Οποιος τολμάει να μιλήσει για όρια είναι εξ ορισμού φασίστας. Πάντα ήταν έτσι. Στην εποχή μας όμως έχουμε πάει σε άλλο επίπεδο, καθώς η λογική και το μέτρο έχουν εξορισθεί από τον δημόσιο διάλογο. Τα νέα παιδιά της κρίσης έχουν μεγαλώσει θεωρώντας ότι όλα επιτρέπονται και με –δικαιολογημένα– ένστικτα βίαιης αντίδρασης σε όλα. Πράγμα λογικό σε μια κοινωνία με τεράστια ανεργία στη νεολαία.
Αν όμως κάποιος δει τη χώρα από μια ψύχραιμη απόσταση, θα πρέπει να ανησυχεί. Οι εχθροί μας καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει στην ουσία ελληνικό κράτος. Είμαστε ευάλωτοι σε κάθε «αόρατο χέρι» που θέλει να ανάψει φωτιές, να διχάσει και να μας διαλύσει. Οι απελπισμένοι πρόσφυγες και μετανάστες καταλαβαίνουν ότι αν κάνουν τη δική τους εξέγερση (α) όλα θα επιτρέπονται και (β) θα βρουν χάρτινα τείχη απέναντί τους.
Η ελληνική κοινωνία είναι πολύ ταλαιπωρημένη. Εχουμε μπροστά μας πολλά εκρηκτικά θέματα, που θα χύσουν και άλλη βενζίνη σε ένα ήδη πολύ εύφλεκτο μείγμα: τα ποδοσφαιρικά που κινδυνεύουν να μας χωρίσουν σε βόρειους και νότιους, τους πλειστηριασμούς, τα ελληνοτουρκικά και το προσφυγικό–μεταναστευτικό. Είμαστε ένας λαός βαθιά συναισθηματικός που ανάβει πολύ εύκολα. Τώρα δε με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα fake news, εκρήγνυται σε δευτερόλεπτα.
Το πρόβλημα δεν λύνεται με ΜΑΤ ή μόνο με την επιβολή του νόμου. Θέλει εθνική συνεννόηση και τεράστια προσπάθεια το να προστατεύσουμε τη δημοκρατία από τον φασισμό της ανεξέλεγκτης βίας και διαμαρτυρίας, ό,τι χρώμα και να έχει. Το υποστηρίξαμε πολλές φορές, και όταν βρέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ στα σαγόνια του άπληστου κτήνους του λαϊκισμού που και ο ίδιος τάισε όσο μπορούσε. Η χώρα δεν θα μπορεί να κυβερνηθεί από κανέναν, αλλά πραγματικά από κανέναν, αν δεν κάνουμε κάτι γι’ αυτή την αρρώστια.
*(Από την Καθημερινή)