H Κομισιόν Ζητά Εναλλακτικά Μέτρα για το Άνοιγμα των Αγορών Ενέργειας - Βασικά Σημεία της Έκθεσης Αξιολόγησης

H Κομισιόν Ζητά Εναλλακτικά Μέτρα για το Άνοιγμα των Αγορών Ενέργειας - Βασικά Σημεία της Έκθεσης Αξιολόγησης
Του Αδάμ Αδαμόπουλου
Πεμ, 21 Νοεμβρίου 2019 - 06:40

Ανεπαρκή εκτιμά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα μέτρα που έχει λάβει η ελληνική κυβέρνηση για την αγορά ηλεκτρισμού, των οποίων τα αποτελέσματα θεωρεί ότι θα έχουν μακροπρόθεσμο ορίζοντα, και ζητά την άμεση λήψη πρόσθετων μέτρων. Αυτό υποδηλώνει η έκθεση της Κομισιόν με την οποία 

συνοδεύτηκε η έγκριση της δόσης του δανείου, ύψους 767 εκατ. ευρώ προς την Ελλάδα και στην οποία περιλαμβάνονται θέματα που άπτονται του ανοίγματος της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, το μέλλον της ΔΕΠΑ και η μαζική διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.

Βασικό συστατικό των επισημάνσεων των Βρυξελών είναι η απαίτηση προς την ελληνική πλευρά, να έχει παρουσιάσει έως τον Ιανουάριο τα εναλλακτικά μέτρα, πέραν της εκπεφρασμένης θέσης της, για την κυρίαρχη θέση της ΔΕΗ και την αποκλειστική πρόσβασή της στον λιγνίτη, κάτι για το οποίο υπήρξε επίσημη δέσμευση της Αθήνας.

Μολονότι οι έως τώρα πρωτοβουλίες της κυβέρνησης αποτιμώνται θετικά, εν τούτοις η Κομισιόν θέτει 9 προαπαιτούμενα, με ορίζοντα επίτευξης έως τα τέλη Δεκεμβρίου, με βάση τη συμφωνία του 2018. Σε αυτά περιλαμβάνονται παρεμβάσεις στην αγοράς ενέργειας και ειδικότερα στην αγορά ηλεκτρισμού.

Σύμφωνα με όσα αναφέρει η έκθεση, τα στοιχεία για τα μερίδια στην αγορά ηλεκτρισμού δείχνουν ότι οι ανταγωνιστές της ΔΕΗ εισέρχονται στην αγορά λιανικής και χονδρικής, αλλά η κυρίαρχη θέση της επιχείρησης και η αποκλειστική πρόσβασή της στο λιγνίτη εξακολουθεί να ανησυχεί τους ιθύνοντες των Βρυξελών.

Η έκθεση επιρρίπτει ευθύνες στην προηγούμενη κυβέρνηση για το γεγονός ότι δεν τελεσφόρησε ο διαγωνισμός αποεπένδυσης λιγνιτικών μονάδων. Με δεδομένη την αποτυχία, η Κομισιόν ζητά πρόσθετα μέτρα προκειμένου να καλυφθεί το κενό που, όπως υποστηρίζει, συνιστά παραβίαση της αντιμονοπωλιακής δέσμευσης που έχει αναλάβει η χώρα.

«Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι έναντι νομικής αβεβαιότητας και έλλειψης διαφάνειας, δεν κατατέθηκαν προσφορές στο διαγωνισμό της αποεπένδυσης. Η αποτυχία της είχε ως αποτέλεσμα παραβίαση της αντιμονοπωλιακής δέσμευσης, άρα χρειάζονται εναλλακτικές λύσεις. Οι αρχές επικοινώνησαν επισήμως την πρόθεσή τους να παρουσιάσουν εναλλακτικά μέτρα τον Ιανουάριο του 2020» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.

Επίσης τονίζεται πως για να ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις στον ενεργειακό τομέα, θα πρέπει να εφαρμοστούν τα μέτρα που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της κοινής αξιολόγησης του συστήματος δημοπρασιών NOME. Υπό αυτό το πρίσμα εξετάζεται η λήψη πρόσθετων διαρθρωτικών μέτρων, ενώ υπάρχουν, επίσης, σχέδια για την επιτάχυνση της λειτουργίας της προθεσμιακής αγοράς, ως εναλλακτική λύση των NOME.

Πιο αναλυτικά, στην έκθεση υπογραμμίζεται πως, «οι αρχές έχουν αναλάβει δράση για να σταθεροποιήσουν τα οικονομικά της ΔΕΗ και έχουν ανακοινώσει φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις στην αγορά οι οποίες θα επηρεάσουν την εφαρμογή του target model. Τα αποφασιστικά βήματα των αρχών για τα οικονομικά της ΔΕΗ αντανακλώνται στην έκθεση για τα αποτελέσματα της εταιρείας και ήταν σημαντικό μήνυμα για τις αγορές.»

