Η ΔΕΗ αποφάσισε να βελτιώσει τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζει τις χρεώσεις εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για τα τιμολόγια Χαμηλής, Μέσης και Υψηλής Τάσης, όπως αναφέρει σε επιστολή της προς την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, επιθυμώντας 

να κατασιγάσει τις σφοδρές αντιδράσεις από την πλευρά της βιομηχανίας, αλλά και να ανταποκριθεί στις γενικές παρατηρήσεις επί του θέματος, στις οποίες έχει προβεί η ΡΑΕ. Όπως απορρέει από καλά πληροφορημένες πηγές, η ΔΕΗ αποφάσισε ο υπολογισμός της μοναδιαίας χρέωσης CO2 να γίνεται σε μηνιαία βάση, ανεξαρτήτως του εάν τον αμέσως προηγούμενο μήνα, οι τιμές των δικαιωμάτων διοξειδίου του άνθρακα παρουσίαζε μεταβολή σε ποσοστό ±10% ή όχι.

Η εν λόγω απόφαση θα ισχύσει αναδρομικά από την πρώτη Δεκεμβρίου του περασμένου έτους, με τη διοίκηση της Επιχείρησης να υποστηρίζει ότι δεν ελλοχεύει κίνδυνος στρεβλώσεων στις παραμέτρους υπολογισμού της ρήτρας CO2, καθώς η μεθοδολογία έχει ήδη αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της.

Το ζήτημα θεωρείται ακανθώδες από πλευράς της ενεργοβόρου βιομηχανίας κάτι που επιβεβαιώθηκε και κατά την πρόσφατη Γενική Συνέλευση της ΕΒΙΚΕΝ, που πραγματοποιήθηκε πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων. Τα μέλη της Ένωσης αμφισβητούν τον ορθό υπολογισμό της χρέωσης, ιδίως αφού τα τιμολόγια της ΔΕΗ δεν περιλαμβάνουν τις απαραίτητες αναλύσεις.

Είναι χαρακτηριστικό της προτεραιότητας που προσδίδει η ΕΒΙΚΕΝ στο θέμα, το γεγονός ότι έχει ζητήσει από πέρυσι το χειμώνα, από την αρμόδια υπηρεσία της ΔΕΗ, να υπάρχει αναλυτικός υπολογισμός στη χρέωση CO2, αλλά χωρίς να λάβει καμία απάντηση. Το ζήτημα επιλύθηκε, μόνο κατόπιν πρωτοβουλίας που ανέλαβε το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Ακολούθησε σειρά επιστολών της ΕΒΙΚΕΝ προς τη ΡΑΕ, πάντα για το θέμα των διοξειδίων, με την ανεξάρτητη αρχή να εντοπίζει θέμα σοβαρής παραβίασης του Κώδικα Προμήθειας, σε σχέση με την χρέωση CO2.

Η ΕΒΙΚΕΝ δεν στέκεται, μόνο στο ζήτημα της αδιαφάνειας στα τιμολόγια της ΔΕΗ, αλλά έχει θέσει και θέμα κατάργησης της ρήτρας αναπροσαρμογής, καθώς μέσω αυτής, η ΔΕΗ εφαρμόζει χρεώσεις που δεν αντανακλούν στο πραγματικό κόστος, καθώς δεν αφορούν στις πραγματικές εκπομπές CO2, αλλά στις εκπομπές που είχαν υπολογιστεί σε ανύποπτο χρόνο στο παρελθόν. 

Με τον τρόπο αυτό, όπως υπολογίζει η ΕΒΙΚΕΝ, οι μεγάλοι πελάτες της ΔΕΗ χρεώθηκαν με ποσά της τάξης των 20 εκατ. ευρώ, με εξαίρεση δύο μεγάλους καταναλωτές οι οποίοι, στις συμβάσεις που υπέγραψαν, ζήτησαν και πέτυχαν να μην ισχύσει η ρήτρα και να γίνεται μηνιαίος υπολογισμός της χρέωσης, με βάση τις πραγματικές εκπομπές.

Υπό αυτό το πρίσμα, οι πιέσεις που δέχεται η ΔΕΗ από τις ενεργοβόρες βιομηχανίες αναγκάζουν τη διοίκησή της να μελετά το ενδεχόμενο της κατάργησης της ρήτρας αναπροσαρμογής. Ωστόσο η Ένωση κρίνει ότι ανεξάρτητα με το τί θα συμβεί στο ζήτημα της ρήτρας, θα πρέπει να υπάρξει απολογιστικός υπολογισμός, με βάση τις πραγματικές εκπομπές των χρεώσεων CO2 για την περίοδο 2018- 2019, όπου θεωρεί ότι υπήρξε πρόβλημα υπερχρεώσεων – διαμόρφωσαν υψηλότερα κατά 8% την τιμή της μεγαβατώρας για τους πελάτες της Μέσης Τάσης - και για το λόγο αυτό αναμένεται να επιμείνει στις πιέσεις της προς την ΔΕΗ, ενώ φέρεται διατεθειμένη να προβεί σε επίσημη καταγγελία προς την ΡΑΕ.

