό 1,7% το 2017 και σηματοδότησε, για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, το ρυθμό με τον οποίο μειώνεται. Ήταν, επίσης, πολύ χαμηλότερη από τη μέση βελτίωση κατά 3%, σύμφωνα με το Efficient World Strategy του ΙΕΑ.

Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας χαρακτηρίζει αυτή την επιβράδυνση ως μια χαμένη ευκαιρία. «Αν και η βελτίωση της ενεργειακής έντασης κατά 1,2%, σήμαινε ότι ο κόσμος παρήγαγε 1,6 τρισ. ​​δολάρια περισσότερο ΑΕΠ, για την ποσότητα ενέργειας που χρησιμοποιήθηκε, σε σύγκριση με το 2017, το νούμερο αυτό θα ανερχόταν σε 4 τρισ. δολάρια, ήτοι, ποσό που θα προσέγγιζε το μέγεθος της γερμανικής οικονομίας, εάν η ενεργειακή ένταση βελτιωνόταν στο 3% ετησίως από το 2015 », εξηγεί η IEA.

Επίσης, τονίζεται ότι οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας στην Κίνα και στις ΗΠΑ, αύξησαν το μερίδιό τους στη βιομηχανική παραγωγή και εξώθησαν τη ζήτηση για όλο το εύρος των καυσίμων πρωτογενούς ενέργειας.

Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με βάση τα ορυκτά καύσιμα αυξάνει την πρωτογενή ένταση, επειδή η ενέργεια χάνεται όταν αυτά τα καύσιμα διέρχονται μετατροπή, από την πρωτογενή στην τελική ενέργεια, σύμφωνα με τη έκθεση της IEA.

Το περασμένο έτος, η τελική ζήτηση, ή η συνολική τελική κατανάλωση, αυξήθηκε κατά 2,2%, για να συνεχίσει την αυξητική τάση της από το 2015, λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης των βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας. Επιπροσθέτως, η έκθεση διαπίστωσε ότι οι εξαιρετικές καιρικές συνθήκες οδήγησαν σε υψηλότερη χρήση φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού στα κτίρια, σε πολλές περιοχές του πλανήτη.