«Οι αρχές αναπτύσσουν τώρα μέτρα για να αντιμετωπίσουν τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις των οφειλών και των στρατηγικών κακοπληρωτών. Οι αρχές αποφάσισαν να ακυρώσουν την τελευταία δημοπρασία ΝΟΜΕ που τέθηκε ως μεταβατικό μέτρο ενώ οι μεταρρυθμίσεις λάμβαναν χώρα για το άνοιγμα της αγοράς. Μια τέτοια μεταρρύθμιση ήταν η εφαρμογή του target model. Είναι καθ' οδόν για παράδοση στη νέα προθεσμία του Ιουνίου του 2020. Θα πρέπει να ακολουθήσει η σύζευξη με τις περιφερειακές αγορές. Οι προτάσεις της κυβέρνησης για επιτάχυνση της προθεσμιακής αγοράς είναι ευπρόσδεκτες.»

«Οι αρχές πρότειναν ένα φιλόδοξο σχέδιο για τη μακροπρόθεσμη μεταμόρφωση της ενεργειακής αγοράς στην Ελλάδα και επικοινώνησαν την πρόθεσή τους να υποβάλουν αναθεωρημένες λύσεις για τον ανταγωνισμό τον Ιανουάριο του 2020. Στον πυρήνα της ενεργειακής στρατηγικής βρίσκεται το κλείσιμο όλων των λιγνιτικών σταθμών ως το 2028 με σημαντικό μερίδιό τους νωρίτερα.»

«Η κυβέρνηση λαμβάνει, επίσης, περαιτέρω μέτρα για το άνοιγμα της αγοράς. Αν τα μέτρα αυτά εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να φανούν ήδη από το 2020 μεγάλες εξελίξεις με μια ανοικτή αγορά στο target model που θα είναι λιγότερο εξαρτημένη από τα ορυκτά καύσιμα και θα είναι ανοικτή σε περισσότερες ΑΠΕ. Παρόλο που η μακροπρόθεσμη στρατηγική είναι ευπρόσδεκτη, κι άλλα βήματα χρειάζονται για την αντιμετώπιση της κυρίαρχης θέσης της ΔΕΗ, όπως η συνεχιζόμενη αντιμονοπωλιακή διαδικασία. Τα στοιχεία για τα μερίδια δείχνουν ότι οι ανταγωνιστές εισέρχονται στην αγορά λιανικής και χονδρικής, αλλά η κυρίαρχη θέση της και η αποκλειστική πρόσβαση στο λιγνίτη συνεχίζει να προκαλεί ανησυχία. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι έναντι νομικής αβεβαιότητας και έλλειψης διαφάνειας, δεν ελήφθησαν προσφορές στο διαγωνισμό της αποεπένδυσης. Η αποτυχία της είχε ως αποτέλεσμα παραβίαση της αντιμονοπωλιακής δέσμευσης, άρα χρειάζονται εναλλακτικές λύσεις. Οι αρχές επικοινώνησαν επισήμως την πρόθεσή τους να αναζητήσουν εναλλακτικές τον Ιανουάριο του 2020.»

Σε ό,τι αφορά στην ελληνική αγορά φυσικού αερίου, η έκθεση αναγνωρίζει πως παραμένει μικρή, αλλά αναπτύσσεται. «Η ολοκληρωμένη πώληση του ΔΕΣΦΑ, καθώς και η τωρινή πώληση της ΔΕΠΑ θα οδηγήσουν σε περαιτέρω άνοιγμα και εγχώριες επενδύσεις, ενώ η πρόοδος σε έργα όπως ο IGB και οι αυξανόμενες εισαγωγές LNG δείχνουν το δυναμικό της Ελλάδας να γίνει περιφερειακός ενεργειακός κόμβος. Οι αρχές επανεξετάζουν την σχεδιαζόμενη πώληση της ΔΕΠΑ και το αναθεωρημένο σχέδιο είναι ενθαρρυντικό και περιλαμβάνει την πώληση υψηλότερου μεριδίου για να εξασφαλιστεί πλήρης αποδέσμευση.»

Τέλος, στο μέτωπο των ΑΠΕ, η έκθεση αποτυπώνει τις ανησυχίες ότι ο ΕΛΑΠΕ θα επηρεαστεί αρνητικά από τη μείωση του ΕΤΜΕΑΡ των προμηθευτών, δίχως εναλλακτικές. Επιπλέον, τονίζεται ότι διοικητικά θέματα όπως οι χρεώσεις για τις άδειες παραγωγής που πρέπει να πληρώνουν οι εταιρείες για καθυστερήσεις για τις οποίες δεν ευθύνονται, κάνουν ζημιά στις επενδύσεις ΑΠΕ. Η αναθεώρηση του χωροταξικού και οι βελτιώσεις στην αδειοδότηση θα είναι κρίσιμες για τη μεγιστοποίηση των επενδύσεων, εκτιμά η Κομισιόν.