Παράλληλα, η πληροφορία ότι η πρόταση που υπέβαλε το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τη σύσταση εταιρείας ειδικού σκοπού (SPV), με τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, ώστε να αγοράζουν ρεύμα από τις εν λειτουργία λιγνιτικές μονάδες τη; ΔΕΗ, σε ανταγωνιστικές τιμές  - γεγονός που θα συνέβαλε στη μείωση του μεριδίου της στην υψηλή τάση, όπως προβλέπεται από τις δεσμεύσεις που έχουν αναηφθεί, αλλά και στην εξοικονόμηση κόστους από τις εκπομπές ρύπων- έχει αποτελέσει τη βάση συζητήσεων με την Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της ΕΕ, σχετικά με την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, επαναφέρει στο προσκήνιο τα προβλήματα ηλεκτροδότησης της ελληνικής βιομηχανίας.

Όπως εξηγεί, για πολλοστή φορά, ο Πρόεδρος του ΔΣ της ΕΒΙΚΕΝ, Αντώνης Κοντολέων, το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας της ελληνικής βιομηχανίας είναι πλέον υψηλότερο κατά 50% ως προς τους ευρωπαίους ανταγωνιστές της.

Εάν για την Ευρώπη είναι αναπτυξιακό ζητούμενο η ενίσχυση του ρόλου της βιομηχανίας, για την Ελλάδα της κρίσης, της διαλυμένης παραγωγικής βάσης και της υψηλής ανεργίας, η παραγωγική ανασυγκρότηση αποτελεί αδήριτη ανάγκη και προϋπόθεση εξόδου από την κρίση, αναφέρει ο ίδιος σε πρόσφατο σημείωμά του.

"Ύστερα από 10 χρόνια σκληρής οικονομικής προσγείωσης, έχει γίνει πλέον σαφές ότι για να μπορέσει να ανακάμψει πραγματικά η ελληνική οικονομία αναγκαία προϋπόθεση είναι η αύξηση του μεριδίου της βιομηχανίας, με επενδύσεις, εξωστρέφεια, αύξηση των ποιοτικών θέσεων απασχόλησης, στέρεη και διατηρήσιμη αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ. Πως μπορεί ο στόχος αυτός να υλοποιηθεί; Η απάντηση είναι απλή. Χρειάζεται μια συνεκτική, συνεπής και μακροπρόθεσμη βιομηχανική πολιτική, απαλλαγμένη από ιδεοληψίες, ήτοι ένα business plan που θα περιλαμβάνει άμεσα αλλά και μακροπρόθεσμα μέτρα» τονίζει ο κ. Κοντολέων και προσθέτει: «Η ελληνική πολιτεία εφόσον θέλει να βελτιώσει το κλίμα και τις προσδοκίες για τη βιομηχανία, μπορεί να κάνει την αρχή με τις πρώτες άμεσες παρεμβάσεις γύρω από το ενεργειακό κόστος. Οι μεγάλες βιομηχανίες της Ευρώπης δραστηριοποιούνται σε πλήρως απελευθερωμένες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας ενώ οι κυβερνήσεις τους -στο πλαίσιο μιας διαχρονικής βιομηχανικής πολιτικής ενίσχυσης της βιομηχανίας- παρεμβαίνουν συστηματικά στο σκέλος των ρυθμιστικών χρεώσεων μειώνοντας σημαντικά το τελικό κόστος ενέργειας."

"Το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για την ελληνική βιομηχανία, κατά την τελευταία δεκαετία, ήταν και παραμένει μακράν υψηλότερο συγκρινόμενο με εκείνο των ευρωπαίων ανταγωνιστών της. Βασική αιτία είναι η συνεχής θεσμοθέτηση σειράς μέτρων, που έχουν οδηγήσει στην εδραίωση ενός θεσμοθετημένου ολιγοπωλίου σε μια αγορά που κατακλύζεται από στρεβλώσεις και ρυθμιστικά εμπόδια", τονίζει ο ίδιος και προσθέτει: "Η παρατεταμένη καθυστέρηση της έναρξης λειτουργίας της νέας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και της σύζευξής της με τις γειτονικές αγορές της Ιταλίας και Βουλγαρίας, στο πλαίσιο υλοποίησης του Target model επιτείνει την αβεβαιότητα και μπλοκάρει τα όποια επενδυτικά σχέδια σχεδιάζονται για νέες γραμμές παραγωγής. Η ορθή υλοποίηση του target model στη νέα δομή αγοράς, αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία σταθερού και προβλέψιμου μοντέλου αγοράς, καθώς και την ανάπτυξη συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των συμμετεχόντων, προς όφελος του τελικού καταναλωτή."

