Το θέμα των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη στο Σταίητ Ντηπάρτμεντ και, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, είναι αντικείμενο εκπονήσεως αρκετών σεναρίων, επικεντρωμένων στο τουρκικό ιστορικό παρελθόν, με βάση το οποίο εξετάζονται οι πιθανές τουρκικές ενέργειες στην εύφλεκτη περιοχή της Μέσης Ανατολής και του Περσικού Κόλπου.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ειδικοί της αμερικανικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής βρίσκονται, κατά τις ίδιες πληροφορίες, μπροστά σε αρκετά προβλήματα, τα οποία τους υποχρεώνουν να αναζητούν τις αποκαλούμενες σταθερές προτεραιότητες. Ως φαίνεται, η πρώτη και σημαντικότερη από αυτές είναι ο ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή –σε συνάρτηση με την φιλοδοξία του Ιράν να καταστεί περιφερειακή δύναμη και την επιθυμία της Ρωσίας να παίζει αυτοκρατορικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή. Ρόλος ο οποίος θα στηρίζεται, αυτήν τη φορά, στην ενεργειακή ισχύ της Ρωσίας και στις συμμαχίες που θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτή την ρωσική πραγματικότητα.
Ας δούμε, όμως, με ποια κριτήρια η αμερικανική πλευρά εξετάζει τη σημερινή τουρκική γεωπολιτική συμπεριφορά και τις πιθανές εξελίξεις της.
Οι ΗΠΑ πιστεύουν –όχι αδίκως– ότι, από τον πόλεμο του Κόλπου το 1991 και μετά, οι αμερικανο-τουρκικές σχέσεις έχουν αλλάξει ριζικά, προς την κατεύθυνση της ψυχράνσεώς τους. Η κατάσταση δε αυτή επιδεινώνεται συνεχώς μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και την τουρκική άρνηση να χρησιμοποιηθούν οι βάσεις του Ιντσιρλίκ για τον σκοπό αυτόν. Σήμερα, η κατάσταση βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο, μετά την απόφαση του αμερικανικού Κογκρέσσου να καταδικάσει την γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους, το 1915, καθώς και την αμφιλεγόμενη αμερικανική στάση στο Κουρδικό.
Αναλυτικότερα, το Σταίητ Ντηπάρτμεντ πιστεύει ότι με αφορμή την εισβολή στο Ιράκ και την προηγηθείσα αποτυχία της Τουρκίας να ενισχύσει την γεωπολιτική της θέση στην Κεντρική Ασία, η Άγκυρα επαναθεωρεί τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτων, αναζητώντας νέες δυνατότητες στον χώρο της ευρύτερης περιοχής της. Ακόμα περισσότερο, η Τουρκία –η οποία γνωρίζει εντυπωσιακούς ρυθμούς αναπτύξεως, με τους οποίους ουδείς στην Ελλάδα ασχολείται– αισθάνεται ότι μπορεί να απεξαρτηθεί, σε κάποιον βαθμό, οικονομικά και αμυντικά, από τις ΗΠΑ. Εξ άλλου, δεν θεωρεί ότι οι τελευταίες αποτελούν σταθεροποιητική δύναμη, όπως ίσχυε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά συνέπεια, με βάση την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και την στρατιωτική παράδοση, η Άγκυρα θεωρεί ότι η Τουρκία μπορεί να ισχυροποιήσει από μόνη της την γεωπολιτική της θέση και, για μία ακόμη φορά, όπως και επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να επεκτείνει την επιρροή της. Συνεπώς, η τουρκική εξωτερική πολιτική μπορεί να αποσυνδεθεί από τις αμερικανικές επιδιώξεις, οι οποίες, κατά τους Τούρκους ειδικούς, μόνον αποσταθεροποιητικά θα επιδράσουν στην περιοχή, δημιουργώντας ταυτοχρόνως και τεράστια αναστάτωση στο Ιράν.
Αυτό σημαίνει ότι είναι ζωτικός ο από την πλευρά της Τουρκίας έλεγχος της όλης καταστάσεως, αλλά με προσεκτικά βήματα και χωρίς να προκληθούν οι ΗΠΑ. Γι’ αυτό, οι πρόσφατες επαφές Τούρκων αξιωματούχων με Σύρους υπευθύνους στη Δαμασκό υπήρξαν μεν ένα πρώτο βήμα για τη νέα τουρκική εξωτερική πολιτική, το οποίο όμως χρειάζεται καιρό για να σταθεροποιηθεί. Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι τα δεδομένα στις σχέσεις Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών ενδέχεται να αλλάξουν δραματικά. Τούτο προκύπτει από τις επαφές της τελευταίας στιγμής μεταξύ των δύο χωρών, αν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψη η κατάσταση πυριτιδαποθήκης που επικρατεί στη Μέση Ανατολή και το γεγονός ότι επέρχονται οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Για όλα αυτά η Ελλάδα περί άλλα τυρβάζει. Και το ερώτημα είναι κατά πόσον στην χώρα μας παρακολουθείται συστηματικά η αλλαγή των παγκοσμίων δεδομένων και οι τυχόν συνέπειές τους.
Οι Τούρκοι ειδικοί και στρατιωτικοί αντιλαμβάνονται ότι οι φιλοδοξίες του Ιράν στη Μέση Ανατολή και γενικότερα στον ισλαμικό κόσμο, οι βλέψεις της Ρωσίας στον Καύκασο, η ελληνική πίεση στα Βαλκάνια και η ευρωπαϊκή επιφυλακτικότητα απέναντι στην Άγκυρα, κάνουν απαραίτητη την αμερικανική παρουσία στο Ιράκ, υπό την μορφή του σκιάχτρου. Επίσης, παρά τη δυσφορία της, η τουρκική πλευρά πιστεύει ότι όσο οι ΗΠΑ θα είναι παρούσες στρατιωτικά στο Ιράκ, η Τεχεράνη, παρά τους λεονταρισμούς της, θα προσέχει δύο και τρεις φορές τις κινήσεις της –δεδομένου ότι η ιρανική θρησκευτική εξουσία αντιμετωπίζει και σοβαρά εσωτερικά προβλήματα.
Θα πρέπει επίσης να γίνει γνωστό ότι, τα τέσσερα τελευταία χρόνια, το τουρκικό ΑΕΠ αυξήθηκε 122% και φέτος θα ξεπεράσει τα 460 δις δολλάρια. Με αποτέλεσμα, η τουρκική οικονομία να είναι η δέκατη έβδομη μεγαλύτερη στον κόσμο και έκτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, με 20 δις δολλάρια ξένες άμεσες επενδύσεις το 2006, σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως, η Τουρκία είναι, από επενδυτικής πλευράς, η δέκατη τρίτη ελκυστικότερη χώρα στον κόσμο.
Ωστόσο, όλα αυτά αποτελούν λεπτομέρειες για τους εγχώριους «προοδευτικούς» τουρκοφάγους…