Ο Πρόεδρος του ΔΣ της ΕΒΙΚΕΝ αναφέρει αναλυτικά: 

"Ήδη, με το πρόσχημα της ύπαρξης δεσπόζοντα παίκτη στην αγορά έχουν προκριθεί ως βασικές επιλογές σχεδιασμού της νέας αγοράς, ρυθμίσεις, οι οποίες διαφοροποιούν την ελληνική αγορά σε σχέση με το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών αγορών, απηχούν μια ξεπερασμένη αντίληψη περί κεντρικού ελέγχου της αγοράς και διατηρούν στην πράξη την υποχρεωτική αγορά (pool). Το επιχείρημα ότι πρέπει να υπάρχει ικανοποιητική ρευστότητα στην αγορά επόμενης ημέρας ώστε να μπορούν να ανακτούν οι ηλεκτροπαραγωγοί το πραγματικό κόστος τους, μπορεί να έχει και άλλη ανάγνωση, καθώς με αυτόν τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα στους ηλεκτροπαραγωγούς να επιβάλλουν τις τιμές που θέλουν σε όλες τις αγορές, ακόμη και στην προθεσμιακή αγορά αντίθετα με ότι συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές. Διότι είναι προφανές ότι οι ηλεκτροπαραγωγοί εάν θέλουν να διασφαλίσουν τη λειτουργία των μονάδων τους στην αγορά θα προσφέρουν σε ελκυστικές τιμές μακροχρόνια προθεσμιακά προϊόντα, εάν δεν είναι σίγουροι ότι μπορούν να επιβάλλουν τις τιμές τους στην αγορά επόμενης ημέρας. Είναι αυτονόητο ότι η άμεση υλοποίηση του Target model και η πλήρης εναρμόνιση της ελληνικής αγοράς με το ισχύον πρότυπο των ευρωπαϊκών αγορών αποτελούν στόχους άμεσης προτεραιότητας για τη βιομηχανία. Στο πλαίσιο αυτό, οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν τις βασικές επιλογές σχεδιασμού της αγοράς και να μη θεσμοθετήσουν μέτρα που εισάγουν στρεβλώσεις και δεν συμβάλλουν στη δημιουργία συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού στην αγορά. Επίσης πρέπει να επισημάνουμε ότι τόσο για τη δημιουργία υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και για την επίτευξη έως το 2030 του εθνικού στόχου 35%  διείσδυσης των ΑΠΕ, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση η έγκαιρη υλοποίηση της απαιτούμενης αύξησης της δημοπρατούμενης δυναμικότητας  των διεθνών διασυνδέσεων ηλεκτρικής ενέργειας με τις γειτονικές μας χώρες."

Διακοψιμότητα

Στο έτερο καίριο ζήτημα που απασχολεί την ενεργοβόρο βιομηχανία, τη διακοψιμότητα, ο κ. Κοντολέων υπογραμμίζει: "Είναι γνωστό επίσης ότι το εύλογο διάστημα που απαιτείται μέχρι να λειτουργήσει η νέα αγορά ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς τα υφιστάμενα ρυθμιστικά εμπόδια και να ωριμάσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να διασφαλίζει στην πράξη την ισότιμη και δίκαιη συμμετοχή της ζήτησης ως προς τους  ηλεκτροπαραγωγούς είναι τουλάχιστον τρία χρόνια. Επομένως θα πρέπει να επιτευχθεί παράταση του μέτρου της Διακοψιμότητας  για χρονική περίοδο 2-3 ετών. Η Ελλάδα είναι η λιγότερο βιομηχανική χώρα της Ευρώπης. Εάν θέλει να ανατάξει την παραγωγική της οικονομία και να εκμεταλλευτεί τις αναπτυξιακές ευκαιρίες που δημιουργούνται πρέπει να κινηθεί γρήγορα και να ενθαρρύνει τις βιομηχανικές επενδύσεις και να δημιουργήσει ένα κατάλληλο φιλοεπενδυτικό περιβάλλον. Δυστυχώς όμως συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Η αβεβαιότητα γύρω από το ενεργειακό κόστος έχει οδηγήσει τη βιομηχανία να αναστείλει ή ακόμη και να ακυρώσει επενδυτικά πλάνα, να περιορίσει τα συμβόλαια πώλησης για το 2020 και το 2021, με άμεση επίπτωση και στον ευαίσθητο τομέα της απασχόλησης. Ο επιχειρούμενος εκτροχιασμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, πρέπει να σταματήσει! Η βιομηχανία μπορεί και πρέπει να είναι ο πρωταγωνιστής της ελληνικής ανάκαμψης, αρκεί να της εξασφαλιστεί το αναγκαίο καύσιμο: το ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας."

Τέλος, ο κ. Κοντολέων στο ερώτημα  για το εάν οι τιμές στην ελληνική αγορά θα συγκλίνουν με εκείνες των Ευρωπαϊκών με την έναρξη λειτουργίας του target model, απαντά αρνητικά. «Η νέα αγορά στο πλαισιο του target model  δεν θα ρίξει τις τιμές. Θα πρέπει να δημιουργηθούν συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά», τονίζει χαρακτηριστικά ο Πρόεδρος του ΔΣ της ΕΒΙΚΕΝ..

"Η ανάπτυξη των ΑΠΕ θα βοηθήσει αλλά δεν αρκεί. Πρέπει να παύσει η αγορά να λειτουργεί ως υποχρεωτική (pool). Μόνο όταν υπογραφούν διμερή συμβόλαια ώστε να τρέξει ενέργεια έξω από την αγορά θα πέσουν οι τιμές. Καταναλωτές που βρίσκονται στην προημερήσια αγορά και δεν έχουν ημερήσιο συμβόλαιο είναι εκτεθειμένοι σε απότομες μεταβολές των τιμών που προκαλούνται από διάφορες παράγοντες, όπως είναι οι μεταβολές στις καθαρές εισαγωγές και στη ζήτηση ηλεκτρικού φορτίου. Άλλως, οι ιδιώτες παραγωγοί λειτουργώντας, ως άτυπο ολιγοπώλιο, θα συγκρατούν τις τιμές εκεί ψηλά που είναι σήμερα, ήτοι, 50% από τη μέση ευρωπαϊκή τιμή και 100% έναντι της αντίστοιχης γερμανικής. Επίσης όσο δεν αυξάνονται οι διασυνοριακές δημοπρατούμενες δυναμικότητες, η Ελλάδα θα είναι «νησί» και οι ΑΠΕ θα απορρίπτονται από το σύστημα, πολύ συχνά, επειδή θα προκαλούν αστάθεια", καταλήγει ο κ. Κοντολέων.

Εν τω μεταξύ, το σχέδιό της για τη μεταμόρφωση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας στην εποχή της ενεργειακής μετάβασης και του εξηλεκτρισμού της οικονομίας παρουσίασε στην Κομισιόν η ομάδα των ενεργοβόρων βιομηχανιών, που συστήθηκε το 2015 και αποτελείται από τις βιομηχανίες, τα κράτη-μέλη και διάφορους φορείς. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής ενεργοβόρου βιομηχανίας, ώστε να μη χρειαστεί να μεταναστεύσει και να μπορέσει να λειτουργήσει, ανταγωνιζόμενη άλλες χώρες που δεν επιβαρύνονται με αντίστοιχα κόστη.

Πιο αναλυτικά, στο κείμενο τονίζεται μεταξύ άλλων ότι χρειάζεται αναπροσαρμογή του συστήματος αποζημίωσης για το έμμεσος κόστος του ETS στην ενεργοβόρο βιομηχανία ώστε να συμβαδίζει με την οδηγία για το ETS και τις εξελίξεις στην αγορά. Όλα αυτά με χρονικό άξονα την επόμενη περίοδο του ETS ως το 2030. Σημειώνεται ότι προς το παρόν, η αποζημίωση για το έμμεσο κόστος είναι εθελοντική, βραχυπρόθεσμη και με πτωτική τάση. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με το κείμενο, ότι τα κράτη-μέλη μπορούν να επιλέξουν να μην την εφαρμόσουν. Παράλληλα, η αποζημίωση για το έμμεσο κόστος των ρύπων ρυθμίζεται σήμερα από τις κατευθύνσεις για τις κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες επίσης θα ανακαθοριστούν μέσα στο άμεσο μέλλον.

Σύμφωνα με το σχέδιο, η μετάβαση των ενεργοβόρων βιομηχανιών προς τον εξηλεκτρισμό θα σημάνει τη στροφή από τις άμεσες, προς τις έμμεσες εκπομπές ρύπων. Στα πλαίσια αυτά, οι συνέπειες σε όρους έμμεσου κόστους και διαφυγής άνθρακα θα χρειαστούν περαιτέρω διερεύνηση. Επιπλέον, τονίζεται ότι η αυξημένη τιμή των ρύπων και η μεταφορά του κόστους του ETS από τον τομέα του ηλεκτρισμού, σε εκείνον της βιομηχανίας, δεν θα πρέπει να δράσει ανασταλτικά για τον εξηλεκτρισμό της και το υπό διαμόρφωση ρυθμιστικό πλαίσιο πρέπει να το λάβει αυτό υπόψη.